Η λίστα ιστολογίων μου

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009

ΜΑΡΙΑ ΣΕΡΒΑΚΗ (ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΠΟΥ ΜΟΥ ΣΤΕΛΝΟΥΝ)

(Αποσπάσματα από τη «Μήδεια»)

.

Ετούτη η σύσπαση εκεί που μυστικά η ζωή γεννιέται και πεθαίνει

Η εκκωφαντική μαγγανεία τού έρωτα

Έτσι καθώς διαιωνίζεται

Νερό αθώο στα φυλλώματα

Άνοιξη

Άνοιξη με τ’ αηδόνι φοβερό

Σαν χύνοντας στο σώμα το κακό του περισσεύει

Σ’ αντίλαλο εξοντωτικό

Και το παιδί στη μήτρα η μάνα ξέρει

.

Έναστρο άθροισμα

Καρφώνει τους λυγμούς ουράνιους

Τούτο το κέλυφος μικρό σημάδι

Ποια θέληση λοιπόν πίσω απ’ την κάθε θέληση ή γέννα;

.

Έτσι λοιπόν ακόμα τρίζοντας στο ρούχο σου η έκπληξη

Έτσι ωτακουστώντας τ’ άρωμα

Άρωμα τώρα η πατρίδα μακρινή

Καθώς πιο πέρα απ’ την ανάσα βγαίνεις

Δεν είναι ο θρίαμβος μονάχα ένα τραγούδι που συγκλονίζει

Κοίτα! Ανεβαίνει θύεται…

Τούτη η σφαγή τούτος ο ψίθυρος…

Μπρός σου ολοένα ορθρίζοντας των δέντρων ο μηχανουργός

Τώρα εδώ στο φως αυτό σ’ αυτό το αίμα σου

Ασύδοτος που αρθρώνεται ο κόσμος

.

Το πρόσωπό σου νάχει σε τόσα ξάφνου πρόσωπα

Τόπους κι’ αγάπες συγχιστεί

…………….

Τυφλός του αίματος ο δρόμος

Όλο πιο απόμακρος κι’ ο εραστής

Με το σκοτάδι καθώς μπαίνει

.

Και να! Που ακόμα μια φορά

Στις πόρτες στα παραθυρόφυλλα στα δώματα

Ουρλιάζουν τ’ αναφιλητά!

Όργιο ο τρύγος καψαλίζοντας το θάνατο

Μ’ όλο το χώμα ευωδιάζοντας τα πόδια

.

Καίγοντας όρκο και φιλί οι μαυρομάντηλες

Ανήμερες φωλιές

Χαρούπια στολισμένες και γλυκάνισο

Του μούστου μεγαλόχαρες κυράδες

Όπως ακόμα μια φορά

Εξαυλώσεις νέες συνθέτουν την εωθινή πλοκή

……………..

Κι’ εσείς στα ηχηρά δωμάτια

Σε πόλεις άλλες μεγαλώνοντας την έρημο

Καθώς σας μεγαλώνει η ερημιά

Φορώντας άλλές μάσκες άλλα ονόματα

.

Πώς φωσφορίζουν οι νεκρόκασες

Άδεια χυμένα ψάρια στην αγορά στην αμμουδιά

Κι’ όσα ο ήλιος στίβει ο μεσούρανος

Λίγο πριν φλόγες καταπιούν το καλοκαίρι

.

Και πάλι ανάμεσα σας από όνειρο γυρίζω

Μ’ άλλη φρίκη

………………

Το κλάμα ετούτο που δεν άρχισε ποτέ

Και δεν τελειώνει

.

ΜΑΡΙΑ ΣΕΡΒΑΚΗ/ ΜΗΔΕΙΑ/ ΕΚΔΟΣΕΙΣ BLACKIE BLACKSTONE- CAPTAIN FOSSI 2003

Η ταπεινή μου γνώμη: Ποίηση με έντονο το τραγικό στοιχείο, συναισθηματικά σαρωτική, με υπερρεαλιστικά στοιχεία, που διακατέχεται από ρυθμικότητα και πάθος γραφής. Χαρακτηριστική είναι, κάποιες φορές, η χρήση του β΄ προσώπου, που τη συνδέει με την εποχή μας και την κάνει πιο άμεση, ενώ οι ρητορικές ερωτήσεις και οι εμφατικές επαναλήψεις τής δίνουν ένα ιδιαίτερο τόνο.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΦΡΕΔΑΣ (ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΠΟΥ ΜΟΥ ΣΤΕΛΝΟΥΝ)

ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ

.

