Η λίστα ιστολογίων μου

Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2009

"ΑΝΟΧΗ" ΚΑΙ "ΟΙΚΤΟΣ" ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΣΤΗ ΜΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ

ΓΙΑΤΙ Η ΜΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΚΑΤΑΚΤΑ ΤΗΝ «ΑΝΟΧΗ» ΚΑΙ

ΤΟΝ «ΟΙΚΤΟ» ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ;

Εάν η Μήδεια δικαζόταν σε σημερινό δικαστήριο για τις πράξεις της, σίγουρα η απόφαση θα ήταν καταπέλτης και δε θα γλύτωνε τη βαρύτερη των ποινών, γιατί ούτε πρότερο έντιμο βίο είχε, η πράξη της ήταν προμελετημένη και αποτρόπαια, ενώ η ίδια παραμένει ως το τέλος αμετανόητη, και η πίκρα του πληγωμένου έρωτά της θα ήταν ανίκανη να συγκινήσει οποιονδήποτε δικαστή, που θα του προκαλούσε μάλλον οργή. Τι κάνει το θεατρικό κοινό να την ανέχεται και να φτάνει σε σημείο να ικανοποιείται από την τελική της ατιμωρησία και σωτηρία, παρ’ όλο που δικονομικά ή με μια πρώτη πρόχειρη ματιά φαίνεται απίστευτο;

Κατά τη γνώμη μου, αυτή η εντυπωσιακή ανατροπή της «λογικής» τού θεατή, με την υποβολή των έντονων συναισθημάτων, που πηγάζουν από τον τρόπο ανάπτυξης του έργου, το καθιστούν ένα μνημείο της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Η ηρωίδα κυριευμένη από το έντονο πάθος τής ζήλιας και αισθανόμενη αναπότρεπτα αδικημένη, οδηγείται μέσω του μίσους και των εσωτερικών ταλαντώσεων και συγκρούσεων σε μια ψυχική διαταραχή. Όπως μας λέει ο καθηγητής ψυχιατρικής Δ. Κουρέτας:

«Η ψυχική κατάσταση της Μήδειας, όταν εξετασθή με το φακό της ψυχιατρικής, εμφανίζει πολλά συμπτώματα μελαγχολικής ψυχώσεως: άγχος, αϋπνία, άρνηση τροφής, ιδέα επικείμενων κακών δια τον εαυτό της και τα προσφιλή τέκνα της, παραληρητική επιθυμία να τα απαλλάξη δια της θανατώσεως από τον κίνδυνο τον οποίο, κατά την παράφρονα πλέον αντίληψιν της διατρέχουν, δηλαδή μήπως φονευθούν μετά βασάνων υπό άλλης δυσμενεστέρας χειρός. (στίχοι 1059-1061, 1238-1241)».

Ενώ παρακάτω εύστοχα παρατηρεί:

«... εάν έλλειπε το ελατήριο της ψυχικής διαταραχής, δε θα παρήγετο εις την ψυχή του (εννοεί του θεατή) αίσθημα οίκτου και φόβου, αλλά μόνο αποτροπιασμός και δυσάρεστη έκπληξη.»

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Κατά τη διάρκεια τού έργου, παρατηρούμε την ηρωίδα να υποφέρει ψυχικά ταλαντευόμενη για το αποτρόπαιο σχέδιό της, να ανατρέχει στις θυσίες και τα εγκλήματα που έκανε για την αγάπη τού άντρα της και να θεμελιώνει πειστικά τις θέσεις της στη λογομαχία της με τον Ιάσονα (στ. 465-519), αλλά και στους μονολόγους της (στ. 251-266), ενώ όλα αυτά συνοδεύονται από τη σοφιστική ρητορική και αναλγησία του άντρα της και την εξοργιστική υποκρισία του, ότι τάχα τα κάνει όλα γι’ αυτή και τα παιδιά της (στ. 522-575, 593-597) και ότι από δικές της επιλογές υποφέρει, δίχως δική του ευθύνη (στ. 605). Σε αυτό συμπληρώνεται και μια θλιμμένη συγκινητική αφήγηση για τον αναπότρεπτο ρόλο τής γυναίκας στη αρχαία Αθήνα(στ 230-251).

Η Μήδεια όμως σαφώς δεν παρουσιάζεται σαν στυγνή δολοφόνος. Αντίθετα, ενίοτε, είναι γεμάτη μητρική αγάπη και τρυφερότητα (στ. 1020-2050), που την κάνει να αμφιταλαντεύεται και να πονά(στ. 1050-1058). Ενώ ακόμα και ο χορός των Κορινθίων γυναικών την λυπάται (στ. 431-445), εκφράζοντας το κοινό αίσθημα. Η ίδια δε, ως τραγικό πρόσωπο, έχει συναίσθηση τής αποτρόπαιας πράξης της (στ. 795-796) και θεωρεί, μετά από αυτή, την εξορία απαραίτητη. Στα μάτια των θεατών είναι μια ερωτοχτυπημένη αδικημένη και θλιμμένη γυναίκα, που τελικά δρα με παραλογισμό, παρασυρόμενη από το πάθος και το θυμό της(στ. 1078-1080). Ως γνωστό οι αρχαίοι Έλληνες, έδιναν μεγάλη σημασία τόσο στη συναισθηματική, όσο και στη σαρκική πλευρά του έρωτα, όπως φαίνεται στη λυρική ποίηση, στο αρχαίο θέατρο, στη μυθολογία και σε κάθε έκφανση του πολιτισμού τους. Ο θεός Έρωτας πλανά τους ανθρώπους -γεγονός που υπενθυμίζεται και από το χορό στο αντίστοιχο χορικό (στ. 627-651)- και τα παραδείγματα βρίθουν και κάνουν τους αρχαίους θεατές, αλλά και τους σύγχρονους, να συγχωρούν, καθώς ίσως ταυτίζονται σε κάποιες στιγμές με τους προδομένους εραστές.

Η ίδια επικαλείται την άτεγκτη δικαιοσύνη της, ως αιτιολογία των πράξεών της (στ 807-810, 765-767, 1357-1358) και με αντρικό για την εποχή δυναμισμό και περηφάνια (στ. 416-418), που μας την εξυψώνει στα μάτια μας, και παρ’ όλο που η γυναίκα στην αρχαία Ελλάδα και κυρίως στην Αθήνα, αντιμετωπιζόταν σαν σιωπηρή «αιώνια ανήλικη», επιβάλλει τελικά τη θέλησή της, κόντρα σε δυο βασιλιάδες, τον Ιάσονα και τον Κρέοντα, και πείθοντας έναν τρίτο, τον Αιγέα, εξασφαλίζει τη φυγή της. Και αυτή η παράταιρη γι’ εκείνη την εποχή γυναικεία συμπεριφορά, έχει την ανοχή των θεατών, γεγονός που συμβαίνει και σε πολλές άλλες τραγωδίες, που οι γυναίκες δεν είναι άβουλες και παθητικές (Ιππόλυτος, Αντιγόνη κ.τ.λ), ενώ ορισμένες φορές γνωρίζουν το «κλέος» και την «φήμη», γεγονός σχεδόν ανύπαρκτο στην πραγματικότητα.

Σωστά έχει παρατηρηθεί από τους αναλυτές, ότι αυτό αιτιολογείται επειδή τα θέματα τής τραγωδίας συνήθως είναι παρμένα από τη μυθολογία, που διαμορφώθηκε σε παλαιότερες εποχές και ως μυθολογία είναι αναγνωρισμένη και οικία.

Συχνά μάλιστα αυτή η αντιπαλότητα μεταξύ αντρών και γυναικών, εξυπηρετεί τη δραματική πλοκή. Πιστεύω επίσης ότι ο αρχαίος άντρας είχε ανάγκη να πλάσει στο φαντασιακό επίπεδο μια γυναίκα πιο πνευματική, μια και εκείνες της εποχής του, κλεισμένες στο σπίτι, ασχολούταν αποκλειστικά με τις οικιακές εργασίες και την ανατροφή των παιδιών και ικανοποιούσαν μόνο σαρκικά τους άντρες τους. Αυτός είναι ένας ακόμα παράγοντας που στο θέατρο οι γυναίκες παρουσιάζονται με απόψεις, ιδανικά και δραστηριότητα, ενώ ο αρχαίος θεατής, όχι μόνο δεν ενοχλείται, αλλά μάλλον ικανοποιείται.

