Η λίστα ιστολογίων μου

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

Η ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΩΣ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ



Συνειδητοποιώντας τις σωματικές πληγές της[1] και στρεφόμενη προς τον ψυχικό της κόσμο, χρησιμοποιώντας παραγωγικά τις προσωπικές της εμπειρίες, αλλά και επεκτεινόμενη στο εξωτερικό περιβάλλον –συχνά φυσικό-, καταλήγοντας σε μια σειρά από γενικότερα συμπεράσματα, που κάποτε λόγω της συντομίας της ποιήσεως φτάνουν ως τον αποφθεγματικό χαρακτήρα, η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ φτιάχνει ένα πρωτότυπο δικό της ύφος. Η έλλειψη, η ατέλεια, η ανικανότητα να αγγίξει την ομορφιά, τις θελήσεις και τα ιδανικά της, τουλάχιστον με απόλυτο τρόπο, αποτελούν κινητήρια δύναμη και έμπνευσή της (Κυκλωμένη απ’ όλες τις χαρές/ που δεν μπορεί ν’ αγγίξει,/ παλεύει με την παράλυτή γλώσσα της/ τουλάχιστον να τραγουδήσει την ελιά, Άδεια φύση, 1993, σελ. 13). Έτσι μεταπηδά συνεχώς από το γ΄ πρόσωπο του γενικού στο α΄ πρόσωπο του ατομικού βιώματος και αντίστροφα, εξασφαλίζοντας ποικιλία έκφρασης και κινητικότητα. Είναι μια διαρκής εξατομίκευση του γενικού και καθολίκευση του ατομικού, συνήθως συνειρμική, αλλά και κάποτε με οργανωμένη θεματολογική και πιο άμεση συνάφεια. Κινείται από το συναίσθημα στη λογική, από το εξωτερικό ενίοτε φυσικό περιβάλλον στις διαθέσεις της και από τις προσωπικές διαπιστώσεις στους γενικούς κανόνες.
   Λαμβάνοντας υπ’ όψη μας την αυτογνωσία της, την άριστη ψυχραιμία στη διαχείριση και στην παρουσίαση του εσωτερικού της κόσμου, καθώς «ο διάχυτος  συναισθηματισμός δεν ξεπέφτει στη μελοδραματικότητα»[2] και δεν αφήνεται να συντριβεί υπό το βάρος της κατάθλιψης και των περιστάσεων, και τη γενικότερη κατανόηση των όντων διαισθητικά και με τη χρήση περισσότερο της εμπειρίας και σε δεύτερο χρόνο να εκκινείται η λογική που την συμπληρώνει, ενώ ακόμα και όταν προηγείται είναι φορτισμένη και φαίνεται ότι αποτελεί προϊόν εσωτερικής διέγερσης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κινείται σαφώς και επιτυχώς περισσότερο με συναισθηματική νοημοσύνη[3]. Δεν γνωρίζω προσωπικά την ποιήτρια, με αποτέλεσμα να μην ξέρω κατά πόσον αυτά τα χαρακτηριστικά επεκτείνονται στις διαπροσωπικές της σχέσεις και την επιτυχή έκβαση και διαχείριση της ζωής της, για να αιτιολογήσω ίσως πλήρως τη συναισθηματική νοημοσύνη της σε συνδυασμό με το έργο της, αλλά πιθανόν κάπως έτσι θα είναι. Για παράδειγμα στο ποίημα «Λυπιού- Προοίμιο» φαίνεται η πλήρης συναίσθηση και ο έλεγχος της καταστάσεώς της: Ένα τόπο επινόησα/ για να πηγαίνω όταν είμαι λυπημένη,/…/ Εδώ όλες οι αποτυχίες της νιότης/ γίναν σιωπηλές πλατείες/ τα κουτσουρεμένα πάθη, σύδεντρα σκοτεινά/ κι οι τελευταίοι κακόμοιροι έρωτες/ σκύλοι κακοταϊσμένοι που πλανιόνται στα σοκάκια. Η Κ. Α. Ρουκ δεν έχει μόνο κατανοήσει και συνειδητοποιήσει τον εαυτό της, αλλά και έχει συμφιλιωθεί μαζί του, τον έχει κάνει ποίηση και πηγή ζωής. Ακόμα και οι ελλείψεις την θρέφουν (Ό,τι μου  λείπει με διδάσκει, «Η ευλογία της έλλειψης», από τη συλλογή Η ανορεξία της ύπαρξης, 2011)· άλλοτε την οδηγούν σε γλυκιά ενατένηση του εαυτού της (Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν/ έγινε φίλη καλή/ μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία του Χρόνου, όπως πριν), ενώ αλλού αντιμετωπίζονται ως ήρεμη θλίψη, απόρροια  της παραδοχής, πάντως ποτέ τα συναισθήματά της δεν είναι εντελώς ανεξέλεγκτα, αλλά διατηρούν πλήρη ψυχραιμία μέσα από την επίγνωση.
   Συχνά μας αφηγείται κομμάτια της ζωής της που ενδύονται με τα ανάλογα συναισθήματα και έμμεσες ή άμεσες επεξηγήσεις της επιρροής τους στο έργο της, που αναδύονται από τη μνήμη και όπως πάντα το συναίσθημα φορτίζει τη λογική οδηγώντας την σε συνειδητά ή ασυνείδητα μονοπάτια, κάνοντας συχνά ασκήσεις αυτογνωσίας. Πολύ καθαρά φαίνονται αυτά στη συλλογή Επίλογος αέρας (1990) στην ενότητα «Η διήγηση του εγώ», όπου μιλά για τη σωματική της διάπλαση[4], την Αίγινα[5] που παραθέριζε, τη Βιέννη[6], τις σχολικές της εκδρομές[7] και πλήθος άλλα.
   Ενίοτε διαλέγει ένα θέμα και το αναπτύσσει συναισθηματικά και λογικά (Τα όνειρα απλώνονται/ επάνω μας τη νύχτα/ με όλο τον τρόμο της ζωής·), στη συνέχεια προσωπικά και συναισθηματικά (με σφίγγεις με φωνάζεις/ πνιγμένοι π’ αγκαλιάζονται/ στο τελευταίο κύμα «Ο ύπνος», από τον  Ενάντιο έρωτα, 1982). Το μοτίβο αυτό συνεχίζεται σε όλο το ποίημα.  Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πολύ καλά οργανωμένη δομή και ανάπτυξη στην ενότητα «ημερολόγιο πολέμου», στη συλλογή Άδεια φύση (1993).
   Η λογική στο έργο της ποιήτριας εκφράζεται και μέσα από τη συμμετοχή της φύσης στα συναισθήματά της, όχι μόνο ως μέσο έκφρασης ή πηγής μεταφορικού ή αλληγορικού λόγου –κάτι που είναι συνηθισμένο σε πολλούς ποιητές-, αλλά, και εκεί έγκειται η ιδιοτυπία της, ως αυτόνομη σοφία, κάτι σαν φυσική λογική, που ενσαρκώνεται και ενσταλάζεται εντός του ανθρώπου και στην προκειμένη περίπτωση του «ποιητικού Εγώ». Έτσι ο άνθρωπος είναι μέρος και συνέχεια της φύσης, το ίδιο και το μυαλό του. Ειδικά το βράδυ (Προς το βράδυ η φύση βρίσκει τρόπο/ κι ανάβει τη σκοτεινιά της, Άδεια φύση, 1993, σελ. 52), που οι αντιστάσεις ατονούν και το συναίσθημα υπερισχύει[8]. Περνώντας όμως από τη φύση στο υποκείμενο και στο σώμα σαν έκφραση, συχνά μέσα από τις γνωστές ιδιαιτερότητες της διαπλάσεώς της, όλη αυτή η λογική παίρνει μια άλλη ουσία και σημασία, καθώς συχνά εκφράζει θέσεις και κάποτε κρίσεις. «Αίσθηση- έκφραση- λογική» είναι ενωμένα σε ένα αδιαχώριστο τρίπτυχο, σε συμπεράσματα που ο αναγνώστης «βιώνει» και ελάχιστα τα σκέφτεται. Έτσι η ποίησή της διδάσκει χωρίς να είναι άχαρα και άγαρμπα διδακτική, λέει χωρίς να το κάνει αυτοσκοπό, άλλα για να στηρίξει το νόημα και την αισθητική του ποιήματος και απλώς σημαίνει. Μαζί με αυτά ενοποιούνται και οι διαθέσεις. Υπάρχουν μάλιστα ποιήματα που εκφράζουν μεταφορικά με εικόνες και ποιητικότητα μια ψυχική κατάσταση και εκεί μέσα παρεμβάλλονται έμμεσα ή άμεσα ανάλογες αποφθεγματικές απόψεις. Αυτό το μίγμα διαθέσεων και κρίσεων αλλάζει μετατοπιζόμενο προς τη μια ή την άλλη μεριά, λιγότερο ή περισσότερο, ανάλογα το ποίημα.
    Συχνά η ποίησή της μοιάζει με άσκηση ερμηνείας του περιβάλλοντός της μέσα από τη χρήση του εαυτού της (Ας μη μιλήσω πάλι/ για τη θεσπέσια φωνή του/ τη λίγη πρωτοτυπία του/ που τον έκανε αιώνιο απ’ την αρχή,/ αλλά για μια αλλαγή/ μια λαμπερή κλωστή/ μέσα μου./ Περιμένοντας φτάνω στην ουσία/ του εαυτού μου, «Οι μνηστήρες», Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης, 1977). Ενώ παρακάτω με αυτοπειθαρχία λέει: Μια σοβαρότητα αρχίζει από μένα/ και πιάνει όλη τη φύση/ αν η πορεία συνεχιστεί/ κι ο θάνατος θα είναι/ μια αξία,/…/ Ακούω κάτω τους αλαλαγμούς,/ ήμουνα κάποτε κι εγώ/ με λάσπες στο κεφάλι/ λεμονανθούς στ’ αυτιά/ φώναζα παθιασμένα/ «λευτερωθείτ’ απ’ τα δεσμά!»/ μα τα δεσμά είναι βαθιά/ μια συμπεριφορά/ που παίζει ο εαυτός/ τον εαυτό του. Αλλού κάνει γενικότερες διαπιστώσεις ξεκινώντας από προσωπικές εμπειρίες (ακούω με τη δική σου τη φωνή/ π’ ανεβαίνει από τα βάθη/ εκεί που η χολή και η ψυχή/ ομόφωνα αρνιούνται να πεθάνουν, «Στο δάσος», Ενάντιος έρωτας, 1986).
   Χαρακτηριστικό  επίσης είναι ότι χρησιμοποιεί διαμεσολαβητικά ιστορικά ή μυθολογικά πρόσωπα, π.χ. την Πηνελόπη και τους μνηστήρες[9], τον Σολωμό[10], ή έννοιες όπως η φύση, το δάσος[11] κ.τ.λ. για να επεκτείνεται σε μια μετάβαση από το προσωπικό ή σωματικό στο καθολικό.
   Ο έρωτας αντιμετωπίζεται με ρεαλιστικό μεν τρόπο, μέσα από πραγματικά συμβάντα, καταστάσεις, αναλύσεις και συναισθήματα, αλλά δεν αγνοείται και η ιδεαλιστική του φύση (Αναρωτήθηκα τότε/ αν είχα καλά ποθήσει/ τις συμβατικές εκείνες/ φιγούρες του ελκυστικού,/ κάτι ανάμεσα στο ουσιαστικό σώμα/ και στον κενό λόγο…/ Ο έρωτας είναι το μόνο θεϊκό βλέμμα/ που θα πέσει πάνω σε μας/ τους άπιστους, έλεγα, Άδεια φύση, σελ. 10). Κάποτε μάλιστα γίνεται και πιο ενδελεχής η διερεύνησή του, όπως στη συλλογή Άδεια φύση, στην ενότητα «Τρία ποιήματα της καρδιάς»,  εξετάζοντας «πώς λειτουργεί;», «πώς επιδρά πάνω μας;», «πώς μας μαγεύει;», «πώς μας υποβάλλει;» και πλήθος άλλοι τρόποι και τόποι του. Μοιάζει σαν μια υπο-επιστημονική ανάλυση μέσα, διαμέσου και κάτω από την αισθητική επήρεια της ποιήσεως. Χαρακτηριστική μάλιστα είναι η θέση του θανάτου σε αυτόν (γιατί πατώ/ στην αθέατη του έρωτα πλευρά,/ το θάνατο, Άδεια φύση, σελ. 10). Το σαρκικό αποτελεί μεν τρόπο έκφρασης, αλλά είναι φθαρτό και κάποτε αντιπαρατίθεται με το ιδεαλιστικό, την ποιητική καθαρότητα και το απόλυτο του ονειρικού «βιώματος» (Θέλω να γράψω ένα ποίημα/ για την πραγματικότητα/ αυτή που δεν έζησε ποτέ κανείς/ αφού ο καθένας/ στη δική του βρέθηκε φυλακισμένος/ αιώνες τεντώνοντας τα χέρια προς τα έξω./ Την πραγματικότητα/ που ίσως γνωρίζουν οι πεθαμένοι/…/ Την πραγματικότητα/ που αν σ’ άγγιζε ποτέ/ θ’ αναγνώριζες αμέσως σαν τη μόνη αλήθεια/ έξω απ’ της δικής σου επιβίωσης/ τις φαντασιώσεις, «Θέλω να γράψω ένα ποίημα», από τη συλλογή Στον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα, 2005.). Σε γενικές όμως γραμμές η ποιήτρια είναι δεμένη με τη βιωμένη κατάσταση, στην οποία δίνει προφανώς προτεραιότητα, χωρίς να αιθεροβατεί, σε απόλυτη ισορροπία με την πραγματικότητα. Οπότε παρατηρούμε έναν ελεγχόμενο ιδεαλισμό, στα πλαίσια της λογικής, που δεν ξενίζει.
   Μπορούμε να πούμε ότι πλήθος θέματα ανακύπτουν μέσα από την ποίηση της Κ. Α. Ρουκ, μια και εντός της υποβόσκει διαρκώς ένα δοκίμιο, καθώς μοιάζει να διαλέγει θέματα και να τα προσεγγίζει πολύπλευρα, κυριαρχώντας μια αξιοσημείωτη τάξη[12], με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο, αλλά θα αρκεστώ στις αναφερόμενες αναλύσεις.


