Η λίστα ιστολογίων μου

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

ΥΠΟ ΓΩΝΙΑ 90ο / ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΑΣΣΗΣ/ ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ 1976

Επιστρέφω στο παρελθόν γιατί τίποτα στη λογοτεχνία δεν είναι αρκετά παλιό ώστε να μην μπορεί να θεωρηθεί καινούριο. Ο κύριος Κωνσταντίνος Βάσσης πριν λίγες μέρες μου ταχυδρόμησε αυτό το βιβλίο με διηγήματα, δείγμα της χαρακτηριστικής γραφής του, μια και το ύφος της συνεχίστηκε στο «Μια παραπλανητική ιδέα» με λίγο πιο αχαΐζοντα στοιχεία στη χρήση της γλώσσας.
Η κοινωνία είναι το επίκεντρό τους, με μία νοσηρή όμως μορφή. Αλλά κάθε νοσηρότητα αποτελεί ακραία έκφραση μιας πραγματικότητας, και αυτό μας κάνει να τη συνειδητοποιήσουμε, και αυτός είναι ο τρόπος επενέργειας των διηγημάτων του βιβλίου. Οι ήρωές του και οι ενέργειές τους είναι εγκλωβισμένοι στα γρανάζια της κρατικής λειτουργίας και εξουσίας –της Αρχής ή της νοητικής διαπλοκής, επιβολής ή υποβολής-, με ένα νομικο-λογιστικό τρόπο. Τελικά οι νόμοι και η λογικοφάνεια μπαίνουν πάνω από τη λογική και οι εμμονές πάνω από την ελευθερία. Η εξέλιξη του έργου είναι νοητική –ή τουλάχιστον η ουσιαστική εξέλιξή του- και τα ενεργήματα είναι απλώς απόρροιες αυτής. Σ’ αυτό βοηθούν τον συγγραφέα οι άριστες νομικές γνώσεις του και η πολύ καλή κατανόηση της κοινωνικής λειτουργίας και των θεσμών, έτσι ώστε με ευκολία τα ωθεί στα άκρα, δημιουργώντας μια έμμεση αλλά ουσιαστική ειρωνεία.
Ο τρόπος του Κωνσταντίνου Βάσση, ενώ αρχικά μοιάζει παγερός και εκλογικευμένος, τελικά κατ’ ουσία είναι διαβρωτικός και, τολμώ να πω, ανατρεπτικός, με μια τελείως διαφορετική από τη συνηθισμένη έννοια.
Η πλοκή και η ανάπτυξη των διηγημάτων του έχουν μια σαφή απαρέγκλιτη κατεύθυνση και στόχο, κινούνται σε ράγες, και η πειστικότητά τους συνήθως στηρίζεται στην εξονυχιστική ανάλυση λεπτομερειών της διαδικασίας προς τη φορά πλεύσης τους, δημιουργώντας, κάποιες στιγμές, εσκεμμένη αμηχανία στον αναγνώστη. Τα περιβάλλοντα που αρέσκεται να κατασκευάζει, αν και είναι κάπως παράδοξα και συχνά αρκετά τραβηγμένα, εντούτοις στο μυθιστορηματικό πλασματικά πραγματικό λογοτεχνικό χώρο προσομοιάζουν βιώσιμα, μέσα στις αντιφάσεις τους με την κοινή λογική, και ενίοτε θυμίζουν ακραίες προβολές πραγματικών σκέψεων ή αντιδράσεων. Το παράδοξο αυτό στοιχείο στους μύθους προσθέτει έναν ιδιαίτερο τόνο που είναι ενοποιητικός στη συλλογή. Το στοιχείο αυτό συνήθως παρουσιάζεται «δειλά», στην αρχή του διηγήματος, και καταλήγει, με μια σειρά «λογικών» συνεπαγωγών και περιπλοκών σε εκτροπή και συχνά «γάγγραινα» που δηλητηριάζει τις συμπεριφορές. Κατασκευάζει έτσι μια ασυνήθιστη νοητική πλοκή. Κατ’ αυτήν την έννοια φαντασία και ρεαλισμός εμπλέκονται ως συστατικά του βιβλίου. Νοητικές δομές αιτιολογούν το παράλογο, εκλογικεύοντάς το και φτιάχνοντας μια πρωτότυπη μορφή λογοτεχνίας, χωρίς διαλόγους που στηρίζεται στο «λογικό» και όχι στον «θυμικό» κόσμο. Συχνά