Ένα ακόμα σημαντικό ελατήριο τής επενέργειας τού έργου, είναι η συνείδηση τού θεατή ότι αυτό που παρακολουθεί είναι η «εικονική πραγματικότητα» του θεάτρου και όχι ένα αληθινό γεγονός, πόσο μάλλον που η υπόθεσή του είναι παρμένη από τη μυθολογία και στην ιστορία αυτή είχαν ήδη διατυπωθεί διαφορετικές εκδοχές της, πράγμα που του υπενθυμίζει ότι πρόκειται για ένα -ας μου επιτραπεί η λέξη- «ψέμα».

Τελικά η ανθρωπιά και η ευαισθησία, σε κατάσταση «καλλιτεχνικής ποιητικής αδείας», οδηγεί τον θεατή σε αλλεπάλληλα ψυχικά σοκ, παραβλέποντας τα εξωφρενικά τεκταινόμενα και τελικά ψυχαγωγείται από το σύνολο του έργου.

Βιβλιογραφία

1) Claude Mosse. Η γυναίκα στην αρχαία Ελλάδα. Εκδόσεις Παπαδήμα 1993.

2) Η έννοια του πεπρωμένου εις την «Μήδεια» του Ευριπίδη από ψυχολογικής απόψεως. Αθήνα 1956, Δ Κουρέτα καθηγητή ψυχιατρικής και νευρολογίας του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

3) Γυναικεία δράση στον Ευριπίδη. Εκδίκηση και επιβολή (Μήδεια, Ιππόλυτος, Εκάβη). Διδακτορική διατριβή. Χρυσούλα Ευστ Αλεξοπούλου. Αθήνα 1995.

4) Η διαχρονική πορεία της Μήδειας του Ευριπίδη. Δήμητρα Αναστασιάδου 1999. Πάντειο Πανεπιστήμιο Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών.

5) Albin Lesky. Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας. Εκδόσεις «Αφοί Κυριακίδη» Θεσσαλονίκη 1985.

6) Ιστορία των Αρχαίων Αθηνών. Σαράντος Ι Καργάκος. Gutenberg 2004.

7) Μήδεια, Ευριπίδης. Εκδόσεις Κάκτος 1994

Γρηγόρης Τεχλεμετζής.

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Ομπρέλα, τεύχος 81, στα πλαίσια του αφιερώματος, "Γυναίκες του μύθου. Από την Αριάδνη στη Μήδεια"

Ο ΚΥΡΙΩΣ ΝΑΟΣ/ ΚΩΣΤΑΣ ΡΙΖΑΚΗΣ/ ΠΑΡΟΔΟΣ

Ο ΚΥΡΙΩΣ ΝΑΟΣ

(ΚΩΣΤΑΣ ΡΙΖΑΚΗΣ/ ΠΑΡΟΔΟΣ)

Ώριμη κατάθεση ψυχής στα άδυτα του ναού της τέχνης. Περιλουσμένο με την ενδόμυχη θλίψη του δημιουργού, που μετά από μια αποτίμηση, σφίγγει τα δόντια, και με οδηγό την καρδιά του, προχωρά, μόνος χωρίς να κοιτά και να νοιάζεται ποιος τον ακολουθεί και να υπολογίζει την προσπάθεια που κατέβαλλε και καταβάλλει, παρ’ όλο το στιγμιαίο κλονισμό του.

Ενίοτε ομοιοκαταληκτεί και χρησιμοποιεί το μέτρο -μόνο όπου του χρειάζεται-, κάνει εμφατικές επαναλήψεις λέξεων, ενώ αλλού γίνεται κοφτός, αλλού λυρικός, αρκεί ν’ ακουστεί, ν’ αγγίξει, να συνεπάρει, να δονήσει και τελικά να μεταλαμπαδευτεί και να μεταλάβει. Όλα λειτουργούν στην ποίησή του σωστά τοποθετημένα, απροκατάληπτα και συναρμοσμένα, χωρίς τίποτα το περιττό.

Ένα έργο πλημμυρισμένο με αγάπη, κατανόηση και τρυφερότητα, κομμάτια μνήμης -για αποθανόντες και ζωντανούς- και ευαισθησία, πράγμα το οποίο φαίνεται από τις ποικίλες αφιερώσεις ή αναφορές σε διάφορα πρόσωπα.

Ο ποιητής αφουγκράζεται τη θέση του, αλλάζει μορφές, ως «Σμύρνη φλεγόμενη», ως «Οιδίπους»... «με ερείπια τις λέξεις τριγύρω του», σαν «ανατόμος του αίματος», συνήθως ενδιάθετος, γεμίζει «άστρα τον καμβά του». Ο ρόλος του είναι κοπιαστικός, ενίοτε ψυχοφθόρος, αλλά και ελπιδοφόρος και ανανεωτικός, για ‘κείνον και τους άλλους, βαδίζει σε μια οδό που μας κάνει να περισυλλογιζόμαστε και μας ανασταίνει.

Κάποιες βασικές αρχέγονες μορφές και συμπεριφορές, έχουν σημαντικό ρόλο στη συλλογή. Αυτές είναι οι παρακάτω:

Η «ΜΗΤΈΡΑ»: Η λέξη αυτή πλανιέται σκιερή μέσα στα ποιήματα. Ο ποιητής ζητά την κατανόησή της, τη συμπόνια της, τη θέτει παρατηρητή και ενίοτε κριτή μιας λυτρωτικής αποτίμησης, τον ζεσταίνει με την παρουσία της, τον «ντύνει» με τα κοσμικά και εγκόσμια ρούχα της λήθης, ο φόβος της απώλειάς της παρουσιάζεται στο όνειρό του και πολλές φορές απευθύνεται σε αυτή δίνοντάς της ανυπολόγιστη αξία και μοναδική σημασία.

Ο ρόλος του «ΠΑΤΕΡΑ» που παρουσιάζεται στα ποιήματα «δίκη» και «Οιδίπους», έχει μια έννοια περισσότερο «θεϊκού πατρός», που δεν καταλογίζει, αλλά σαν «κερί των ουρανών» και «ακτίνα ψυχής», ξεχύνεται και τον αγκαλιάζει, ως κάτι ανώτερο και ίσως μακρινό.

Η «ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ» παραλληλίζεται με την ποιητική αφοσίωση και εξύψωση, λειτουργώντας μεταφορικά, αναζητώντας «όσους πιστούς προσέρχονται» γιατί όπως λέει:

«από τα μύρα ανασταίνεται ο Χριστός

ή που ξενύχτισαν τόσες παρθένες»

Τα ποιήματα «Μικρός Γολγοθάς», «Αποκαθήλωση», «Επιτάφιος δρόμος» και τελικά «Ο κυρίως ναός», σκιαγραφούν αυτή την εικόνα.

Ο ποιητής περνάει τον υπαρξιακό Γολγοθά του, σταυρώνεται, αποκαθηλώνεται και ακολουθεί τον επιτάφιο δρόμο του, απαλύνοντας τής ανθρώπινης φύσης «το προδοτικό φίλημα».

Ο «ΘΑΝΑΤΟΣ» υπάρχει ως τρόμος, ως μνήμη του χαμένου, ως διδαχή μέσα από τη θύμηση, ως πληγή και πικρία, ενίοτε συμπληρώνοντας την αγάπη προς τους «άλλους», με μια ακόμα τρυφερή αναφορά μετά από το χαμό τους.

Ο «ΕΡΩΤΑΣ», ένα θέμα που απασχόλησε, έντονα και δημιουργικά, τις προγενέστερες συλλογές του, αναφαίνεται σε λιγοστά ποιήματα τού παρόντος («Στ’ όνομά σου» και στο «Μετά τη βροχή»), τονίζοντας τη θνητότητά του και τα γλυκά ηδυπαθή σημάδια που αφήνει στη μνήμη, ενώ η ανάσταση είναι η ειλικρίνεια μέσα από την ομιλούσα, και ίσως όχι μόνο, έκφραση.

Δανειζόμενος αρκετές από τις λέξεις τού ποιητή μπορώ να πω: Με εφαλτήριο την απόγνωση και την πικρία βαδίζει μες στο λυσσασμένο βοριά, με ό,τι του δόθηκε, ερημίτης και ασκητής προς το τέρμα, απαλύνοντας το φιλί του κάθε Ιούδα, μέσα στη φωτιά και το πάθος, αλλά και τον πάγο, και όχι μέσα στα γραφεία, αναταράσσοντας τη λύπη, τη μνήμη και το νου.