[1] Στη συνέντευξή της στην ΕΡΤ-1 στο Δαυίδ Ναχμία (2005) λέει ότι: «Μια από τις βαθιές μου πεποιθήσεις είναι ότι για την ποίηση, ίσως και για όλη την τέχνη, αλλά εγώ μόνο για την ποίηση μπορώ να λογοδοτήσω, δεν μπορώ για όλη την τέχνη, η πηγή, η ρίζα της, η εκκίνησή της είναι πάντα μια πληγή. Εμένα η πληγή μου ήταν εμφανής, σωματική, η αναπηρία του ποδιού μου. Αλλονών οι πληγές είναι πολύ κρυφές, πολύ πιο ψυχολογικές, αλλά κάποια πληγή πρέπει να έχει το ποίημα για να ακουμπήσει, για να αναπτυχθεί.»
[2]  Παρουσίαση της Κ. Α. Ρουκ.  από την  Άντεια Φραντζή, Ανθολογία- Γραμματολογία, Εκδόσεις Σοκόλης, τόμος στ΄.
[3] Συναισθηματική νοημοσύνη (E.Q.- Emotional Quotient): η ικανότητα (κάποιου) να ελέγχει τα συναισθήματά του, να ανταπεξέρχεται στη συναισθηματική πίεση, να αναπτύσσει τις ικανότητές του σε τομείς όπως η φαντασία, η καλλιτεχνία, η ανθρώπινη επικοινωνία κ. ά. Λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτη, Κέντρο Λεξικολογίας.
   Οι βασικές ικανότητες των ανθρώπων με συναισθηματική νοημοσύνη είναι (επιγραμματικά): Γνώση των συναισθημάτων τους, αυτοεπίγνωση, έλεγχος των συναισθημάτων, εξεύρεση κινήτρων για τον εαυτό τους, αναγνώριση των συναισθημάτων των άλλων και  χειρισμός των σχέσεων. Η συναισθηματική νοημοσύνη, Daniel Goleman, Ελληνικά Γράμματα 1998, σελ.78, 79.
[4]  Σελ. 16.
[5]  Σελ. 22, 25.
[6]  Σελ. 29.
[7]  Σελ. 20.
[8] «Την περίοδο αυτή εμφανίζονται στην ποίηση της Κ. Α. Ρουκ και άλλα δύο μόνιμα μοτίβα που θα την ακολουθήσουν σ’ ολόκληρη την ποιητική της διαδρομή. Η φύση και η απόλυτη, θα λέγαμε θρησκευτικού χαρακτήρα πίστη της ποιήτριας στην σοφία της, αλλά και η προέκτασή της, το ζωικό βασίλειο.» Αλέξης Σταμάτης, Περιοδικό ΕΛΙΤΡΟΧΟΣ, Καλοκαίρι 1998, για τις συλλογές Λύκοι και σύννεφα (1963), Ποιήματα 63-69 (1969), πηγή το site του Ε.ΚΕ.ΒΙ.  
[9]  Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης, 1977.
[10] «Σε ένα ταρατσάκι ο Σολωμός», Άδεια φύση, 1993.
[11] «Το δάσος», Ενάντιος έρωτας, 1986.
[12] Για παράδειγμα ο διαχωρισμός σε θεματικές ενότητες των συλλογών Άδεια φύση και Επίλογος αέρας.

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Νέο Επίπεδο, τεύχος 1, στα πλαίσια του αφιερώματος στην Κατερίνα Αγγελάκη  Ρουκ.

Σάββατο 28 Απριλίου 2012

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΤΣΗΣ/ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΝΗΣΙ/ PUBLIBOOK, 2011



ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Πώς οι δρόμοι τετραγωνίζουν το μέλλον;
Στενά πεζοδρόμια ευοδώνουν τις σκέψεις.
Η άσφαλτος σιδερώνει τη χαρά.
Τα βήματα δέχονται τους κτύπους.
Οι λάσπες υψώνονται στον ήλιο.
-Άνθρωποι της οδοποιίας, ανοίξτε τις πόρτες!
Οι δρόμοι να χυθούν στη θάλασσα.
Ο αέρας να καρφώνει τους εντολοδόχους
στο όρος.

Οι πέτρες θωπεύουν τη θύμηση
ίσκιοι χαράς μοσχοβολούν στο σοκάκι.

Στυλώνω τα μάτια στη γυναίκα
που αρετώνει το πέλαγος.