Οι αυταπάτες τής ζωής μου

στάσεις μικρής διάρκειας

του ταξιδιού

.

δίχως αυτές

η πορεία είναι βασανιστική.

.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΦΡΕΔΑΣ/ ΤΑΡΙΧΕΥΤΗΣ ΗΜΕΡΩΝ/ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΜΟΣ

.

Η ΒΑΚΤΗΡΙΑ

.

Θα ’ρθει καιρός που θα ζεις

με τις αναμνήσεις σου.

Κι αυτά που λες τώρα και κάνεις

θα είναι η βακτηρία σου.

.

Επάνω της θα στηρίζεσαι

καθώς θα ψάχνεις στις τσέπες των ρούχων σου

κάποιο ξεχασμένο μαντήλι να ’βρεις,

.

κάποιο μαντήλι από κείνα που χρησιμοποιούσες

για να σκουπίζεις τα δάκρυά σου,

να δένεις σφιχτά τις πληγές σου

για να κοπάσει η αιμορραγία,

.

περιμένοντας να σου προσφέρει κάποιος

τις πρώτες τουλάχιστον βοήθειες.

.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΦΡΕΔΑΣ/ ΤΑΡΙΧΕΥΤΗΣ ΗΜΕΡΩΝ/ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΜΟΣ

.

ΤΟ ΠΑΤΡΙΚΟ ΣΠΙΤΙ

.

Επιστρέφω στο σπίτι αραιά και που.

.

Ξαπλώνω στο ίδιο κρεβάτι

που πέρασα ώρες και ώρες άγρυπνος

πότε να στοχάζομαι, πότε να πυρώνομαι.

Μιλώ για μας στην πάνινη κούκλα

που χρόνια επιμένει

να παραστέκεται στο προσκεφάλι μου,

ζαρώνω κάτω απ’ τα σκεπάσματα

και κλαίω από χαρά ή λύπη

.

περιμένοντας ν’ ανοίξει η πόρτα,

να μπει στο δωμάτιο η μητέρα,

-κοιμάσαι ακόμη; να ρωτήσει.

.

Επιστρέφω στο σπίτι αραιά και που

κι όλο παλεύω με τον πόθο και το χρόνο.

.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΑΦΡΕΔΑΣ/ ΤΑΡΙΧΕΥΤΗΣ ΗΜΕΡΩΝ/ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΜΟΣ

.

Η ταπεινή μου γνώμη: Ποίηση που διεγείρει νοητικά και αισθητικά τον αναγνώστη, καθώς μιλά εύληπτα για υπαρκτές καταστάσεις.

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2009

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΕΡΡΑΣ (ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΠΟΥ ΜΟΥ ΣΤΕΛΝΟΥΝ)

ΕΛΕΓΕΙΑ

................1

-Μαύρο

_________μονό-

φτερο πουλί

βουβό τηλέ-

....................φωνο

αβύσσου ηχηρό μου

.

σαν έρωτας α-

......................φωνικός

στο φως

κ’ εσύ

μ’ από-

.............νεκρώνεις

μου κομ-

...................ματιάζεις

τις αφές

.

με κλείνεις

...................(στόμα ανοιχτό)

σε γέλιου «Λάθος!»

και σε άρνησης

..........................«Συγνώμη!»-

.

βρόχος ριχτός

.......................στα σωθικά

ηδονικά μου δένεσαι

.....................................ομφάλιο λουρί

με φύλου οί-

......................δημα διπλό

κατά-

..........σημα-

.....................δεμένο

.

λυμένο αι-

..................λουροειδές

κοκάλινο

...............που με σαρκά-

ζεις

.