Γρηγόρης Τεχλεμετζής

Πρώτη δημοσίευση περιοδικό lexima (www.lexima.gr)

ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΑΝ ΠΟΕ/ ΠΟΙΗΜΑΤΑ/ ΗΡΙΔΑΝΟΣ/ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΖΩΗ ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ

ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΛΑΝ ΠΟΕ/ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΗΡΙΔΑΝΟΣ/ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΖΩΗ Ν ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ

Είναι μια αντιπροσωπευτική επιλογή ποιημάτων του Πόε, που περιέχει έργα όπως το πολυδιαβασμένο και πολυσυζητημένο «Κοράκι», όπου το εν λόγω πουλί, επιβλητικό, ολιγομίλητο, σεβάσμιο και αρχοντικό, ενσαρκώνοντας το θάνατο, κάθεται πάνω στην προτομή της Παλλάδος -θεάς της Σοφίας-, ξεστομίζοντας την ύστατη αλήθεια με τις λέξεις «ποτέ πια».

Περιλαμβάνονται επίσης ποιήματα όπως «Ο κατακτητής σκουλήκι», γραμμένο σε μια περίοδο όπου ο ποιητής καταβάλλεται από απογοήτευση λόγω της αρρώστιας και του επικείμενου θανάτου τής συζύγου και ξαδέρφης του Βιργινίας, το «Ολαλούμη», με τις επίμονες και ενίοτε αγχώτικες επαναλήψεις λέξεων, που εκφράζουν την αντίστοιχη εμμονή εικόνων, σκέψεων και καταστάσεων (όπως γίνεται και στο ποίημα «Για την Άννι») και «Το στοιχειωμένο παλάτι» της Σκέψης, που τη γαλήνια φωτεινότητά του και τη στολισμένη δόξα του, καταλύει το Σκότος, φέρνοντας μια ασυντόνιστη, φρικιαστική και χοντροκομμένη πραγματικότητα. Το «Ύμνος στον Αριστογείτονα και τον Αρμόδιο» και το «Ελένη», είναι ποιήματα εξύμνησης, που διασχίζουν τόπους, χρόνους και την ιστορία.

Με σαφή στοιχεία ρομαντισμού και καθοριστικό και έντονο τον τρόμο και την φαντασία, θεωρείται, όπως ορθά διαβάζουμε και στην εισαγωγή τής μεταφράστριας, θεμελιωτής τής επιστημονικής φαντασίας και της αστυνομικής λογοτεχνίας και πρόδρομος τής σχολής των ποιητών της παρακμής και των συμβολιστών, επηρεάζοντας το Μπωντλαίρ, το Μαλαρμέ, το Ρεμπώ και άλλους.

Συχνή στο έργο είναι η αμφισημία, με στοιχεία «ηχηρού» εντυπωσιασμού και μεγαλοσύνης. Το όνειρο μπερδεύεται με την πραγματικότητα, τους μύθους και τη φαντασία, μέσα σε έντονα συναισθήματα, αγάπης, λύπης, τρόμου, αμφιβολίας, μελαγχολίας, νοσταλγίας και απέχθειας. Αρκετές φορές παρουσιάζεται το σκηνικό μιας γαλήνιας ευτυχίας, που διαταράσσεται από μια ξαφνική απειλή, με την εισβολή καταχθόνιων δυνάμεων, όπως στα ποιήματα «Αποσπερίτης», «Το στοιχειωμένο παλάτι», «Ανναμπέλ Λη», «Ο κατακτητής σκουλήκι» και άλλα. Οδηγούμαστε έτσι σε μια οδυνηρή απώλεια και μια θλιμμένη θύμηση.

Τα ποιήματά του διακατέχονται και εμπνέουν ένα μεταφυσικό ιδεαλισμό, που φτάνει μέχρι το γκροτέσκο και το εξωπραγματικό, με τις απόλυτες και αιώνιες «Ιδέες» και την εύθρυπτη και εφήμερη πραγματικότητα. Η παρουσία αγγέλων, βασιλιάδων, παλατιών, αρχαίων θεοτήτων, γλαφυρών εικόνων της φύσης, φαντασμάτων, ανθρώπων σε ημιλήθαργο, ταραγμένων ή γαλήνιων θαλασσών, στοιχειοθετούν το σκηνικό τους.

Ο θάνατος παρουσιάζεται σε αντίθεση με τον έρωτα και την ομορφιά, αλλά με έναν μεγαλόπρεπο σεβασμό και ως αναπότρεπτο επακόλουθο, κυριεύοντας τα όντα, μοιραία και χωρίς περιττές αντιστάσεις.

Τελικά η ποίηση τού Πόε είναι συναρπαστική σα μαγευτικό παραμύθι και σαν τρομαχτικός εφιάλτης.

Γρηγόρης Τεχλεμετζής.

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό index, τεύχος 20 (2008)

ΩΣ ΚΥΛΙΟΜΕΝΟΣ ΤΑΠΗΣ/ ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΑΛΑΒΕΡΑΣ/ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ

ΩΣ ΚΥΛΙΟΜΕΝΟΣ ΤΑΠΗΣ/ ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΑΛΑΒΕΡΑΣ

Τα θέματα του βιβλίου είναι εντοπισμένα και σκιαγραφημένα, επί το πλείστον, στη Θεσσαλονίκη, τον τόπο διαβίωσης τού συγγραφέα, με χαρακτηριστική εξαίρεση τον «Μπαρμπαβρασίδα» που διαδραματίζεται στην Πελοπόννησο. Ο τόπος τα διαποτίζει και σε μεγάλο βαθμό τα καθορίζει, δίνοντας, μέσα από το φόντο, με περιγραφική και παρατηρητική δεινότητα, το χρώμα τους, διαμέσου ενός κοπιαστικού σταδιακού χτισίματος, αρθρωμένου σε παρελθόν και παρόν και ιδωμένου συγκριτικά και κριτικά.

Τα σοκάκια, οι δρόμοι και οι πλατείες τής πόλης, το λιμάνι, τα μαγαζάκια, οι παλιές εκκλησίες και οι μιναρέδες, ακόμα και η γλώσσα των κατοίκων, ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Γεγονότα αφηγήσεις και περιγραφές απλώνονται ως κυλιόμενος τάπης, αβίαστα και αδρά, διακλαδίζονται στο χρόνο και σε τόπους, πολλές φορές ταξιδεύοντάς μας σε εικόνες, ήθη και συμπεριφορές άλλων εποχών, άλλοτε συναρμοσμένες μεταξύ τους και κάποτε σαν άσχετες ή χαλαρά συνδεόμενες συνειρμικές μνήμες, περιλούζοντας έτσι τη σκέψη και το συναίσθημα.

Τα θέματά του είναι η καθημερινή ζωή των ανθρώπων, οι αναμνήσεις, τα όνειρα, οι δισταγμοί και οι φόβοι τους, τα σουσούμια, οι ιδιοτροπίες και οι συνήθειές τους, καθώς και οι αλλαγές που υπεισέρχονται με το χρόνο, σε αυτούς και στα πράγματα. Τα αντικρίζει με ρεαλισμό και χωρίς εξωραϊσμούς, πολιορκώντας τα, άλλοτε πλάνα, άλλοτε με λοξή πονηριά και κάποιες στιγμές αιφνιδιάζοντας με απότομο ευθύβολο κοφτερό βλέμμα. Έτσι δε διστάζει, σε πολλά αφηγήματα, να περιγράφει τη διεφθαρμένη, μεμπτή νεοελληνική πραγματικότητα, βεβαιώνοντας με χαμηλούς τόνους την κατάσταση, χωρίς ηχηρά διδακτισμούς.

Ο χρόνος, που είναι ο κεντρικός άξονας των ιστοριών, επηρεάζει τα πράγματα, τους τόπους και τους χαρακτήρες, μεταβάλλοντας τους ιδεολογικά, ψυχικά ή φυσικά. Ο συγγραφέας έχει ριζωμένα μέσα του τα περασμένα και εκκινείται από αυτά, μνημονεύοντας, πλάθοντας και αποδίδοντας.