(Σελ. 10)

Η ΠΟΛΗ

Στις εναργείς ενέργειες μιας πόλης φωτισμένης
ξαναγυρίζεις,
σηκώνοντας στους ώμους τρυφερές μετάνοιες,
παράξενες ματιές, γραφές, σβήνουν τον ουρανό.
Περπατάς,
ακουμπώντας στις πλάτες των άλλων, φωνές
βγαλμένες από φιάλες οξυγόνου, μάτια
που σε φέρνουν στα χθεσινά σπίτια,
ανασαίνεις,
μυρίζοντας τον άνεμο, ξεχασμένες ριπές
αγγίζουν τον ουρανό σου.
Φεύγα.
Ακούς τα άφτερα σώματα των αγαλμάτων
αψίκορα στους κόλπους της γης.
Σου φτάνει το λίγο του λίγου, το έλαττον
του μηδενός,
το άγγιγμα στους χρόνους ή στα άγανα
του ήλιου,
κόκκινοι ηλιόσποροι στα μάτια;
Πάντα αφήνοντας το ξεχασμένο Εγώ σου
στα τραπέζια του βιβλιοπωλείου
στις αγκύλες πύλες μιας πρόθεσης
μένεις όπου δεν είσαι αποδεκτός,
αυτή η μοίρα σου!

(Σελ.53)

Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ

Δεν ξέρω γιατί, αλλά μ’ αρέσουν αυτοί
που φέρνουν την Αρετή,
μέσα στο σκότος πεθαμένοι πεζοπόροι
στους αιμάτινους δρόμους
ευθείς και κακοτράχαλους
πάνω σε μνημεία,
μέσα σε συνοικίες, σε ενορίες,
αυτοί που πατούν σταθερά,
άοκνοι πλαστουργοί της πράξης τους,
χωρίς να ξεχάσουν ότι πιο πέρα
απ’ τις έννοιες των θεών
υπάρχουν οι λόγοι των ανθρώπων.

Μ’ αρέσουν αυτοί που φέρνουν την αρετή
σε ένα παγκόσμιο χωριό,
βαλμένοι να τρελαίνουν τους νόμους,
ζώντας στα οικοτροφεία των ματιών.
Μ’ αρέσουν αυτοί που φέρνουν την Αρετή,
όχι γιατί από όρκο κάνουν κάτι,
αλλά γιατί δίνονται σε κάτι που
φέρνει το καλό,
σέρνουν πίσω τους τα θεωρήματα και
συμβολικούς κανόνες.

Μ’ αρέσουν αυτοί που από σπασμένες αυγές
ξέρουν.
Και δέχτηκαν όγκους αέρα, μα δεν ξέφυγαν
από το δρόμο τους.
Όχι γιατί της κριτικής το δρόμο απέφυγαν,
αλλά γιατί αυτό τους έδινε περισσότερο αέρα.

(σελ. 62)

Η ταπεινή μου γνώμη: Ποιήματα με πολύ καλό και εύστοχο λεξιλόγιο. Ο λόγος τους είναι έντονα μεταφορικός. Οι συχνές ερωτήσεις κινούν τη σκέψη του αναγνώστη και τους δίνουν ένα ιδιαίτερο ύφος. 

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΕΝΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥ/ JOHN PERKINS/ ΑΙΩΡΑ 2007



«Πολύ ζωντανό για να είναι ψεύτικο.»

Το βιβλίο είναι ένα μικτό είδος, μυθιστορήματος, δοκιμίου, πρόχειρου οικονομικού μελετήματος, αυτοβιογραφίας, μανιφέστου και πρακτικού οδηγού συμβουλών. Αποτελεί αποτύπωση συγκλονιστικών γεγονότων και ερμηνεία αυτών, που με πάθος υπερασπίζονται την αλήθειά τους, τόσο ο συγγραφέας, όσο και ο Έλληνας δημοσιογράφος Στέλλιος Κούλογλου, που έχει γράψει την εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης και έχει κάνει στην τηλεόραση το αντίστοιχο ρεπορτάζ. Το βιβλίο είναι σαφώς πειστικό, τεκμηριωμένο και προπαντός ζωντανό. Εγώ, ως λογοτέχνης που θέλω να πιστεύω πως είμαι, μπορώ να πω ότι ο συγγραφέας διαθέτει άριστη αφηγηματική ικανότητα, εκπληκτικό ξεδίπλωμα πλοκής, αξιοποίηση του κοινωνικού γίγνεσθαι και άριστη επαφή με τον σύγχρονο κόσμο. Δικαιολογημένα το βιβλίο αποτελεί ένα best seller στην Αμερική. Άσχετα αν είναι αληθινό ως ιστορία, εντούτοις λέει αλήθειες που ηλεκτρίζουν κάθε σκεπτόμενο πολίτη και έχει σαφή γνωσιολογική, ιδεολογική και ηθικοπλαστική επενέργεια. Είναι τόσο συγκλονιστικά γραμμένο που ή είναι αληθινό ή μοιάζει εκπληκτικά με αληθινό, μια και στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Μια σειρά λεπτομερειών ταιριάζουν απόλυτα με την πραγματικότητα και το πάθος γραφής τού δίνουν το ύφος και την αληθοφάνεια μιας συγκλονιστικής μαρτυρίας. Τώρα πια είναι η σχέση τού εν λόγω βιβλίου με την πολιτική και οικονομική ζωή στην Ελλάδα νομίζω ότι το ίδιο είναι εύγλωττο.
   Η σύγχρονη λογοτεχνική κριτική συχνά καταφαίνεται αρνητικά  απέναντι στην έκφραση πολιτικών και ιδεολογικών θέσεων με τόσο άμεσο τρόπο. Αξίζει όμως να παρατηρήσουμε πόσο διαφορετικά ήταν τα πράγματα στα μέσα του εικοστού αιώνα, με την τέχνη να φτάνει στα άκρα της «στρατευμένης», και πόσο στο τέλος αυτού και πώς σιγά σιγά μεταλλάσσεται στον 21Ο αιώνα, αν και το εν λόγω έργο δεν είναι αμιγώς μυθιστορηματικό.
   Η πλοκή στηρίζεται σε μια ηθική και ιδεολογική μεταστροφή του ήρωα του βιβλίου που προοιωνίζεται από την πρώτη κιόλας σελίδα, άρα χάνεται το αγωνιώδες της καταστάσεως και παραμένει η γνωσιολογική περιέργεια όσον αφορά τα κράτη, τις πολιτικές που αναφέρονται και την αγωνία αν και κατά πόσο θα υποδουλωθούν στην επονομαζόμενη «εταιριοκρατεία». Καθαρά συγγραφικά, αγνοώντας το βιωματικό δεδομένο, θα προτιμούσα κάποια τροποποίηση της πλοκής, που ίσως όμως θα επηρέαζε την προβολή αυτού που επικαλείται ή είναι αλήθεια και σαφώς του δίνεται προτεραιότητα.
   Η αντίφαση μεταξύ φυσικής ομορφιάς, ανθρωπιστικής καλοσύνης και της τερατώδους ιμπεριαλιστικής μηχανής είναι καλοδουλεμένη και έντεχνη. Η διαμαρτυρία πηγαία και άριστα προσαρμοσμένη. Η οικονομολογική ανάλυση δοσμένη με κατανοητό τρόπο ώστε κατανοείται και από μη ειδικούς.
   Θέλω να ολοκληρώσω λέγοντας ότι η αλήθεια σε σχέση με τους οικονομικούς δολοφόνους είναι καλά κρυμμένη και κανείς δεν μπορεί να μιλήσει με βεβαιότητα για τις αποκαλύψεις του βιβλίου, αλλά είναι γεγονός ότι η ουσία των λεγομένων του δεν αλλάζει ακόμα και αν δεχθούμε ότι είναι μύθευμα. Όλα γίνονται όπως τα λέει ο John Perkins και τα αποδεικνύει με οικονομολογικά και δημοσιογραφικά στοιχεία και τη λογική.
   Κάπως έτσι λειτουργεί το καπιταλιστικό σύστημα ακούσια ή εκούσια.
  Ο επίλογός του μου φαίνεται σαν μια μικροαστική αντιμετώπιση κάπως εκθεσιακού τύπου, αν και σίγουρα έχει και αυτός πολύ μεγάλες δόσεις αλήθειας. 

Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

ΟΙ ΘΕΑΤΕΣ ΚΙ Ο ΤΙΤΛΟΣ/ ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΡΑΤΣΙΚΑΣ/ ΔΩΔΩΝΗ 2000

Με τριτοπρόσωπο πανεπόπτη αφηγητή, αποφεύγοντας τους διαλόγους και κάνοντας αισθητή την ύπαρξη και του αφηγητή και του αναγνώστη, είναι γραμμένα τα τρία διηγήματα του βιβλίου.
Δομημένο στέρεα και με το τελικό δίδαγμα του είναι το διήγημα «Ένας επιτάφιος στο Πατρινό Μιλλένιουμ».
Το διήγημα «Η Αίτηση» μας παραπέμπει ευθέως στον Κάφκα. Ο πρωταγωνιστής ζει μπλεγμένος, εγκλωβισμένος και πάσχων σε ένα περίπλοκο γραφειοκρατικό κόσμο, αδύναμος να αντιδράσει. Ακόμα και το όνομά του «Κ.» μας θυμίζει Καφκικές δημιουργίες, μια και έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλά έργα του. Το παράλογο και η παραμορφωτική ένταση του συναισθήματος υπάρχουν στιγμές που αντικαθρεφτίζουν την υστερικότητα του σημερινού κόσμου. Γενικά επιχειρεί να παρασύρει τον αναγνώστη στο συναίσθημα παρά να τον οδηγήσει σε άνευρη νηφάλια ανάγνωση. Τον ενδιαφέρει η ένταση μέσα από λέξεις και γεγονότα και λιγότερο από περιγραφές. Στο τέλος ο ήρωας προσαρμόζεται στον ρόλο που του δόθηκε από την τύχη ή την κοινωνία και με αυτό τον τρόπο «λύεται» το αδιέξοδο.
Αναλυτική, ψυχογραφική, υπαρξιακή, μεταφυσική και με στοιχεία από διάφορες θρησκείες είναι η «Η Δεύτερη Γέννα». Και όπως σε κάθε μυστικισμό τα συμπεράσματα είναι συναισθηματικά και ασαφή. Μάλλον ο ρόλος της θάλασσας προσπαθεί να ενοποιήσει αυτά τα διάχυτα στοιχεία.
Η νουβέλα είναι γραμμένη με μια πειραματική ανατρεπτική γραφή. Ξεκινά ως θεατρικό και στη συνέχεια οι υποδυόμενοι και ο συγγραφέας του αναμιγνύονται σε μια εγκεφαλικά αναπτυσσόμενη πλοκή. Μέσα σε αυτήν υπεισέρχεται μέχρι και η θεατρική κριτική ως σκέψεις του πρωταγωνιστή αλλά και με άμεση παρέμβαση του παντεπόπτη αφηγητή. Το αποτέλεσμα είναι ένα πρωτότυπο είδος που είναι δύσκολο να καταταγεί με αυστηρότητα κάπου και απαιτεί την προσήλωση του αναγνώστη για να το παρακολουθήσει.
Χαρακτηριστικό είναι πως ο Μανώλης Πράτσικας κινείται μεταξύ του μυθιστορηματικού και του πραγματικού κόσμου και κάνοντας εγκιβωτισμούς δημιουργεί ενδιάμεσα «σκαλοπάτια». Διαλύει έτσι τις αφηγηματικές συμβάσεις. Μάλιστα στη νουβέλα με έντονα θεατρικά στοιχεία, οι ήρωες αναφέρονται και άμεσα στο συγγραφέα τους (σ. 41) ενοποιώντας την πραγματικότητα και το μύθο. Η τεχνική μας θυμίζει τους αυτοσχεδιασμούς, τις δομές και τον αυτοσαρκασμό (σ. 55) του Πιραντέλο, που μεταφέρεται από το θέατρο σε μια εν είδει νουβέλα.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό της γραφής του είναι ο περιορισμός, όσο είναι δυνατόν, των κομμάτων ώστε ο λόγος να γίνεται χειμαρρώδης.
Μέσα από αυτό το βιβλίο μπορούμε να διακρίνουμε ένα έμπειρο λογοτέχνη, με πλούσιες και σφαιρικές συγγραφικές γνώσεις που ξέρει να τις αναμιγνύει και να τις αναλύει.

Κυριακή 18 Μαρτίου 2012

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΟΡΕΣΤΗ ΑΛΕΞΑΚΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ «ΜΟΥ ΓΝΕΦΟΥΝ»/ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ 2000

Η ποίηση του Ορέστη Αλεξάκη είναι προσπάθεια εκφράσεως και προσεγγίσεως του ανείπωτου (1), συχνά με μεταφυσική χροιά, με έντονα εικονοπλαστικά και υπερρεαλιστικά στοιχεία (π.χ. «Σαν να ψάχνω κάποιο μονοπάτι/ Σαν ν’ αναγνωρίζω τα σημάδια/ Προχωρώ στ’ αδιάλυτα σκοτάδια/ Μ’ ανοιχτό το μέσα μόνο μάτι», NOTTURNO, σελ. 37, «Ν’ ακούς το ανάκουστο μου λέει/ Καθώς σωπαίνουν τα νερά/ Νεκρό παιδί να σιγοκλαίει/ Σαν άσπρη ντάλια που επιπλέει», Η ΜΑΓΙΣΣΑ, σελ. 40).
Έτσι κινείται μεταξύ ζωής και θανάτου, ανάμεσα στον πραγματικό και τον φανταστικό ή ονειρικό κόσμο και στην παραφθορά και την παραμόρφωση των όντων, κάποτε θολώνοντας το νόημα, μα αξιοποιώντας σε μεγάλο βαθμό τα στοιχεία ξαφνιάσματος, πρωτοτυπίας και ερεθίζοντας τη φαντασία. Μας «βομβαρδίζει» διαρκώς και καταιγιστικά με εικόνες και νοήματα, με οξύνοια, αξιοσημείωτη περιεκτικότητα, συντομία -σχεδόν επιγραμματική-, πυκνότητα και ευστοχία, αποβάλλοντας τα περιττά περιγραφικά ή αποσπαστικά στοιχεία.
Όλα σχηματίζονται και διαλύονται στα μάτια μας σαν ονειρικά θραύσματα (2).
Διακατέχεται από υπαρξιακή αγωνία, άγχος, ανασφάλεια και ήρεμη μελαγχολία. Χαρακτηριστική είναι η επίμονη και αγωνιώδης αναζήτηση στο ποίημα «Η ΕΠΩΔΟΣ» (σελ. 31), «Να σκάψετε... να σκάψετε βαθιά/ Κάθε στιγμή το σώμα μας γυμνώνει/ Κάθε στιγμή απομένομε πιο μόνοι/ Στο άγνωστο αυτό νησί με τα κλουβιά κ. τ. λ.». Εδώ φαίνεται καθαρά η εγκατάλειψη του ανθρώπου στον κόσμο, η υπαρξιακή ελευθερία, που μοιάζει βασανιστική και καταδικαστική, και η προτροπή για αυτογνωσία. Ο φόβος είναι ανεξέλεγκτος και γίνεται εμμονή και ο άνθρωπος μοιάζει υπερβολικά αδύναμος και σαστισμένος.
Η μνήμη του ανακατεύεται με τη φαντασία και την παραμορφώνει, ανασύροντας κομμάτια και εικόνες που υπάρχουν στιγμές που μοιάζουν αλλόκοτα, ενώ συχνά είναι τρομακτικά και απειλητικά, κάποτε σαστίζουν, αλλά σχεδόν πάντα μοιάζουν συγκεχυμένα.
Χαρακτηριστικό είναι ότι η λύπη, που είναι διάχυτη στα ποιήματά του, διατηρεί ένα μέτρο, σαν συστατικό χαρακτηριστικό της ψυχοσύνθεσής του, χωρίς υστερικές εντάσεις, και έτσι λειτουργεί περισσότερο υποβλητικά, παρά καταβλητικά, ενέργεια που ενισχύεται από τις αδρές, παράδοξες και πρωτότυπες μεταφορές και παρομοιώσεις, που χρησιμοποιούνται κατά κόρον, ενώ η ρίμα και γενικότερα ο ρυθμός «ελαφραίνουν» το κλίμα, κάνοντας τα ποιήματα πιο ευκολοδιάβαστα, σε αντιδιαστολή με το αν ήταν γραμμένα στη μοντέρνα μορφή, με το χαλαρό ρυθμό, μια και το περιεχόμενό τους καθόλου απλοϊκό δεν είναι. Παντρεύεται έτσι σε αυτά το σύγχρονο και το παραδοσιακό. Θεματολογικά όμως καμία σχέση δεν έχουν με την παραδοσιακή έμμετρη ποιητική γραμματολογία, κάτι αναπάντεχα και ευχάριστα πρωτότυπο.
Και φυσικά θα ήταν παράληψη να μην αναφέρω το ρόλο του «Εσύ» ως υποκειμένου στο οποίο απευθύνεται ο ποιητής και γενικά είναι απροσδιόριστο, ελεύθερο εκδοχών και αμφισημιών.
Ο θάνατος συνήθως είναι τρομώδης και ανατριχιαστικός, φτάνοντας σε μια αισθητική μορφή θρίλερ -αυτό ενισχύεται και από την εικονοπλαστική ικανότητα του ποιητή (π. χ. «Κάποιος που επιστρέφει στο κελί του/ Το ανθισμένο φέρετρο στα χόρτα/ Το παιδί που ανάβει το κερί του/ Του νεκρού το χτύπημα στην πόρτα», ΣΧΕΔΙΟ ΣΕΝΑΡΙΟΥ, σελ. 28). Το ποίημα φαίνεται να «μπαινοβγαίνει» μεταξύ θανάτου και ζωής και το όλο κλίμα συχνά συνδυάζεται με μια «εκ των έξω» ανεξέλεγκτη απειλή (π. χ. «Κανείς δεν ξέρει ποιος ζυγώνει/ Ποιος στη σκιά καραδοκεί/ Ποιος στο κορμί σου κατοικεί/ Ποιος επιστρέφει από τη σκόνη», «ΑΥΤΟΧΕΙΡΙΑ», σελ. 15). Αλλά κάποτε έχει ένα τελείως διαφορετικό πρόσωπο. Στο ποίημα «ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ» (σελ. 30) παρουσιάζεται με ευδοκία και σκηνές ομορφιάς που εμπνέουν αισιοδοξία! Μοιάζει σαν μια προετοιμασία για έναν όμορφο κόσμο και δεν εμπνέει καθόλου θλίψη. Υποθετικά και υπαινικτικά θυμίζει τη μετά θάνατο αγαλλίαση του παραδείσου -με ακαθόριστο πιθανολογικό βλέμμα- και τη διάθεση για γνωριμία με το άγνωστο («Σαν ένα μαγικό ταξίδι/ Μοιάζει η πομπή που ξεκινάει»).
Ο Θεός φαίνεται να μην τον ικανοποιεί ως διέξοδος από την ανθρώπινη ανασφάλεια του θανάτου και γι’ αυτό παρατηρούμε και το έντονο υπαρξιακό άγχος και τον μεταφυσικό σκεπτικισμό, και ενώ κάποιες στιγμές φαίνεται να μην τον αρνείται, τουλάχιστον άμεσα, εντούτοις κάποτε λέει με ειρωνεία:

Ω Κύριε Κύριε ποιος βαφτίζει
Το σώμα μου στον ουρανό;
Είμ’ ένα πλάσμα ταπεινό
Που στο σκοτάδι ρουθουνίζει

Ω Κύριε Κύριε δεν αντέχω
Τέτοια μακάβρια τελετή
Σκύλος που τρέμει τη βροχή
Φορώ το δέρμα μου και τρέχω

Κύριε που ντύνεσαι το γκρίζο
Κι έχεις το λάκκο μου ανοιχτό
Δεν βρίσκω τρύπα να κρυφτώ
Γι’ αυτό θυμώνω και γαβγίζω

«Η ΤΕΛΕΤΗ» σελ. 42

Αλλού δε, υποσκάπτει το ρόλο του («Στον κόσμο που ’χει κουραστεί/ Κλεισμένος στον ημεροδείχτη/ Ρίχνει ο Θεός το αχνό του δίχτυ/ Κι έχουν τα πάντα σκεπαστεί», ΘΗΣΕΙΟ- ΘΩΝ, σελ. 23).
Χαρακτηριστικός είναι και ο σκεπτικισμός του για τη μεταθανάτια ζωή («Προβάλλουν κι άλλες μέσα μου εκδοχές/ Περί ζωής αλήθειας και θανάτου/ Γαλήνιος αντικρίζω το αχανές/ Μεσ’ απ’ τ’ ανίδεο βλέμμα τού προβάτου», ΕΠΕΚΕΙΝΑ, σελ. 20).
Η ακαθόριστη Σκλώπα, που ενίοτε η αναφορά της τραβά την προσοχή, έχει το ρόλο ενός εξωτερικού παρατηρητή, που μάλλον περιορίζει έμμεσα την ανεμελιά και, ίσως, την ελευθερία, ενώ συχνά παίζει το ρόλο του φόβητρου. Μας θυμίζει τελικά ότι σε καμία περίπτωση δεν είμαστε μόνοι, ακόμα και αν φαινομενικά αυτό συμβαίνει, γιατί, υποθέτω, ότι μάλλον οι πράξεις και οι επιλογές μας μας «βαραίνουν» και μας καθορίζουν σε σχέση με τους άλλους και τον εαυτό μας.
Βασικά μοτίβα έκφρασής του είναι το νερό, το χιόνι, το κρύο, το σκοτάδι και οι σκιές. Λειτουργούν συνήθως μέσω μεταφορών και παρομοιώσεων και διαμέσου των ιδιοτήτων τους (κρύο, λευκότητα, δροσιά κ. τ. λ.).
Το νερό δημιουργεί κάποτε την αίσθηση του βουλιάγματος στην αποτυχία («Τα παραμύθια γέμισαν νερό», ΕΞΑΡΧΕΙΑ, σελ. 11), άλλοτε θλίψης («Χρόνια τώρα στο σκοτάδι περιμένω/ Και τα μάτια μου γεμίσανε νερό», ΤΑΡΑΤΑΤΑΜ ή ΤΟ ΞΟΡΚΙ, σελ. 17), διάβρωσης («Στην τροτέζα που την έλιωσε η βροχή», ΤΑΡΑΤΑΤΑΜ ή ΤΟ ΞΟΡΚΙ, σελ. 17), υλικού μέσα στο οποίο καταβυθισμένα τα όντα προκαλείται η λήθη («Ρίχνω το βλέμμα μου στο χρόνο/ και τ’ όνομά μου στο νερό», ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ, σελ. 21)• δημιουργεί ευδοκία και θετικά συναισθήματα («Τρέχει το κρύσταλλο νερό/ Σε χρυσοποίκιλτες μπανιέρες», ΘΗΣΕΙΟ-ΘΩΝ, σελ.23) και γενικά χρησιμοποιείται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Κάποτε δε, έχει παράδοξες ιδιότητες («Πλαστικά νερά και φώτα νέον», ΕΝΣΩΜΑΤΟΣ, σελ. 22).
Το «σκοτάδι» και η «νύχτα» συνεισφέρουν στο τρομώδες κλίμα (π. χ. σελ. 33, 39). Προκαλούν αίσθημα ερημιάς, απομόνωσης και προσέγγισης στο θάνατο (π. χ. σελ. 32, 33, 38). Το «παιδί» φαίνεται να διεισδύει, άξαφνα και στιγμιαία, στην ψυχή τού ποιητή, αναμοχλεύοντας σύντομες μνήμες ή αποσπασματικές εικόνες (π. χ. «Το παιδί που ανάβει το κερί του», ΣΧΕΔΙΟ ΣΕΝΑΡΙΟΥ, σελ. 28, «Νύχτα και δε φάνηκε ακόμα/ Το παιδί που μπαίνει από το φεγγίτη», NOTTURNO, σελ. 37). Σε κάποιο σημείο, αξιοποιώντας την αντίθεση της μικρής ηλικίας και των δυνατοτήτων για ζωή, με το θάνατο, δημιουργεί ανατριχιαστική τραγικότητα, σχεδόν σαν εικόνα ταινίας θρίλερ («Μου γνέφουν δυο νεκρά παιδιά», Η ΕΡΗΜΟΣ, σελ. 39, «Νεκρό παιδί να σιγοκλαίει», Η ΜΑΓΙΣΣΑ, σελ. 40).
Βλέποντας σφαιρικά την ποίηση του Ορέστη Αλεξάκη, συμπεραίνουμε ότι είναι η ποίηση της ανεκπλήρωτης γνώσης, της ελλειπτικής αλήθειας και των σύντομων εικόνων, διαποτισμένη με θλίψη, καθώς ο άνθρωπός παρουσιάζεται σαστισμένος, αδύναμος και ατελής, σε έναν ανεξιχνίαστο κόσμο, που τον φοβίζει και είναι πολυποίκιλος και «τεράστιος».

1) «μια ποιητική απεικόνιση της ουσίας που προβάλλει το ανείπωτο», όπως λέει η Νένα Κοκκινάκη (Ακροατής οριζόντων/ Γαβριηλίδης 2004/ σελ. 77).
2) «ένα παζλ ομοιογενών συγγενών, αλλά και απολύτως ετερογενών και άσχετων μεταξύ τους θραυσμάτων», όπως λέει ο ίδιος στο οπισθόφυλλο της συλλογής «Μου γνέφουν».

Πρώτη δημοσίευση: Περιδικό "Πάροδος" στα πλαίσια του αφιερώματος στον Ορέστη Αλεξάκη

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

ΤΟ «ΑΓΚΡΙΤΣΕΝΤΟ» ΜΙΑ ΠΟΛΥΔΙΑΣΤΑΤΗ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΗ ΒΟΥΤΙΑ