μ’ άηχο σήμα

......................σαν θηλή

καλείς τα χείλη

.....................και ορμάς

.

ακίνητο

οικείο ερπετό μου

.

σαν τύψη

.............αιχμάλωτου

μ’ αρπάζεις

...................στα τυφλά

.

ως τη γραμμή

του κέντρου

....................με χτυπάς

έξω απ’ το χώμα

.................με ταφιάζεις-

σε στοίχους νύχτας

...............................με κρεμάς

σαν εκ-

.............κρεμές

ελληνικό

από-

........συρ-

...............ματωμένο

.

ατονικό μου όργανο

.

συμφωνικό

................για την Ακολουθία.

................2

-Μαύρη

ξε-

....φυλλισμένη Ατζέντα

.

κληρονόμα μου

.

φύλαξε υγρούς

τους περιττούς μου αριθμούς

.

κρύψε

.........σε ήχους κωδικούς

τα στίγ-

.............ματα της γέννας

μ’ απλών ονείρων

..............................σκελετούς

στ’ ασφυκτικό μου

νεκρο-

............στάσιο

στάξε

.........στα στήθη τής σιωπής

της Κλήσης τα επί-

................................φωνήματα-

.

χτύπα τού κύκλου το Μηδέν

(διαγράφοντας τις βλάβες)

.

κι από την πένα

...........................της πληγής

(σαν σώμα μνήμης με ψυχή)

.

όλη σχισμένη

.......................μονολόγησε

στο χάρτινο ακουστικό μου

γι’ Ανάγκης παύσεις

........................................με ανά-

σες αστικές

.

ή γι’ άγκυρα υπεραστικά

.

με τόσους φίλους άφωνους

αστερωμένους μες στο μαύρο.

.

....................................................1996

.

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΕΡΡΑΣ/ ΟΙ ΚΗΠΟΙ ΤΗΣ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ/ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ

.

Η ταπεινή μου γνώμη: Ο θρήνος ταιριάζει δημιουργικά με τον κατακερματισμό των λέξεων.

Γρηγόρης Τεχλεμετζής

.

.

ΨΗΦΙΔΕΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΣΟΛΩΜΟΥ

..........................................Του φίλου Δημήτρη Β

.............................................ανάσας αντιπροσφορά.

.......................1

Φανός κι ο ανδριάντας

...................................πάλλευκος

στων Ήσκιων τη συναγωγή-

.

με πλανερά στο πλάι να λάμπουνε

.....................ή ν’ αντιφέγγουν χαμηλά

πλάσματα λύπης και χαράς

.

σαν σμίλης άυλης κομμάτια

.

....................2

Από πύλη φυγής

.......................με θυμό ξαναφαίνεται

της πλατείας ο φίλος-

.

του νησιού μελετά

............................και της σάρκας τα χάσματα

.

της ζωής τ’ ακατάληπτα μονο-

...................................................λογεί

και οπλίζει (περίκλειστος)

..............................τους πολιορκημένους.

...........................3

Μ’ απλούς θαμώνες τού κενού

μονωδείς μυστικά

.........................της Ανάσας τα θαύματα

.

ιστορείς της αφής

.......................ή της γέννας τους μύθους

.

με σπιθίσματα ερημιάς

.........................ιριδίζεις τα όνειρα

.

και με γέλιου αιχμές ή καρφιά

............................το Κενό κυνηγάς-

.

και σαν φλέβα

......................ματώνεις την Πλήξη.

.................4

Με ήβης αναψυκτικά

.....................ή με της λησμονιάς

.

τα σώματα της πίκρας ξεδιψάνε-

.

λιγώνουν του λυγμού τα κύτταρα

.......................ή της κραυγής τα σωθικά

και ηδύνουν (ανείδωτα)

.......................ως τη δύση τα πάθη.

.

Βουβά σαν μάρτυρες

.....................σε αβάτου γωνιά

(πριν απ’ της πάλης τον κλοιό

..................ή της φωτιάς)

.

μ’ αγάπη κ’ έρωτα καλού

......................ριγούν στο φως μεθυστικά

.