Οι ήρωες τού έργου δεν εξιδανικεύονται, παρουσιάζουν ανθρώπινες ευαισθησίες και εμμονές, που ορισμένες φορές φτάνουν στη γραφικότητα, ενώ όταν έχουν ευδιάκριτα ελαττώματα ή ακόμα και χθαμαλά κίνητρα, αντιμετωπίζονται με ειρωνικό σαρκασμό και λεπτό σκωπτικό ή σατιρικό χιούμορ ή και ευθεία κατάκριση. Σχεδόν πάντα κάμπτονται, συμβιβάζονται, αποδέχονται ή βαλτώνονται, επηρεασμένοι από τις συνθήκες, την καθημερινότητα ή τα γεγονότα, που τελικά τους καθορίζουν.

Ακόμα και ο θεματοφύλακας Μπαρμπαβρασίδας, που με αξιοθαύμαστη εμμονή και αρκετή εξιδανίκευση επιμένει στις θέσεις του, υποχωρεί υπό το βάρος των περιστάσεων, ανθρώπινα και φυσιολογικά, χωρίς όμως να καταρρίπτει το ιδανικό του.

Ο συγγραφέας περιγράφει τους ανθρώπους χωρίς να τους «χαρίζεται». Συχνά τους σχηματοποιεί πίσω από τις χαρακτηριστικές τους συμπεριφορές, περιγραφές ή καταστάσεις. (π.χ): Η κοπέλα πίσω από το παράθυρο (διήγημα «Και μετά το παράθυρο»). Ο άνθρωπος πίσω από την ανθοδέσμη (διήγημα «Ανθοδέσμη»). Αυτός που περπατούσε γύρω από τους παραλληλόγραμμους δρόμους (διήγημα «Στο παραλληλόγραμμο»).

Δικαίως χαρακτηρίσθηκε από τους κριτικούς ως ψυχογράφος και ανατόμος της ψυχής, θυμίζοντας το έργο του Προύστ, καθώς ψάχνεται και φωτίζεται κάθε ανθρώπινη πτυχή, καθορίζοντας τα ενδόμυχα κριτήρια και τους απώτερους σκοπούς, με κάθε λεπτομέρεια.

Το έργο χρησιμοποιεί μια ανάμικτη γλώσσα, με λόγια χαρακτηριστικά, καθημερινές εκφράσεις, ρητορικά ερωτήματα, περιπαιχτικές απαντήσεις, παρηχήσεις, λαϊκούς ιδιωματισμούς, ακόμα και ξενικές λέξεις, όλα με απόλυτη συναρμογή, αποδίδοντας κατά περίσταση το ακριβές νόημα και σε ορισμένες στιγμές αιφνιδιάζοντας και τσιγκλώντας τον αναγνώστη, επιδιώκοντας τη συμμετοχή του, τεχνηέντως και με σπιρτόζο πνεύμα, κρατώντας τον σε πνευματική εγρήγορση, παρ’ όλη τη συνήθως πολυσχιδή αφήγηση, τη διαρκή φασματική του ανάλυση και τις λεπτοφυείς αποχρώσεις συμπεριφορών και σκέψεων. Ο λόγος του έτσι είναι πεπαιδευμένος, ανοιχτός και πλατύς.

Αναλυτικότερα ανά διήγημα:

Στο διήγημα «Γκλόρια μπέλλι» παρατηρούμε μια αφήγηση σε δυο χρόνους, για την ίδια γειτονιά, το 1945 εν θερμω και παθιασμένη, σύμφωνα με το πνεύμα των καιρών, και το 1995, που η απόσταση σαράντα χρόνων την κάνει πιο αιχμηρή, σαρκαστική και αντικειμενική. Αρκετές είναι οι ανάδρομες αφηγήσεις, που ακολουθούν και εξυπηρετούν το κείμενο και συμβαδίζουν με τα συναισθήματα τού πρωταγωνιστή.

Στο «Και μετά το παράθυρο» μας αποδίδει τη συστολή της παλιάς εποχής, την εγκεφαλική της ψυχολογία και οδηγείται σε εικονοπλασία, σε ρομαντική ενατένιση και ηθελημένη ωραιοποίηση τής μνήμης μέσω της φαντασίας.

Στο «Επί του παρόντος» παρουσιάζεται μια έξωση και απόρριψη ενός παροπλισμένου μηχανήματος τυπογραφίας, με συναισθηματική αξία για τον αφηγητή, από ανθρώπους που για αυτούς, δρώντας ωφελεμιστικά και με άλλη οπτική γωνία, δε σημαίνει τίποτε.

Το κείμενο «Στο παραλληλόγραμμο» είναι περιγραφικό, γλαφυρά αιχμηρό και δηκτικό, έναντι ορισμένων καταστάσεων που συμβαίνουν σε διάφορες χρονικές περιόδους σε κάποια περιοχή.

Στο «Εικόνα δεκακισχιλιοστή», καταγράφεται ο ζωντανός οργανισμός τής πόλης της Θεσσαλονίκης, που σφύζει από μνήμες και δραστηριότητα, αναζωογονώντας τη νοσταλγία στους συγκαιρινούς του και τέρψη στους νεότερους, λόγω της αυθεντικότητας των εικόνων μιας παρωχημένης εποχής, που αφήνει τα ευδιάκριτα σημάδια της στο παρόν.

Στο διήγημα «Ανθοδέσμη» παρουσιάζεται η «καθ’ ομοίωση» πορεία των ανδρών ως την οικογένεια, ενώ το «Μισοφέγγαρο», ξεκινώντας με ένα παραπλανητικό ρομαντικό τέχνασμα, συνεχίζοντας έχει θέμα την αδημονία τής μητρότητας και με συναισθηματικό τόνο -κάτι που γενικά αποφεύγεται στο σύνολο των βιβλίων του Αλαβέρα-, κατασκευάζει ένα διήγημα που τέρπει τον αναγνώστη.

Την ιστορία μιας γάτας, που εμπνέει διαφορετικά συναισθήματα στην κυρία της και στους άλλους, αφηγείται «Η διαδοχή της Λούνη». Τελικά φαίνεται ότι η απώλεια του συναισθηματικού αντικειμένου, της Λούνη, εύκολα αναπληρώνεται από τον γιο της τον Τρανκλάν, εφόσον μένει αναλλοίωτη η αντίστοιχη ανθρώπινη ψυχολογική ανάγκη.

Αξίζει να γίνει ιδιαίτερη μνεία για το «Αρχείο», που δρα ως σατιρικό νυστέρι στον κόσμο τής γραφής. Με αφορμή το αρχείο του συγγραφέα Σβερκιάδη, παρουσιάζονται και σκιαγραφούνται, με δίκαιο σαρκασμό, που φτάνει τελικά ως το μετριόφρονα αυτοσαρκασμό, πλήθος σκέψεών του για το Λογοτεχνικό «είναι» και «φαίνεσθαι», όσο και για την απήχησή του.

Πρωτότυπο επίσης είναι και το «Σαθρωποιείον», που η ανάπτυξή του θυμίζει συντομογραφική βιογραφία, συναρπάζοντας με το απλό, λιτό και γρήγορο ρυθμό του.

Το διήγημα «Στου Γιώργη» αποτελεί ένα χωροχρονικό συνειρμό εικόνων και σκέψεων, με αφορμή τις συναντήσεις σε έναν τάφο, στο οποίο με ρεαλισμό, που φτάνει ως τη διαλυτική ειρωνεία και την κατάκριση, αναλύονται οι συμπεριφορές και οι σχέσεις μιας ομάδας ανθρώπων. Η λεπτομερή περιγραφή του νεκροταφείου, της δουλειάς των νεκροθαφτών και όλου του σχετικού δημόσιου μηχανισμού, μας αφήνει μια υποβόσκουσα ανατριχίλα και μας κάνει να συνειδητοποιούμε τη ματαιότητα.

Στο «Ενώπιον», ξεκινώντας από ένα απρόσμενο και πρωτότυπο συμβάν, μέσα σε έναν ιερό ναό, διαχέεται ο φόβος, η αμηχανία και η ευγένεια της ψυχής, ενώ οι λεπτές παραφυάδες ψυχισμού οδηγούν σε μεταβολές διαθέσεων και ελάχιστα συμπεριφορών. Χαρακτηριστικά και πρωτότυπα είναι τα λογοπαίγνια, που φτιάχνει με τις παρηχήσεις και τις σημασίες των λέξεων.

Στο «Σεβαστή, Σεβαστούλα», μια γυναίκα προσκολλημένη σε ένα ναό -σύμβολο μιας οικογενειακής παράδοσης-, αποτελεί «γραφικό» συμπλήρωμα ενός τόπου (και πάλι παρατηρούμε ανθρώπους να συναρμόζονται με μέρη). Χρησιμοποιεί ευρηματικά λόγια, που κάποιες φορές αναμειγνύονται με λαϊκές εκφράσεις. Εντονότερα λαϊκό με μικρές μόνο λόγιες παρεμβολές είναι το «Συνοριακό Επεισόδιο».