Το Αγκριτσέντο είναι για τους ήρωες του Κώστα Χατζηαντωνίου καταφύγιο, σημείο λήθης, αποσιώπησης, αποφυγής και διαγραφής του παρελθόντος, αλλά και καινούριας αρχής, έχοντας για τον καθένα τη δική του ιδιαιτερότητα. Σε αυτήν την αλλαγή δεν είναι αποκομμένοι από τον εαυτό τους, αλλά ανακινούνται μέσω της μνήμης, από κομμάτια που αναδύονται από το παρελθόν, που είναι συχνά εγκλωβισμένα μέσα τους και αναγνωρίζονται ως ουσιαστικά στοιχεία της ζωής και της ψυχολογίας τους.
Η επιστροφή τους στο παρελθόν και τις μνήμες κυριαρχεί στο βιβλίο, είτε με μορφή τοπολογική, δηλαδή επαναφορά στα πάτρια εδάφη, στους ανθρώπους, είτε στην ιστορία του τόπου, ως διερεύνηση και συναίσθηση των προγονικών ριζών -όπως στην περίπτωση του Παυσανία. Η νοσταλγία αυτών που πέρασαν, των ευτυχισμένων στιγμών και αυτών που δεν κατάφεραν να ζήσουν, είναι οι κινητήριες δυνάμεις τους. Ακόμα και όταν οι αφορμές είναι οι μαφιόζικες αποστολές, αυτό που κυριαρχεί στην ψυχή τους είναι η ευχαρίστηση και η νοσταλγία της επιστροφής, που ενισχύεται από μια ελαφρώς διάχυτη απογοήτευση που νιώθουν, που μετασχηματίζεται σε μια χαμηλών τόνων ανάγκη αλλαγής, για κάποιους εν είδει επαναφοράς σε μια πρότερη αγνότητα ή συναισθηματική παράδοση στον έρωτα.
Το βιβλίο είναι ένα πολυδιάστατο ταξίδι, όχι μόνο στις προσωπικές ιστορίες των ηρώων του, αλλά διαμέσου αυτών στην ιστορία, στη φιλοσοφία, στην ψυχολογία, στον έρωτα, στην πολιτική και σε πλήθος άλλα αντικείμενα. Συχνά είναι μια έμμεση δοκιμιογραφία -όπως ξέρουν να κάνουν πολλοί καλοί μυθιστοριογράφοι-, που επιρρώνεται από τη θητεία του συγγραφέα στις μελέτες και στο δοκίμιο. Οι ξεχωριστές ιστορίες και δράσεις των προσώπων που εμπλέκονται, μέσα από την παράλληλη αφηγηματική εναλλαγή από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, σπάει την συνεχή αφήγηση, συναρμόζεται όμως τελικά σε ένα ενιαίο σύνολο, που έχει σαφώς μια κατεύθυνση εξέλιξης. Περιττό από πλευράς πλοκής δεν υπάρχει. Κάποτε μόνο εκτρέπεται σε γνωστικά αντικείμενα, ξεφεύγοντας εσκεμμένα από το μύθο.
Επί το πλείστον οι ήρωές του βρίσκονται σε υπαρξιακή κρίση, από την οποία φορτίζονται και στη συνέχεια ενεργούν. Παρουσιάζουν ένα έλλειμμα που προσπαθούν να πληρώσουν με τις ενέργειες και τη συμπεριφορά τους. Τους ταλανίζουν, άμεσα ή έμμεσα, ερωτήματα όπως: «Έκαναν αυτά που πραγματικά ήθελαν στη ζωή τους;», «Μήπως έπρεπε να κάνουν κάτι άλλο;», «Μπορούν να το κάνουν τώρα -στο μυθιστορηματικό χρόνο- ή είναι αργά;», «Η επιστροφή αυτή θα είναι μια λύτρωση;».
Συνδετικός κρίκος των ιστοριών -εκτός της πλοκής- είναι το Αγκριτσέντο, που «δεν είναι απλά μια πόλη», όπως λέει ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο, αντιπροσωπεύει το παρελθόν, διαμορφώνοντας τη Σικελική ιδιοσυγκρασία και σκέψη, ζει μέσα στα μνημεία -που λειτουργούν συνεκδοχικά και κάποτε ασυνείδητα και όχι πάντα ως καθαρές μαρτυρίες-, την ιστορία και τη γενεαλογική μετάβαση. Εκεί είναι το σημείο που θα συναντηθούν αναζητώντας τη λύτρωση και τη ζωή.
Η εγκιβωτισμένη ιστορία της ζωής και της δράσης του Εμπεδοκλή, μέσα από το αφήγημα που συγγράφει ο Παυσανίας Ανκίτε, του δίνει δυνατότητα να ξετυλίξει την ιστορία του τόπου και να κάνει ιστορικές αναφορές που λειτουργούν γνωσιολογικά και αισθητικά. Σαφώς η γνώση επιδιώκεται και απορρέει από αυτό, αλλά και από μια παράθεση παράπλευρων στοιχείων που παρεμβάλλονται στην αφήγηση, έπ’ αφορμή των μνημείων, του τόπου, των συζητήσεων των ηρώων, ακόμα και με άμεση παρεμβολή σκέψεων του αφηγητή-συγγραφέα. Οι παρεμβολές όμως αυτές είναι άριστα προσαρμοσμένες και δεν δρουν αποσπαστικά και με διδακτισμό. Τα Εμπεδόκλεια μάλιστα αποσπάσματα δημιουργούν μια ξεχωριστή νότα στο κείμενο και λειτουργούν ως μικρές ανάπαυλες από τη ροή της πλοκής, καθώς μόνο ελάχιστη και ίσως έμμεση σχέση έχουν με το κείμενο. Η σαγήνη της ανάπλασης του παρελθόντος, είτε του βιωμένου ως μνήμη, είτε του ιστορικού, μέσα από την εικονοπλαστική και περιγραφική ικανότητα του συγγραφέα, συμπληρώνεται με φανταστικά στοιχεία, που συναρμόζονται με τα υπαρκτά και υπόκεινται στο φίλτρο της ωραιοποίησης και της γραφικότητας. Η αναγνωστική απόλαυση έγκειται, εκτός από την πλοκή, στο τουριστικό ρεμβαστικό βλέμμα, στις εμβριθείς σκέψεις και στην «ηδονή» της αποκτούμενης γνώσης. Ο συγγραφέας καταβάλλεται από ένα αίσθημα αγάπης και συμπάθειας προς τον τόπο αυτό και ό,τι έμψυχο αντιπροσωπεύει και τον παρουσιάζει έτσι ώστε να μας οδηγήσει στην αισθητική ικανοποίηση. Ως Έλληνας δείχνει μια ιδιαίτερη ευαισθησία ως προς τα ελληνικά στοιχεία και την ελληνικότητα του τόπου, τα οποία και προβάλλει και τα εντοπίζει τόσο στα μνημεία, όσο και στους ανθρώπους. Η νοοτροπία βέβαια των ηρώων μοιάζει καθαρόαιμα ιταλική, ιδιότυπα σικελική και, φαντάζομαι, ότι έτσι πρέπει να είναι, μια και ο συγγραφέας δεν την αντιμετωπίζει ως Έλληνας, αλλά ως ουδέτερος παρατηρητής. Ο Κώστας Χατζηαντωνίου γράφει ελεύθερος, αλλά μέσα στα όρια του ρεαλισμού, και με την ιδιότητα αυτή κατακτά την αξία του το κείμενο.
Η χρήση της γλώσσας είναι άριστη, συχνά με δοκιμιακό χαρακτήρα, σταθερότητα και ακρίβεια, χωρίς περιττές λογιότητες. Μεστή, ουσιώδης, καλοδουλεμένη, χωρίς περιθώρια ασάφειας και παρεξηγήσεων, είναι ένα αρραγές μίγμα, που απομακρύνεται από το σύγχρονο πρόχειρα επιπόλαιο καθημερινό λόγο. Η παρεμβολή χωρίων που αφορούν τον Εμπεδοκλή ενισχύει τα παραπάνω χαρακτηριστικά.
Οι ήρωές του είναι άνθρωποι με προσωπικότητα, περηφάνια, ολοκληρωμένες οντότητες, που έχουν συνείδηση του κόσμου και της ζωής τους, μοιάζουν σαν πρότυπα μορφών, όχι υποχρεωτικά τέλειων, μα ουσιαστικών. Και να σφάλουν διατηρούν το υψηλό πνευματικό και ηθικό τους επίπεδο, ακόμα και όταν έχουν τη «νουάρ ηθική» των παρανόμων, μια και κάποιοι αποτελούν μέλη παράνομων οργανώσεων. Περιγράφονται πλέρια, χωρίς κενά, στηρίζονται και στεριώνονται πλήρως. Συχνά μοιάζουν διστακτικοί απέναντι στα πράγματα, αφηνόμενοι στη ροή τους. Στους περισσότερους ο δυναμισμός και η αποφασιστικότητα μοιάζουν να έχουν παρέλθει, μαζί με τη χρόνια απογοήτευση από τα ιδανικά τους και τις σχέσεις τους με την πρότερη ζωή, μια και έχουν διαβεί το κατώφλι των σαράντα ετών, ωριμάζοντας ψυχικά και ξεπερνώντας τον ενθουσιασμό της νιότης. Είναι όμως προπαρασκευασμένοι ψυχολογικά να δεχθούν τη συγκίνηση και την αλλαγή. Το Αγκριτσέντο ως μαγιά παρελθόντος είναι εκεί γι’ αυτούς. Συνήθως γίνεται ανάλυση συναισθημάτων των ηρώων και των αιτιών τους -κάνοντας ανάδρομες αφηγήσεις, ψυχογραφικές αναλύσεις, διαλόγους και απευθείας επεξηγήσεις-, όσο και του τρόπου δράσης και συμπεριφοράς τους, ως προς το πού αποσκοπούν ή τι αναμένουν. Οι αναλύσεις αυτές γίνονται παράλληλα με την εξέλιξη της πλοκής και καθιστούν το κείμενο ρεαλιστικά σαφές, οδηγώντας με ευκρίνεια τη σκέψη του αναγνώστη, σε στέρεα και καθορισμένα μονοπάτια, έξω από παρανοήσεις, αφήνοντας την προτεραιότητα στην αφήγηση και την εικονοπλαστική περιγραφή.
Ο ρόλος της ιταλικής μαφίας περιγράφεται τόσο όσο χρειάζεται για την εξέλιξη του μύθου, αποφεύγοντας στοιχεία που, ίσως, θα οδηγούσαν στην ηθική αποδυνάμωση των ηρώων και στη μετατόπισή τους στο χώρο των αντιηρώων, κάτι που δεν προτιμάται, μια και επιδιώκεται η συμπάθεια και η κατανόησή τους. Ούτε κρίνεται, άμεσα τουλάχιστον, ηθικά ο ρόλος της μαφίας και των πολιτικών τεκταινομένων, που αντιμετωπίζονται λίγο γραφικά. Έτσι γίνεται μια πολύ ακαθόριστη, περισσότερο ψυχολογική, παρά λογική, προσέγγιση των ιδεών της και των θυγατρικών ή παρεμφερών οργανώσεών της. Έτσι διαβάζουμε μέσα από τα λόγια του Λουίτζι: «Δεν ήταν μια οργάνωση ό,τι ονομάζουν ‘‘Μαφία’’, δεν είχε σχέση με τα κόμματα, δεν ήταν κλέφτης ή ληστής ο μαφιόζος. Ήταν η αντίσταση μιας ράτσας, η ανυπόταχτη σικελική ψυχή μας. Το αίσθημα περηφάνιας, τιμής και ανυπακοής κάθε Σικελού απέναντι σε κάθε ισχυρό, ενάντια σε κάθε άδικο νόμο. Η συνείδηση της ξεχωριστής μας ύπαρξης. Ίσως μια υπερεκτίμηση της ατομικής δύναμης που θέλουμε να είναι ο μοναδικός κριτής κάθε αντίθεσης και κάθε σύγκρουσης ανθρώπων κι ιδεών. Μια νοσταλγία άγριας, φυσικής ελευθερίας, τότε που ζούσαμε σύμφωνα με τη φαντασία μας» (σελ. 96).
Μέσα από ψυχογραφία προκύπτει η σικελική ιδιοσυγκρασία, το τοπικό, το ιδιαίτερο, αυτό που καθορίζει, ως ένα βαθμό, ενοποιητικά το κείμενο. «Όμορφοι, τολμηροί και αλαζονικοί», όπως λέει για τους ανυπότακτους Σικελούς (σελ. 102). Έτσι οι αναλυτικές και δοκιμιακές ικανότητες τού συγγραφέα αποτυπώνονται ξανά πεντακάθαρα και στο μυθιστορηματικό του στίγμα. Οι Σικελοί σκιαγραφούνται και επεξηγούνται σφαιρικά, τόσο συναισθηματικά, όσο και ιστορικά και αιτιολογικά. Οι κώδικες τιμής και η ιδιότυπη ηθική τους μας παραπέμπει στα φιλμ νουάρ, μια και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αμερικάνικη μαφία -πάνω στην οποία καλλιεργήθηκε έντονα το νουάρ-, έχει τις απώτατες ρίζες της στη σικελική, τόσο λόγω των Ιταλών μεταναστών, όσο και εξ’ αιτίας των συνθηκών της Νέας Χώρας. Έτσι διακρίνω έναν «ηθικό ρομαντισμό» και μια ελαστικότητα, που προσωπικά προτιμώ από την άκαμπτη σκληρότητα των ηθικοφρόνων προσωπείων. Για παράδειγμα παρατηρούμε τον Παυσανία να ανταποδίδει παλιότερη υποχρέωσή του κρύβοντας τον παράνομο Γκαετάνο. Ενώ τοποθετούνται τα συναισθήματα φιλίας πάνω από το νόμο και αποφεύγεται η κατάδοση παρανόμων, παρά μόνο όταν προσβλέπουν στον πλουτισμό του Φράνκο, που δεν γνωρίζει άμεσα τους ήρωες και λειτουργεί τυχοδιωκτικά.
Αυτό που διακατέχει τον Παυσανία Ανκίτε, είναι το πάθος για τη γνώση και την έκφρασή της, ως διάδοση ιδεών, είτε μέσω του γραπτού λόγου, είτε μέσω του προφορικού, όπως καθαρά φαίνεται στο κεφάλαιο 15 στη συζήτησή του με τον Λίνο. Αλλά αυτή η ιδιότητα δεν είναι μόνο του ήρωα του βιβλίου, είναι γενικότερα αρχή της γραφής του συγγραφέα, συχνά βέβαια με πιο έμμεσο τρόπο. Διδάσκει. Θέλει να μας μάθει το παρελθόν μας, να μας δώσει τρόπους σκέψης, να μας παρουσιάσει τοπία και μνημεία, και φτιάχνει με επιτυχία ένα βιβλίο που αποσκοπεί στην τέρψη μέσω της γνώσης, τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό. Δεν ηθικολογεί, δεν κατακρίνει άμεσα, παρά μόνο συμπεραίνει ως απόρροια της σταθερής γνώσης, δηλαδή εξ’ αποτελέσματος.
Το βιβλίο δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα, είναι ένα μυθιστόρημα και για την ιστορία, ως ζωντανό σώμα της σημερινής πραγματικότητας και ως σπόρος μέσα μας. Έτσι πονάει, αγωνίζεται, συμπεραίνει, δηλαδή αναπνέει και ζει.
Ο έρωτας παρουσιάζεται σαγηνευτικός μεν, αλλά όχι κραυγαλέος, σε απόλυτα ανθρώπινα μέτρα, μακριά από ιδεαλισμούς, και δε διστάζει, με τη ρεαλιστική ματιά του τριτοπρόσωπου αφηγητή και κάποτε με δοκιμιακού τύπου άμεσες παρεμβάσεις, που παρεμβάλλονται στην αφήγηση, να τον απομυθοποιήσει (π. χ. «Όσο πιο ηδονική είναι η πράξη, τόσο πιο λίγο σου φτάνει αυτή η ηδονή. Και ζητά να γίνει έρωτας, μια σοβαρή αυταπάτη, λάθος καταστροφικό», σελ. 282). Θίγεται τόσο μέσα από τη συζυγική αγάπη του Παυσανία και της Μπιάνκα, ως μνήμη, αλλά και ως ανολοκλήρωτη παροδική μορφή, μέσα από τη σχέση Λίνου και Ισαβέλλας, δηλαδή σε διάφορες εκφάνσεις και χωρίς συνταγές.
Το Αγκριτσέντο είναι ένα μυθιστόρημα που έχει να δώσει πολλά πράγματα με άριστο τρόπο και αυτό το καθιστά σημαντικό και θα πρέπει να καταγραφεί στα βιβλία που «μένουν».