και αγρυπνάνε.

...................5

Άλλο του κολασμού εδώλιο

...................ή της παράβασης σταυρός

του καφενείου το κάθισμα-

.

με της αλήθειας τον καφέ σου

.....................πάντα σκέτο.

.

Μόνος κ’ εδώ

......(μες στους κριτές και στον καπνό)

διπλά μετράς τη διαφορά

....και της απόστασης το τίμημα πληρώνεις-

.

με της θωπείας το κορμί κατάδικο

..........................στην κόψη να ισορροπεί

κ’ αίμα να στα-

......................ζει της σχισμής

.

για την ομολογία.

........................6

Με της Πνοής όλα τα νύχια

..................καρφωμένα στα βαθιά

χυμούς ακμής συχνά κερνάς

.....................κι άσωτο χάδι αγέρινο

στον Κόκκινο τον Βράχο.

.

Την ώρα του λογαριασμού

.................(σαν Πόνου επιμύθιο)

μηδενικά σιωπής

......................στο άθροισμα προσθέτεις-

.

της χαραγής ή της το-

..................................μης νομίσματα

και της Συγνώμης την τιμή

...................(α! τι παρήχηση του «μη»!)

αφήνοντας για το γκαρσόνι.

.......................7

...........Μόνιμο στέκι μοναχών

...............για της Ανάγκης το συλλείτουργο-

............και των πιστών που δεν μπορούν

.................περ’ απ’ το δέρμα ν’ αγαπήσουν.

.

Σ’ αναπνοής τραπέζι άγιο

την Καλοσύνη κοινωνείς

.......................και σαν ικέτης Ομορφιάς

μια δόση φλόγας παραγγέλλεις-

.

του στήθους καίοντας σφιχτές θηλιές

.

κι άκαυτο σώζοντας αυτό

.......................της διαδρομής το προσωπείο.

.

...................................................................Νοέμβρης 2005

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΕΡΡΑΣ/ ΟΙ ΚΗΠΟΙ ΤΗΣ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ/ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ

.

Η ταπεινή μου γνώμη: Ποίηση πρωτότυπη, που φανερώνει τις βαθιές γνώσεις τού ποιητή και δίνει μεγάλη προσοχή στη λεπτομέρεια.

Γρηγόρης Τεχλεμετζής

ΚΩΣΤΑΣ ΛΙΝΝΟΣ (ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΠΟΥ ΜΟΥ ΣΤΕΛΝΟΥΝ)

ΓΡΑΜΜΑ ΑΠ’ ΤΟ ΦΑΡΟ

_

Λευκά μανίκια να τσαλαβουτούν στο πλυσταριό. Αντί για

πρόσωπο, γλυκάνισο και μαστίχα με πεύκου φωτοσκιάσματα.

Τιτιβίσματα καμπαναριών, κελάρυσμα σκοταδιού απ΄ τους γύρω

λόφους. Τα νυχτοπούλια στις μουριές προφητεύουν τους

ερχομούς. Σβήνουν τα κεριά στα προσκυνητάρια. Πυρκαγιά

κελαηδισμάτων, φλοκάτες λειβαδιών. Ευγενής που χείλη

σκεφτικά τον μύησαν στην αυτοκρατορία τού ήλιου. Κάτω απ’ τα

στεγάδια, τα ζωγραφιστά τα νεροπότηρα¨ κι οι κεραμοσκεπές

αραξοβόλια των ανέμων. Βγάζαμε το μέλι απ’ τα κιούπια με τα

χέρια μας. Την άλλη μέρα έπεσε το θανατικό. Φυλλωσιές του

φωτός πάνω στα κύματα. Κιμωλίες αρώματα μπαλκόνια με

κόκκινα τούβλα, να ξεχειλίζουν οι βουκαμβίλιες, να ξεχειλίζουν

οι ρεματιές, ποιος περίμενε τόσο αίμα, κι όμως ανεβαίναμε.