Με νοσταλγία και μοναξιά, που συμπορεύεται συναισθηματικά με το κρύο του χιονιού, είναι πλημμυρισμένο το «Τίποτ’ άλλο», ενώ έντονα είναι και τα στοιχεία του Καφκικού εσωτερικού μονόλογου.

Στο «Μπαρμπαβρασίδα» (δείτε και στην αρχή του κειμένου), με νοσταλγική διάθεση και διακριτικά κριτικό μάτι, αντιπαραβάλλονται το παλαιότροπο με το νεότροπο, σε επίπεδο περιγραφικό, γλωσσικό, χρονικό, τοπικό και κυρίως συμπεριφοράς. Χαρακτηριστική είναι η χρήση ζωντανών μεταφορών στο λόγο, που τονώνουν το κείμενο, χωρίς να κραυγάζουν. Ενδεικτικά αναφέρω: «ύστερα από την εκτόξευσή τους» (σελ 225), «μόλις γράπωσε κυβερνητικό πόστο» (σελ226), «η φήμη του πετάριζε» (σελ231), «Δεν προλάβαινες να καταλάβεις από πού τους ξέβραζε η γης» (σελ233) κτλ.

Τελικά ο αναγνώστης διαπιστώνει ότι τα διηγήματα αυτά του Τηλέμαχου Αλαβέρα παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία στις τεχνικές της γραφής, μα παρ’ όλα αυτά έχουν μερικούς βασικούς άξονες πλεύσης.

Γρηγόρης Τεχλεμετζής.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Πάροδος, τεύχος 22 (2008), στα πλαίσια του αφιερώματος στον Τηλέμαχο Αλαβέρα

ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ/ ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ/ ΑΡΜΟΣ

Εν τη ρύμη του νόστου/ Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου/ Αρμός

«Ένας φεγγοβόλος έρωτας μέσα στην ομίχλη»

Έργο με έντονη ποιητικότητα και λυρικότητα, βαθιά συγκινησιακό, που γίνεται μερικές φορές και λυγμικό. Διάχυτος είναι ο ρομαντικός ερωτισμός και η ευαίσθητη πολυφασματική ματιά τής ποιήτριας. Μέσα του περιφέρεται η θλίψη του ανικανοποίητου έρωτα ή η απώλειά του, μέσα από αλληγορικές και μεταφορικές γλαφυρές εικόνες. Παρουσιάζεται έτσι η αγάπη και ο έρωτας ως αίσθηση ή παραίσθηση και με διαφορετικές καταλήξεις, άλλοτε με άσχημο τέλος, άλλοτε αναζωογονώντας και προσφέροντας ελπίδες ή γεφυρώνοντας χάσματα ή ελαφρύνοντας τη θλίψη, ενώ αλλού περιγράφεται ο χωρισμός, τα σημάδια που αφήνει και η νοσταλγία.

Ο ύπνος και τα όνειρα, όπως η μνήμη και η συνείδηση έχουν κεντρικό ρόλο, μέσα σ’ ένα κλίμα εκστασιακό, ανάμεσα σε πανσελήνους, έντονες εικόνες, αγγέλους, σκιές πεθαμένων -ο θάνατος εσωκλείει πάντα μια ένταση, ακόμα και πίσω από τη γαλήνη-, συγκινητικές μνήμες, προφήτες και μαρτυρικούς βίους.

Περιγράφονται τα ανθρώπινα πάθη οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες και οι διαψεύσεις, που μέσα από την ίαση της τέχνης αποφορτίζονται και απαλύνεται το δυσβάσταχτο φορτίο τους, με μια σχεδόν ψυχαναλυτική μέθοδο. Συχνά τονίζεται η φθορά και η διαφθορά που επιφέρει στην παιδική αγνότητα και στα εφηβικά ιδανικά -που ξαναγυρνούν και πολιορκούν τη μνήμη της- ο χρόνος και τα γεγονότα και η αντίθεση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, από την οποία εκκινείται και πυροδοτείται το ποίημα και δρα συμπληρωματικά στην «απώλεια», η οποία επίσης την απασχολεί, είτε ως χωρισμός, είτε ως ερωτική απογοήτευση, είτε ως μετανάστευση των αγαπημένων, ενώ μέσα από τη θλίψη και την παρακμή «... έτσι αθόρυβα κι αργά/ των πληγών συντελείται η βλάστηση».

Σκιαγραφούνται ακόμα η παρακμή και το ψέμα, που ανακατεύονται με την αγνότητα και το θείο, η κούραση και η διάλυση σε αντίθεση με τον ζωογόνο έρωτα, τα γερατειά και η υποκρισία σε αντιπαραβολή με την παιδικότητα, δημιουργώντας λιγότερο ή περισσότερο φανερές αντιθέσεις και μέσω της «αρνητικότητας» αναδύεται η «θετικότητα». Τονίζεται επίσης, με διάχυτη θλίψη και ευαισθησία, η θνητότητα των όντων, είτε ως συναισθημάτων, είτε ως υλικών υπάρξεων ή καταστάσεων.

Η μνήμη φορτισμένη συνδέεται με τον χωρισμό και την εγκατάλειψη και γεννά τη νοσταλγία και τη λατρεία μέσα από την εξιδανίκευση του χαμένου και του «άπιαστου». Ο λυτρωτικός παράδεισος και ο Θεός, γεννά ελπίδα, απαλύνει και ελαφραίνει τη θλίψη, τον χωρισμό και τον πόνο. Η θρησκευτικότητα έτσι είναι διάχυτη μέσα στο έργο της, γεγονός που φαίνεται από τα αποσπάσματά τής Αγίας Γραφής, τα οποία συχνά μας εισάγουν στα ποιήματα, ή σε ενότητες αυτών, αλλά και από το ίδιο το περιεχόμενό τους, αλλά δεν παρουσιάζεται ως παγιωμένο στατικό κήρυγμα, αντιθέτως «χρωματίζει» και «αντανακλά» την καθημερινή ζωή των ανθρώπων και μέσα από τα διδάγματα και τις ερμηνείες της, προβάλλει στάσεις, λύσεις, ταυτίζεται με συναισθήματα και σκιαγραφεί την καθημερινή αλήθεια, έτσι δρα με ξεχωριστή διακριτική πρωτοτυπία, γοητεία και εκστασιασμό, χωρίς να κηρύττει από άμβωνα.

Οι εικόνες και οι οπτασίες της συχνά έχουν κάτι το αιθέριο, ανάλαφρο και αγγελικό, που κάνει την ψυχή του αναγνώστη να φτερουγίζει πάνω σε συναισθηματικά κύματα, ενώ άλλοτε συμπάσχει ως «πληγωμένο πουλί» και αγγίζει έτσι το θέμα με την τρυφερότητα ενός χαδιού, ενώ συχνά είναι πλημμυρισμένες με ανταύγειες φωτός και φωσφορισμούς, που σκιαγραφούν ψυχές και συμπεριφορές και δίνουν στα ποιήματα μια σχεδόν μεταφυσική αίγλη. Το μυστηριακό μάλιστα αυτό φόντο είναι από τα αγαπημένα τής ποιήτριας και επαναλαμβάνεται ως ενιαίο και ενωτικό κλίμα της συλλογής.

Στην τελευταία ενότητα πραγματεύεται το Θάνατο και την Ανάσταση και τα παραλληλίζει με το τέλος της αγάπης και του έρωτα και την αναμονή του νέου.

Όλα αυτά περνούν από τα μάτια τής ποιήτριας, της εφηβικά ερωτευμένης, «ταριχεύοντας τη λύπη έκπτωτων αγγέλων», με του «μελανιού τον ιδρώτα», σε «ουράνιες περγαμηνές».

«Σαν ΦΩΤΕΙΝΟ ΠΛΕΟΥΜΕΝΟ διασχίζω νύχτα τις σκιές

Ανταύγειες εωθινές ιχνογραφώ στων παγετών το τοπίο

Σώζω τις φλύαρες σιωπές, τα θαμπωμένα όνειρα,

Στην πάχνη των φιλιών, τα χρώματα και τη βροχή.»

(Ο προορισμός)

Γρηγόρης Τεχλεμετζής

Πρώτη διμοσίευση: Περοδικό Πάροδος, 15 (2007).

ΣΩΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ/ ΤΑΣΟΣ ΠΟΡΦΥΡΗΣ/ ΥΨΙΛΟΝ

ΣΩΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ/ΤΑΣΟΣ ΠΟΡΦΥΡΗΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΥΨΙΛΟΝ

Το έργο του Τάσου Πορφύρη ξεκινάει από εμπειρίες, μνήμες και βιώματα, που αντικατοπτρίζουν γενικότερα συναισθήματα και καταστάσεις και αναπτύσσεται μέσα στο πικρό υπόβαθρο τής απώλειας των αξιών και των οραμάτων του παρελθόντος «... όταν είχαμε μιαν ευκαιρία ν’ αλλάξουμε τον κόσμο και/ να σωθούμε και τον χάσαμε παίζοντας με την αντοχή του κορμιού/ και της ψυχής...», που πλανιόνται μέσα του αδικαίωτα, αφήνοντας την ελπίδα μέσα σε γκρίζα ανασφαλή ομίχλη, και είναι γεμάτο ευαισθησία, τρυφερότητα, αγάπη και έρωτα. Τα οδυνηρά συμβάντα του πολέμου, ξανάρχονται ομιχλώδη, μέσα σε συναισθηματικές και έντονες εικόνες, που αντιπαραβάλλονται με τη ματαίωση των μικροχαρών τής ζωής -«Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα», «κούτες τσιγάρα», «κονιάκ»...-, ενώ άλλοτε τα αντικρίζει με θλιμμένο ρεαλισμό και με το αυστηρό βλέμμα τής ιστορίας, πέρα από τις εποποιίες και τους κομπασμούς που γεννά η απόσταση, γιατί τα έχει ζήσει και τα δεινά τους έχουν σημαδέψει αυτόν και τη γενιά του. Έτσι συχνά είναι διάχυτος ο θάνατος, η μυρωδιά των όπλων και του πολέμου, τα τραγικά γεγονότα, ακόμα και εν καιρώ ειρήνης, και η συγκίνηση τής εκταφής, που μερικές φορές συνοδεύεται από τραγικές εκπλήξεις, που ενίοτε έρχονται σε αντίθεση με την Άνοιξη, το παιχνίδι και τη φύση, δηλαδή με τις χαρές τής ζωής. Ο ποιητής μεγαλώνοντας νιώθει θλιμμένος με τη φθορά τής άλλοτε νεανικής ή γενικότερα παρελθούσας αγνότητας των σχέσεων και της απώλειας αγαπημένων πραγμάτων και προσώπων, μια και τα περασμένα είναι καθοριστικά για αυτόν.

Ένα άλλο θέμα που τον απασχολεί είναι ο ρόλος τού ποιήματος, του ποιητή και του αναγνώστη, που με πρωτότυπη αλληγορία, χιούμορ και ανάλαφρο ύφος, μας παρουσιάζει τον καινοτόμο ρόλο της ποιήσεως, τη συμβουλεύει πατρικά να μην ξενοκοιμάται και κρυώσει, να βγάζει άσσους από το μανίκι της εκεί που μοιάζουνε όλα χαμένα και άλλα. Η νοσταλγία τού γενέθλιου τόπου του στην Ήπειρο, γίνεται ομφάλιος λώρος του και φέρνει σε σύγκρουση τη φυσική ομορφιά και αυθεντικότητα, που διανθίζει μέσα σε μνήμες και όνειρα, με το αναγκαίο τής Αθήνας, ενώ η φθορά τής αγνότητας από την επίπλαστη και επιδερμική εξέλιξη, που υπόσχεται παραπλανώντας το καλύτερο, όσο και η ανία τής τετριμμένης, μονότονης και ανούσιας επανάληψης και ο οικογενειακός συμβιβασμός με την οικονομική του αναγκαιότητα, ακυρώνει την ουσία των μικροαπολαύσεων, νοθεύει τα συναισθήματα και την ελπίδα, φέρνει σε αντίφαση το όνειρο και την πραγματικότητα και μερικές φορές οδηγεί στην αποδημία. Έτσι ο κορεσμός της σύγχρονης εποχής αποστρέφεται το ουσιώδες και το αυθεντικό και οδηγείται στις Π.Α.Ε και τα σκυλοτράγουδα. Ο έντονος όμως θαυμασμός του για τη φύση και το φυσικό δε νοείται ανεξάρτητος από τα ανθρώπινα και τον άνθρωπο, είτε σαν παρελθόν είτε σαν παρόν, προσωποποιεί δε συναισθήματα και εκφράζει την αλλαγή, τη νοσταλγία, τη θλίψη και την παρακμή. Συχνά έτσι ξετυλίγονται στα μάτια μας επαρχιακές ή γεωργικές εικόνες, με τα μποστάνια, τις ιτιές, τις βελανιδιές και τα ζωντανά, που χρησιμοποιούνται είτε κυριολεκτικά, είτε μεταφορικά, είτε αλληγορικά.

Σε ορισμένα ποιήματα γίνεται βαθιά ερωτικός, τονίζοντας τη λατρεία των λεπτομερειών που συνιστούν τη ζωή ή τη συμβίωση, απαρτίζοντας σαν ψηφίδες την αγάπη, που ξαφνικά όμως δε διστάζει να την απομυθοποιήσει και να την καταρρίψει, ξεσκεπάζοντας μια υποκρισία, ενώ άλλοτε προτάσσει την δύναμη τής αισθητής πραγματικότητας έναντι στην ύστερη μνήμη του ποιητικού λόγου.

Σε πολλά σημεία γίνεται αλληγορικός, με απόλυτα εναρμονισμένο και οικείο τρόπο, χωρίς να αλλοιώνει αθεράπευτα το νόημα, κάτι που κάνουν πολλοί άλλοι ποιητές, απωθώντας τον αναγνώστη.

Η γλώσσα του είναι η ρέουσα δημοτική, ενώ σπάνια χρησιμοποιεί αρχαιοπρεπείς λέξεις, έχοντας στόχο να τραβήξει το βλέμμα ή να δώσει έμφαση σε κάτι ουσιώδες. Πολλές φορές αρνείται χαρακτηριστικά τη χρήση κόμματος, σε μια προσπάθεια να κάνει το κείμενο πιο χειμαρρώδες, με αποτέλεσμα να εντείνεται διαρκώς η προσοχή του αναγνώστη. Συχνά τα ποιήματά του είναι γραμμένα σε β΄ πρόσωπο σαν να απευθύνεται σε κάποιον, μερικές φορές σαφώς στον αναγνώστη ή στη σύντροφό του, γεγονός που τα κάνει πιο άμεσα και ζωντανά, ενώ διευκολύνεται η «ταύτιση» του αναγνώστη με το κείμενο, κάτι που «ανυψώνει» την αποτελεσματικότητα και τη σημασία του έργου.

Η καθημερινότητα με τις λεπτομέρειές της, ακόμα και τις γλωσσικές της μορφές και χρήσεις, που γίνονται γνώριμες, οικίες και ορισμένες φορές λαϊκές, έρχεται να ισχυροποιήσει και να ντύσει τα νοήματα, σκιαγραφώντας και αποδίδοντας, ενώ χύνονται μπροστά μας εικόνες ζωντανές και γλαφυρές.

Συμπερασματικά το έργο του Τάσου Πορφύρη διαθέτει ποικιλία και λεπτές αποχρώσεις, αλλά και κεντρικό νόημα και ουσία, και αποτυπώνεται κερδίζοντας δημιουργικά όποιον το διαβάζει.

Γρηγόρης Τεχλεμετζής.

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Πάροδος- 21(2008)

Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2009

ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ

ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗ

Ο Καραγάτσης επιτάσσει από τους ήρωές του να «γεμίζουν» τη ζωή τους με στόχους, αγάπη και δραστηριότητα και με βάση αυτά, εμμέσως τους αξιολογεί. Το αδιάκοπο αυτό «κενό» που καλούνται να πληρώσουν, όπως θα δούμε, αποτελεί την κινητήρια δύναμή τους, με βάση την οποία περιπλέκεται η δράση τους. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από το έργο του «ΑΜΡΙ Α ΜΟΥΓΚΟΥ». (σελ 193)

«Είναι το ίδιο πια να πεθάνης σήμερα, αύριο, υστερ’ από πενήντα χρόνια. Αρκεί να πεθάνης σε μια στιγμή που η ζωή σου να έχη νόημα κι ομορφιά’ γι’ αυτό, πρέπει να φροντίζης να δίνης νόημα κι ομορφιά στη ζωή σου. Έτσι μονάχα ο θάνατός σου μπορεί να ’χει νόημα και ομορφιά.»