τα διηγήματα μοιάζουν με «ασκήσεις υποθετικών καταστάσεων» και ως τέτοιες έχουν μελλοντολογικό χαρακτήρα, χωρίς όμως με αυτό να εννοώ την κατά γράμμα εφαρμογή ή πρόβλεψη, καθώς τα παράδοξα στοιχεία αντιτίθενται στην προοπτική αυτή, η οποία έτσι και αλλιώς δεν στοχεύεται. Στο πνεύμα αυτό εντάσσεται η «μαθηματική λογιστική» αντιμετώπιση της κοινωνίας, των καταστάσεων και της οικονομίας, δημιουργώντας ένα νοητικό κατασκεύασμα, που συνδυάζεται με την ειρωνεία των επικαιρικών «λογικών». Για παράδειγμα του κουμουνιστικού προτσές στο «Το 10ετές πρόγραμμα» (σελ. 40). Έτσι μας αναπτύσσει πώς μια εκ πρώτης όψεως σωστή ιδέα εξελίσσεται σταδιακά σε ισοπεδωτικό παραλογισμό, που μέσα από διανοητικές αλληλουχίες και ακροβασίες μπορεί να μοιάζει και πειστικός! Παρατηρώντας τα ιδιαίτερα σουσούμια και τις συμπεριφορές των ανθρώπων και οδηγώντας τα σε παραδοξότητες, συναρμόζοντας τον μύθο, δομεί συχνά τις πρωτότυπες ιστορίες του, εκτρέποντας την κατάσταση από το συνηθισμένο και ξαφνιάζοντάς μας, σε μια «συγγραφική πραγματικότητα» έτερη από την υπαρκτή, που στιγμιαία μόνο ξενίζει, αλλά με τη συνείδηση του αναγνώστη ότι πρόκειται για μυθοπλασία και τη μεστή σφιχτοδεμένη πλοκή του, καταλήγει να διαβάζεται άνετα, ως σύνολο φαντασιωμάτων ανάμικτων με πραγματικά στοιχεία, έχοντας έμμεσα διδακτικό χαρακτήρα. Η συγγραφική αυτή «πραγματικότητα», όπως συχνά στη λογοτεχνία, κερδίζει σε μεγάλο βαθμό την αληθοφάνεια. Στη γεφύρωση αυτής της αντίφασης στο μυαλό του αναγνώστη στηρίζεται ο Κωνσταντίνος Βάσσης. Έτσι σουσούμια όπως το ύψος («Μέχρι ενός ορισμένου ύψους», σελ. 63) καθορίζουν την πλοκή και τη συμπεριφορά του ήρωα. Τελικά η «λογική» καταλήγει ρατσιστική, πιστοποιώντας ότι ο ρατσισμός είναι αποτέλεσμα κάποιου κομπλεξισμού. Έτσι η ανάπτυξη της παράδοξης εμμονής οδηγεί σε ενεργήματα, που μετά από μια σειρά λογικοφανούς αλληλουχίας δεν καταλήγουν σε «λύση» αλλά μπλοκάρισμα, αφήνοντας όμως την ελπίδα να υφίσταται αιωρούμενη. Όλο αυτό το μοτίβο είναι αρκετά επίμηκες, προσπαθώντας να πείσει, προσαρμόζοντάς το στα κοινωνικά δεδομένα και φτάνοντας στα όρια του γκροτέσκο και της επιστημονικής φαντασίας. Έτσι χαρακτηριστικές είναι οι διεισδύσεις στην ανθρώπινη ψυχολογία και προσωπικότητα, μέσω συμπλεγμάτων και εμμονών.
Γενικά προτιμάται η επίπεδη αφήγηση με σκληρή καλά διαρθρωμένη δομή και πλήρη σαφήνεια, που κάνει εντελώς κατανοητό το κείμενο, που παρά ταύτα διαθέτει φαντασία και αφήνει ελεύθερο το πλήθος συνειρμών με την επίκαιρη κοινωνική πραγματικότητα. Έτσι η δημιουργική φαντασία ανατίθεται στο συγγραφέα και οι επεκτάσεις στον αναγνώστη. Οι ρόλοι διαχωρίζονται πλήρως και σαφώς, κάτι που συχνά δεν προτιμάται στη σύγχρονη λογοτεχνία.
Τελικά τα διηγήματα της συλλογής αποτελούν ένα κράμα πραγματικών στοιχείων και συμπεριφορών που φαντασιώνονται σε μη πραγματικές καταστάσεις, που παρ’ όλο το μη εφαρμόσιμό τους γίνονται πειστικές, σε μια λογοτεχνία που σαφώς δεν είναι ουδέτερη.