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Πάροδος τεύχος 48, στα πλαίσια του αφιερώματος στον Κώστα Χατζηαντωνίου

Η ψυχανάλυση στο έργο «Η αλεπού και ο κόκκινος χορός» της Χλόης Κουτσουμπέλη/ Εκδόσεις Γαβριηλίδης

Η Χλόη Κουτσουμπέλη σε αυτή τη συλλογή της γίνεται αναπάντεχα αποκαλυπτική, φτάνοντας ως την αυταπάρνηση, καθώς εκμυστηρεύεται μύχιες σκέψεις της και πράγματα που είναι δύσκολο, ως απίθανο, να παραδεχτεί κάποιος για τον εαυτό του, και αυτό δείχνει μια ξεχωριστή γενναιότητα και δίνει έναν ιδιαίτερο τόνο στο έργο της.
Η ποιήτρια μοιάζει τρυφερά ανήλικη, αλλά με εντυπωσιακή συναίσθηση των όντων, με εφηβικές ερωτικές αντιδράσεις, που ενέχουν μια ένταση και τραγικότητα, μέσα από το απόλυτο «δόσιμο». Στα ποιήματά της ο άνθρωπος μοιάζει να διαχωρίζεται σε δυο υποστάσεις, στο «Φαίνεσθαι» και στο «Είναι», που αλλιώς μεταφράζονται στους ανταγωνιστικούς φροϋδικούς όρους, του «Εγώ», που πιέζεται από το «Αυτό» και το «Υπερεγώ». Έτσι υπό την επιρροή της ποιητικής μέθεξης και του συναισθηματισμού, αναδύονται υποσυνείδητοι φόβοι, θελήσεις και ερωτισμός (π. χ «Ο λύκος» σελ 12), ενώ κάνει και άμεση αναφορά στο Φρόιντ (σελ 36 «Άννα Ο»).
Το σκοτάδι ξεχύνεται σαν σύμβολο ενδόμυχων φόβων και υποσυνείδητων πόθων, ενώ συνήθως στην κατάληξη τού ποιήματος, και συχνά ενδιαμέσως, αναδύεται μια τραγικότητα, που συνήθως είναι σαρωτική ή φλερτάρει με το στοιχείο του θανάτου (π. χ. σελ.12, σελ.19), που συχνά φτάνει στην εξιλεωτική αυτοκαταστροφή και αυτοτυραννία (π. χ. σελ.27), αναμιγμένη κάποτε με ηδονιστικά στοιχεία.
Η γυναίκα παρασύρεται από τον έρωτα, που εκτός από συναισθηματικά σαρωτικός, γίνεται αναπόφευκτα ανεξέλεγκτος και καταστροφικός, συμφυής και αναπότρεπτος, και καθιστά τον άνθρωπο έρμαιό του. Συνήθως το στοιχείο τής αυτοκαταστροφής, παρουσιάζεται σε κορύφωση, κυρίως στο τέλος των ποιημάτων, ακολουθώντας μια γραμμικά «ανηφορική» συναισθηματική πορεία.
Ο κόσμος της συλλογής, είναι ένας κόσμος με λύκους, μάγισσες, πόθους, παράλογες εμμονές, κινήσεις, κάποτε σαν αυτιστικές, που κάνουν το έργο ατμοσφαιρικό. Οι εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη, γρήγορα, συχνά ξαφνιάζοντάς μας, έχοντας συνήθως μια «μαγική», αισθησιακή ή «παραμυθική» χροιά, και από αυτές, κυρίως, πηγάζει η απόλαυση που γεννά η ποίησή της, ενώ μας κάνει να νιώθουμε και να ταυτιζόμαστε, με κάθε ενδόμυχη θέληση ή φόβο της, καθώς κατά βάθος, είναι και δικά μας, αλλά δεν έχουμε τη δύναμη να τα παραδεχτούμε άμεσα.
Με σουρεαλιστικά στοιχεία γραφής, προσπαθεί να προσδιορίσει συμπεριφορές, μεταφορικά ή αλληγορικά, έμμεσα και γενικά, συχνά ξεκινώντας από προσωπικά βιώματα και γενικεύοντας στη συνέχεια, ενώ άλλοτε αντλεί συναισθηματικές φορτίσεις από αρχέτυπα (π. χ «Θάνατος», «Μητέρα θεά», «Φόβος του σκοταδιού», «Φόβος για τα άγρια ζώα»), άλλοτε από μυθολογικές αντιστοιχίες (π. χ «Αντιγόνη») και λογοτεχνικές αναφορές (π. χ «Μαντάμ Μποβαρύ»), και έτσι η αίσθηση του ποιήματος είναι περισσότερο πηγαία, παρά άμεσα λογική.
«Η αλεπού και ο κόκκινος χορός» μοιάζει σαν συνέχεια των συλλογών της «Η αποχώρηση της λαίδης Κάπα» και του «Η λίμνη, ο Κήπος και η Απώλεια», καθώς τα μοτίβα επαναλαμβάνονται και ισχυροποιούνται.
Μέσα όμως στο πάθος και τον ερωτισμό της συλλογής, υποθάλπεται ένας εγκλωβισμός, μια απειλή -ίσως ο «άλλος εαυτός μας-, ένα συμφυές αποτύπωμα τής ανθρώπινης μοίρας, μια ακαταμάχητη θέληση, μια συναισθηματική απογοήτευση, μια πληγή, μια πικρία για την αγνότητα, την αθωότητα και την ανεμελιά την οποία ανεπιστρεπτί χάσαμε -πηγή επίσης μιας τραγικότητας-, από τα οποία πηγάζει η ποιητική έμπνευση και έκφραση.