Η λέξη «νόημα» που επαναλαμβάνεται διαρκώς -ίσως και αφρόντιστα-, δείχνει τη σημασία που της δίνεται εννοιολογικά, που είναι υπαρξιακή και διαποτισμένη με αγωνία και μανία. Στο παρακάτω κείμενο θα εξετάσουμε τι εννοεί με αυτή, με βάση -και μόνο- τα λογοτεχνικά του κείμενα.

Α) Σεξουαλικότητα.

Ο ηδονισμός και ο Φροϋδισμός των ηρώων του Κ., έχει εκτενώς ερευνηθεί, σε βαθμό που δύσκολα θα μπορούσε να προσθέσει κάποιος κάτι. Θα πρέπει όμως να αναφέρω, για λόγους πληρότητας του πονήματος, ότι σύμφωνα με τα έργα του, αποτελεί καθοριστικό στοιχείο τής ανθρώπινης φύσης και δράσης και διέξοδο ανακούφισης στις δύσκολες στιγμές της.

Ευνοϊκό αποτέλεσμα τής επένδυσης των έργων με αυτό το καθοριστικό στοιχείο, είναι η προσέλκυση αναγνωστών στο Λογοτεχνικό χώρο, σε μια εποχή που το «φτηνό» και απλοϊκό ρομάντζο έχει κατακλύσει τον τόπο, ευτελίζοντας την εικόνα της σεξουαλικής μας φύσης.

Β) Η φύση.

Η φύση συμπάσχει με τους ήρωες του Κ. και έχει λειτουργικό ρόλο στην εναλλαγή συναισθημάτων και καταστάσεων. Έτσι ηρεμεί, σαγηνεύει, ερωτοτροπεί, αγριεύει, αγανακτεί, δεσμεύει, αποδεσμεύει ή και ελευθερώνει τους ήρωες, ως αισθητικό ερέθισμα ή ακόμα και ως περιουσιακή κτήση. Ασυμβίβαστος προς τη χλιαρή μετριότητα, προτιμά και στις περιγραφές του «ισχυρές» εικόνες, εντυπωσιακά τοπία, άλλοτε θολά, μυστηριακώς ομιχλώδη ή συννεφιασμένα, με χαρακτηριστικές τις ανταύγειες, τους χρωματισμούς, τους ιριδισμούς και τα παιχνιδίσματα του φωτός, ηλιοκαμένους Θεσσαλικούς κάμπους, θολά φεγγάρια, ενίοτε ερωτικά, και ανοιχτές, ελεύθερες θάλασσες. Οι περιγραφές του είναι συγκινησιακά φορτισμένες, συντριπτικές, πληθωρικές, ποιητικές ή ακόμα και οργιαστικές, ενδύουν τα έργα του και στοχεύουν στο θυμικό και όχι στο λογικό εγκεφαλικό τμήμα του αναγνώστη, παρασύροντας και επιβάλλοντας την λογοτεχνία ακόμα και πάνω στην πλοκή του μύθου, με συνεκδοχική «μαγεία», καλύπτοντας, μερικές φορές, πλατειασμούς και παρεκτροπές. Εντούτοις δεν κουράζει με μακρόσυρτες λεπτομέρειες και τα τοπία παρεμβάλλονται διαρκώς μεν, αλλά όχι εκτεταμένα.

Και το κοινωνικό όμως περιβάλλον καθορίζει, σε μεγάλο βαθμό, τη ζωή των ηρώων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο Μίχαλος του «Καστρόπυργου», η Μαρίνα της «Χίμαιρας» και ο Νάσος στο «Μπουρίνι», που και η κοινωνική διαστρωμάτωση ορίζει τη θέση τους.

Περιβάλλον και άνθρωποι είναι περιπλεγμένοι και αλληλο-νοηματοδοτούνται, γεγονός που φαίνεται ολοκάθαρα και στα ταξιδιωτικά του κείμενα, που δημοσιεύτηκαν στη Βραδινή και έχουν συγκεντρωθεί σε βιβλίο από γνωστό εκδοτικό οίκο.

Γ) Ο οικονομικός παράγοντας.

Το αδιάκοπο κυνήγι του πλούτου και της γενικότερης, σε όλους τους τομείς, ατομικής πληρότητας -που πολλές φορές γίνεται άπληστο, με σχεδόν Νιτσεϊκή εμμονή και δυναμισμό-, αλλά και της κοινωνικής θέσεως που συνεπάγεται από αυτά, είναι συστατικά στοιχεία των παθιασμένων ηρώων του και αποτελεί σημείο δράσης και πλοκής, που ως χαρακτηριστικά στοιχεία τής τέχνης του, επιβάλλονται στο κείμενο, συνεπαίρνοντας τον αναγνώστη και αποσπώντας τον από τη γλωσσική και Λογοτεχνική απόλαυση. Έτσι μέσα στα έργα του, αντικρίζουμε διαμέσου μιας σειράς δολοπλοκιών, επιχειρηματικών χειρισμών και ελιγμών, τις βιομηχανικές, ναυτικές και χρηματιστηριακές συνθήκες της εποχής, ακόμα και τον υπόκοσμο. Εκθειάζεται η αριστοκρατικότητα, όχι μόνο ως συνάρτηση του οικονομικού παράγοντα, αλλά και της καταγωγής και της γενικότερης καλλιέργειας.

Δ)Η Λογοτεχνία.

Η επαφή με τη Λογοτεχνία, την επιστήμη και το βιβλίο, αποτελεί σημείο «ανύψωσης» της προσωπικότητας, βελτίωσης τής συμπεριφοράς και διέξοδο απόλαυσης. Η πνευματική έτσι καλλιέργεια των πολυπολιτισμικών ηρώων του, μεταλλάσσει τον χαρακτήρα τους -χαρακτηριστικό παράδειγμα ο εξευγενισμός του Γιούγκερμαν-, κάνοντάς τους να αντιλαμβάνονται τις ποικίλες αποχρώσεις των συναισθημάτων, της συμπεριφοράς και γενικότερα τής κοινωνίας, βοηθώντας έτσι στην ωρίμανση και στον εκλεπτυσμό τους. Ο γρήγορος και βαθύς όμως εγκλιματισμός της Μαρίνας της Χίμαιρας και του Γιούγκερμαν στην Ελληνική Γραμματεία, φαντάζει υπερβολικός. Οκτώ μήνες χρειάστηκε η Γαλλίδα Μαρίνα, ενώ ο Φιλανδός Γιούγκερμαν τα κατάφερε υπέροχα, χωρίς να έχει καμία έφεση στην πρωτύτερη ζωή του για κοπιαστικό διάβασμα και καμία ουσιαστική μόρφωση, ενώ είχε συνάμα έναν απειθάρχητο χαρακτήρα.

Ο επιστημονισμός, που του έχει καταλογιστεί από κάποιους κριτικούς, είναι έλασσον στοιχείο των έργων του και δεν «ενοχλεί» τον αναγνώστη, μια και είναι καλά προσαρμοσμένος, στηρίζεται δε, σε ένα πλήθος γνώσεων και απόψεων του συγγραφέα, που είχε συνολική εποπτεία πάνω σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα και κουλτούρα.

Ε) Μέθη- ποτό.

Ο Γιούγκερμαν, ο μέθυσος τυχοδιώκτης, αποτελεί έναν από τους χαρακτηριστικότερους ήρωες του Κ. Εκτρέπεται διασκεδάζοντας με το ποτό, που τον οδηγεί σε τρέλες, που πολλές φορές συνδυάζονται με ακολασίες, παρεκτροπές και σεξουαλικές απολαύσεις.

Αλλά και σε νηφάλιες και καθ’ όλα ηθικές καθημερινές στιγμές, οι άνθρωποι του συγγραφέα γεύονται συχνά ένα ποτηράκι, ως μικροαπόλαυση, ενώ και το κρασί συνοδεύει συχνά το γεύμα τους. Το ποτό αποτελεί έτσι σημασιολογικά το «σήμα κατατεθέν» της διασκέδασης. Με αυτό αναδύονται και εκφράζονται διαθέσεις όπως η μελαγχολία, η νωθρότητα, ο πόθος και το πάθος, η αγάπη, η μοναξιά και η ευδοκία.