Φουρνάρισσα θαλασσινή με τη ζωντάνια της γαλοπούλας στο

τράνταγμα του στήθους σου και τα χοντροκομμένα πόδια που

μόνο δουλειά ξέραν, μου έγνεψες, πεντακάθαρος μουσαμάς για

αίσθημα, μα δεν είδα. Πνοές απ’ τις βελανιδιές κι ελάφια τής

μαντοσύνης είναι συντροφιά μου. Σκάλες που δεν καταλήγουν

πουθενά, κοχύλια έκπληκτα όποιο ρήμα και αν ανασηκώσεις.

Πού να διπλώνεις την ψυχή σου σ’ ένα μπαούλο και να

γίνεσαι η ναφθαλίνη της. Πάντα ταξίδευα με καράβια κεντημένα

σε κουρτίνες γι’ αυτό δεν βούλιαζα. Τα χρόνια εκείνα ο θάνατος

ήταν δύσκολος. Υπήρχαν όμως χάρτες που δείχνανε και τα

πουκάμισα τ’ απλωμένα να φουσκώνει ο λεβάντες και τ’

ανεμόδαρτα καλάμια στα χειμωνιάτικα περιγιάλια. Φράχτες τα

περιβόλια δεν είχανε. Και δεν ήταν αυτό κακία μήτε καλοσύνη.

Ήταν το ζύγι τής απεραντοσύνης στα χέρια των μαστόρων.

Τα τριανταφυλλένια μάγουλα, χαρά, το ποδήλατο σπασμένο στην

αυλή, δέκα χρόνια νεκρό το κορίτσι. Στο αρχονταρίκι

χειραψίες, συμβόλαια για μακρινές θάλασσες. Κι από κάτω η

κυρά, με το μαγαζί υποδημάτων, αγνάντευε το πέλαγος και

άκουγε τα λόγια των αντρών: κουδουνίσματα ποδηλάτων.

_

ΚΩΣΤΑΣ ΛΙΝΝΟΣ/ «ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ Β΄»/ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ

_

ΕΝ ΥΠΝΩΣΗ

_

Αλλ’ υπήρξα σύννεφο, μάρτυς μου ο ουρανός

Και το πεπρωμένο μου τ’ ονόμασα από μακριά

Γι’ αυτό θα πρέπει να γεννιέμαι σα λέξη

Και να πεθαίνω σιωπηλός στην κάθοδο των σπόρων.

Η ανθοφορία θα συντελείται

Κι ας καταργούνται οι κηπουροί με διατάγματα

Αν όχι, τότε θα εκτελώ χρέη άνθους

Ειδάλλως οι μέλισσες θα πεινάσουν

Και οι σφραγίδες μας θα χτυπάνε με δανεικό μελάνι.

Αν είναι όμως η μέρα μέρα, κι η νύχτα νύχτα

Ας είμαι εγώ το ημίφως που τα χωρίζει

Λανθασμένα. Κατά τ’ άλλα ορθώς

Δεν ονομάζομαι δεν ονομάζω παρά μόνο ζω

Αφού ξένα γύρω μας τα υπαρκτά

Και μάλλον περισσεύουμε.

Ίσως τα όνειρα τόσων ύμνων να ’ναι οι κενές θέσεις

Του σκοταδιού που εμείς θα γεμίσουμε

Δηλαδή υπάρχει χώρος; Μας ονειρεύεται κάτι;

Ή πορευόμαστε μέσα στο θέρος πλαστογραφώντας τον ήλιο;

Τ’ αγάλματα που ’ναι όλα τους κάλπικα¨

Οι οφθαλμοί δεν ξέρουν.

Είναι ωραία τα μαλλιά καθώς σπιθίζουν μέσα στις πορτοκαλιές

Αλλ’ είναι άλλου κόσμου κλοπιμαία.

_

ΚΩΣΤΑΣ ΛΙΝΝΟΣ/ «ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ Β΄»/ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ

_

Η ταπεινή μου γνώμη: Ποίηση με υπερρεαλιστικά στοιχεία, πολύ ωραίες και εντυπωσιακές εικόνες και «δυνατά» και «δεμένα» εκφραστικά μέσα, στην οποία συχνά διακρίνεται μια ένταση.

Γρηγόρης Τεχλεμετζής