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Πάροδος

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ/ ΝΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ/ ΚΑΛΕΝΤΗΣ 2011

Μέσα στο βιβλίο αναπτύσσονται οι υποθετικές αντιδράσεις σε μια σειρά καταστροφών και απειλών, δίνοντας έμμεσα τον παραλογισμό της σημερινής πραγματικότητας, των συμπεριφορών, των θέσεων, των κρίσεων και των συμπερασμάτων της κοινής γνώμης, των φορέων, των δημοσιογράφων και των εν είδει «διανοούμενων». Το στίγμα του βιβλίου είναι ο έμμεσος τρόπος απόδοσης μιας διαμαρτυρίας για τα τρωτά του σύγχρονου κόσμου μας. Η τεχνική αυτή είναι πιο πετυχημένη όταν πραγματοποιείται με διακριτικό ή αλληγορικό τρόπο, παρακάμπτοντας την παγίδα του διδακτισμού, ενώ βάζοντας τις απόψεις στα στόματα των ηρώων του και με τη χρήση του διαλόγου και κάποτε του αντίλογου τους δίνει ευκαμψία και τις μετατρέπει σε ενδεχόμενα. Ξεχωρίζει έτσι η διαμαρτυρία για διάφορες σύγχρονες μάστιγες όπως για την περιβαλλοντολογική καταστροφή, την αποσιώπηση και εγκατάλειψη του νοήματος των μνημείων και της ιστορίας, την κλοπή των ελληνικών αρχαιοτήτων, τον υπερβολικό και στρεβλωτικό ρόλο των μέσων μαζικής ενημέρωσης, τον θρησκευτικό φανατισμό, την ανθρώπινη πλεονεξία και φιλοδοξία και πλήθος άλλες. Πιστεύω ότι λόγω της επιδείνωσης των συνθηκών ζωής, οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντολογικών, όλο και περισσότερο η τέχνη και η λογοτεχνία ειδικότερα, θα παίρνει θέσεις και θα εκφράζει κρίσεις και αυτό –κατά την ταπεινή μου γνώμη- αποτελεί δείγμα υγιών αντανακλαστικών, περισσότερο της νεολαίας, που με βαθιά συνείδηση και ίσως αργότερα με αίσθημα αλλαγής μπορεί να ελπίζουμε ότι θα μετασχηματίσει τον κόσμο και, γιατί όχι, θα κάνει την ανατροπή. Σε καμία βέβαια περίπτωση δεν αναφέρομαι στις μεθόδους της στρατευμένης τέχνης που οδηγούν σε νέο εγκλωβισμό.
Σαν παράπλευρα στοιχεία παρουσιάζονται οι ιστορικές, κοινωνικές, ιδεολογικές, επιστημονικές και καλλιτεχνικές γνώσεις, σύντομα, χωρίς ενδελεχείς επεκτάσεις που θα «βάραιναν» το κείμενο, ενώ η ζωντάνια και η αληθοφάνεια των διαλόγων των νεαρών ηρώων του προσθέτει δροσιά, καθώς τα επικαιρικά στοιχεία μάς προσγειώνουν στη σύγχρονη πραγματικότητα, προσθέτοντας την πινελιά τους στη συνολική σύνθεση. Η γνωσιολογική έτσι συνεισφορά του κειμένου γίνεται μέσα στη λογοτεχνική σφαιρικότητά του, μια και γενικότερα οι καλοί συγγραφείς είναι λίγο απ’ όλα και «τίποτα» το συγκεκριμένο, παρά μόνο ευαίσθητοι και με ευρεία παιδεία άνθρωποι. Κάτω από τη σκιά της απειλής της καταστροφής των αγαλμάτων εκκινούνται και τονίζονται ακόμα πιο έντονα οι σημασιολογικές τους έννοιες και οι συνειρμοί με βάση τους οποίους λειτουργούν και επιδρούν στους ανθρώπους. Τα αγάλματα αυτοκαταστρέφονται μας εγκαταλείπουν, ίσως γιατί πρώτα εμείς παραβλέψαμε την αξία και το νόημά τους, διαμορφώσαμε τον κόσμο μας αγνοώντας τις έμμεσες συμβουλές τους, τους γυρίσαμε την πλάτη και στη συνέχεια έκαναν και αυτά το ίδιο.
Το λευκό είναι σύμβολο της ισοπεδωτικής απελπισίας, της νοσηρότητας, του εγκλωβισμού και της ψυχασθένειας και συνυφαίνεται με το στρεβλωτικά δηλητηριώδες -στην πραγματικότητα ζωογόνο και αναπτυξιογόνο- γάλα της ζωής. Ο συμβολισμός έτσι είναι πολυποίκιλος και επιτυχημένος.
Μια σειρά υποθετικές αντιδράσεις και προβλέψεις στη διαγραφόμενη καταστροφή, δοσμένες ηθελημένα συχνά με ειρωνική υπερβολή, κάνουν το έργο καυστικό, είναι καλοδουλεμένες και στηρίζουν επαρκώς το μύθο και τα συμπεράσματά του. Ο πανικός από την ασθένεια του ύπνου των αγαλμάτων οδηγεί άλλους στην εξαχρείωση, στον ατομισμό, στη μοιρολατρία και στο θρήνο και άλλους στην αλληλεγγύη και στην προσπάθεια ερμηνείας και κατά αυτή την έννοια το έργο γίνεται υποθετικά ψυχογραφικό και μύχιο, μια και μέσα από ακραίες μορφές και μομφές οδηγούμαστε στη σκιαγράφηση της σημερινής υπάρχουσας καταστάσεως. Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι οι ψυχολόγοι, κατά ανάλογο τρόπο, χρησιμοποιούν τις ψυχασθένειες ως ακραίες μορφές για τη διερεύνηση των «φυσιολογικών» ανθρώπων. Ας θυμηθούμε τα συμπεράσματα του Φρόυντ.
Τα παραθέματα λογοτεχνών, φιλοσόφων και επιστημόνων που αναφέρονται ως προμετωπίδες στην αρχή των κεφαλαίων δρουν ως μια αποφθεγματική τεκμηρίωση και επέκταση του νοήματος του μύθου.
Υπάρχει μια κλιμάκωση της διαγραφόμενης απειλής και μια περιπετειώδης δράση, που ξεκινά από τα αγάλματα και τα μνημεία και εξελίσσεται σε ανθρώπινη ασθένεια και πανδημία. Έτσι ενυπάρχει η αγωνία, ο τρόμος, η απορία και οι εικασίες. Υπάρχει και το τραγικό στοιχείο αλλά ατονεί μπροστά στην αγωνία και το κείμενο κάθε άλλο παρά λυγμικό είναι. Γενικά είναι γεμάτο ευρηματικές έννοιες, υπαινιγμούς και παραλληλισμούς καταστάσεων και θεμάτων, ώστε να διατηρείται ζωντανό πέρα της πλοκής και της αγωνίας, κάνοντάς μας να σκεφτόμαστε και να προβληματιζόμαστε.
Η γραφή του είναι σύγχρονη, τόσο θεματολογικά, μα και γιατί οι πρωταγωνιστές του είναι σκεπτόμενοι νέοι, αποδίδοντας άριστα τη συμπεριφορά τους, με τη χρήση από μέρους τους του διαδικτύου, τόσο και κοινωνικά –όπως ήδη θίχτηκε-, όσο και από πλευράς της ρεαλιστικής τους γλώσσας, των εκφραστικών τους μέσων και της γρήγορης και συχνά παγκόσμιας ροής των πληροφοριών, των δρώμενων και των κρίσεων.
Η ιστορία τελειώνει με μια σειρά από απανωτούς εγκιβωτισμούς, κάτι σαφώς ευρηματικό και αγωνιώδες, καθώς η «αλήθεια» και η «πραγματικότητα» χάνονται μέσα στο βάθος του ονείρου και της μεταφυσικής και αφήνεται ένα παράθυρο συνέχειας του τρόμου.