Τελειώνοντας θα ήθελα να αναφέρω ότι διαβάζοντας τα βιβλία του Κ. μου δημιουργείται η αίσθηση ότι έχουν γραφτεί με άξονα τον αναγνώστη -αποτελώντας ευδιάκριτο παράδειγμα επιβεβαίωσης του ενεργητικού ρόλου που του δίνει, ως προς τη δημιουργία του κειμένου, ο Ρολάν Μπάρτ- και δεν έχουν απλώς και μόνο μια αισθητική, νοηματική και διδακτική επιρροή της εποχής και του τόπου που γεννήθηκαν.

Η παραπάνω θέση επικυρώνεται από τον ρόλο που δίνεται στο ποτό, στα φυσικά στοιχεία (φεγγάρι, θάλασσα, τοπία), στον οικονομικό και μορφωτικό φετιχισμό και τη σεξουαλική απόλαυση, που θεμελιώνονται πάνω στο σημαινόμενο των «κοινωνικών συμβάσεων» της εποχής μας (Μυθολογίες /Μάθημα, Ρολάν Μπάρτ), ή κάποιες φορές, σε υποσυνείδητα αντανακλαστικά ή αρχέτυπα, γεγονός που φαίνεται στην πρωτύτερη ανάλυσή μου.

Βιβλιογραφία

1) Τα έργα του: «Γιούγκερμαν», «Ο συνταγματάρχης Λιάπιν», «Η μεγάλη Χίμαιρα», «Ο Κοτσαμπάσης τού Καστρόπυργου», «Ο κίτρινος φάκελος», «Άμρι α Μούγκου», «Το μεγάλο συναξάρι», «Αίμα χαμένο και κερδισμένο», «Τα στερνά του Μίχαλου»... από τις εκδόσεις «Εστία».

2) Ταξιδιωτικά κείμενα. Μ. Καραγάτσης, Εκδόσεις «Καστανιώτης»

3) Περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 1729 (2000).

4) Περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 1536 (1991).

5) Μ. Καραγάτσης. Ο συγγραφέας και τα λογοτεχνικά προσωπεία. Νένα Ι Κοκκινάκη. Εκδόσεις Σαββάλας 2004.

6) Περιοδικό «Ευθύνη», τετράδιο Νο 14.

7) Μυθολογίες- Μαθήματα. Ρονάλντ Μπάρτ. Μεταφ κ Χατζηδήμου- Ι Ράλλη. Εκδόσεις Ράππα Αθήνα 1974.

Γρηγόρης Τεχλεμετζής.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο Λογοτεχνικό περιοδικό Ομπρέλα, τεύχος 82 (2008), στα πλαίσια του αφιερώματός του στο Μ. Καραγάτση.

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2009

Μυθιστόρημα "Αφιερωμένο στην Έλενα"- Τεχλεμετζής Γρηγόρης



Γρηγόρης Τεχλεμετζής


E-Mail tehlemetzis@yahoo.gr


Εξώφυλλο του μυθιστορήματός του με τίτλο «Αφιερωμένο στην Έλενα», εκδόσεις Ηριδανός (2007)



ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ


Από τον Άρη –αυτόν τον αμφιθυμικό, παράξενο νέο- ξεκίνησαν όλα. Είναι ένα ταραγμένο βιογραφικό μυθιστόρημα ενός αγνώστου, που δε θέλησε να το δημοσιεύσει ο ίδιος. Ήταν μοιχός, εγωιστής, δολοφόνος, ή ήθελε απλώς να αλλάξει τον εαυτό του και τον κόσμο; Ποιος θα αποφανθεί με βεβαιότητα; Είναι η αλήθεια τόσο σχετική; Ένα μυθιστόρημα για τη συζυγική ζωή και την τρομοκρατία, όπως «εν θερμω» εκφράζεται από τον ίδιο το δράστη, γραμμένο για να εξηγήσει τη στάση του στην άλλοτε σύντροφό του.


ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΕΡΓΟ «ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΕΛΕΝΑ» /Χρυσή Καρπαθιωτάκη- Περιοδικό Πάροδος 15 (2007)



Τολμηρό και βαθύ, το πρώτο μυθιστόρημα του Γρηγόρη Τεχλεμετζή κινεί έντονα το ενδιαφέρον, επιτυγχάνοντας μια συμπυκνωμένη πληρότητα μέσω της αρμονικής σύζευξης διαφορετικών στοιχείων τόσο σε επίπεδο μορφής, όσο και σε επίπεδο περιεχομένου. Αναφέρομαι αφενός στη χρήση μιας γλώσσας καλλιεργημένης όσο και μοντέρνας, αφετέρου στην παράλληλη διαπραγμάτευση ενός μάλλον διαχρονικού θέματος, αυτού της σταδιακής αποσάθρωσης των σχέσεων στα πλαίσια του συζυγικού βίου, με φλέγοντα θέματα της κοινωνικοπολιτικής επικαιρότητας, και συγκεκριμένα με το ζήτημα της τρομοκρατίας και τη νόσο του AIDS. Ωστόσο, η κυριότερη και πλέον γοητευτική υπέρβαση που κατορθώνει ο συγγραφέας του βιβλίου έγκειται στο πάντρεμα μιας ανατρεπτικής πλοκής, που θυμίζει σχεδόν κινηματογραφικό σενάριο, με έναν εσωτερικό προβληματισμό γύρω από την ανθρώπινη ύπαρξη, την ευτυχία, τη μοίρα –προβληματισμό που φαίνεται να έχει τις ρίζες του τόσο στη φιλοσοφία του Schopenhauer, όσο και στον υπαρξισμό.


Ματαιωμένος από τις διάφορες συμβάσεις, διψασμένος για το νέο και διαφορετικό, γρήγορα κορεσμένος και τελικά ανικανοποίητος στην αναζήτηση της ευτυχίας, μπλεγμένος στη δίνη μοιραίων γεγονότων και συγκυριών, θύτης μαζί και θύμα, στο ύστατο σκαλοπάτι της αρχικής αόριστης και βαθμηδόν συνειδητής απελπισίας, ο ήρωας του μυθιστορήματος αυτοκαταστρέφεται και καταστρέφει, γκρεμίζει και γκρεμίζεται, με ανοιχτά πάντα –αν και θολωμένα- τα μάτια του καθώς πασκίζει να αφηγηθεί την δική του πλευρά της ιστορίας στην αλλοτινή του σύντροφο. Θεμελιακά μόνος πάρα την παρουσία-παρεμβολή των άλλων, χωρίς καμία αυταπάτη θείας πρόνοιας, δεμένος στο άρμα του παραλόγου τής ζωής διαγράφει κύκλους σ’ έναν σκληρό κόσμο, χαράσσοντας ο ίδιος την πορεία του προς το χαμό μα σαν σπρωγμένος από μια αδιευκρίνιστη δύναμη. Τολμώ να πω ότι ο ίδιος εκείνος ήλιος του Camus, που στραβώνει τον πρωταγωνιστή του Ξένου λίγο πριν πατήσει τη σκανδάλη, ρίχνει μερικές από τις ολέθριες ακτίνες του στην πορεία αυτή.


Τραγικός στο έπακρο αν και με έναν ιδιάζοντα τρόπο, ο ήρωας του Τεχλεμετζή επώδυνα αυτό-ανατέμνεται μέχρι την τελική του πτώση όπου και παραδίνεται στην «κατανυχτική σιγή της ελάχιστης ύπαρξης», σοφότερος ίσως αλλά ηττημένος, νεκρός πριν τη λυτρωτική έλευση του θανάτου, πολύ κουρασμένος για να αναρωτηθεί αν αιτία τής συντριβής του υπήρξε η Νέμεσις ή η τυχαιότητα..


Σαφώς καλογραμμένο και πρωτότυπο, αυτό το μυθιστόρημα «ενός αγνώστου» (όπως μας το παρουσιάζει ο συγγραφέας του κάνοντας χρήση ενός αφηγηματικού τεχνάσματος-προσωπείου) κατορθώνει να θέσει ερωτήματα και, κυρίως, να διατυπώσει ερμηνείες-εκδοχές αποφεύγοντας τη δογματικότητα. Επαφίεται λοιπόν στους αναγνώστες να συνάγουν τα δικά τους, πικρά κατά πάσα πιθανότητα και αναπόφευκτα ημιτελή, επιμύθια..



Χρυσή Καρπαθιωτάκη.