Η λίστα ιστολογίων μου

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

ΤΟ «ΑΓΚΡΙΤΣΕΝΤΟ» ΜΙΑ ΠΟΛΥΔΙΑΣΤΑΤΗ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΙΚΗ ΒΟΥΤΙΑ

Το Αγκριτσέντο είναι για τους ήρωες του Κώστα Χατζηαντωνίου καταφύγιο, σημείο λήθης, αποσιώπησης, αποφυγής και διαγραφής του παρελθόντος, αλλά και καινούριας αρχής, έχοντας για τον καθένα τη δική του ιδιαιτερότητα. Σε αυτήν την αλλαγή δεν είναι αποκομμένοι από τον εαυτό τους, αλλά ανακινούνται μέσω της μνήμης, από κομμάτια που αναδύονται από το παρελθόν, που είναι συχνά εγκλωβισμένα μέσα τους και αναγνωρίζονται ως ουσιαστικά στοιχεία της ζωής και της ψυχολογίας τους.
Η επιστροφή τους στο παρελθόν και τις μνήμες κυριαρχεί στο βιβλίο, είτε με μορφή τοπολογική, δηλαδή επαναφορά στα πάτρια εδάφη, στους ανθρώπους, είτε στην ιστορία του τόπου, ως διερεύνηση και συναίσθηση των προγονικών ριζών -όπως στην περίπτωση του Παυσανία. Η νοσταλγία αυτών που πέρασαν, των ευτυχισμένων στιγμών και αυτών που δεν κατάφεραν να ζήσουν, είναι οι κινητήριες δυνάμεις τους. Ακόμα και όταν οι αφορμές είναι οι μαφιόζικες αποστολές, αυτό που κυριαρχεί στην ψυχή τους είναι η ευχαρίστηση και η νοσταλγία της επιστροφής, που ενισχύεται από μια ελαφρώς διάχυτη απογοήτευση που νιώθουν, που μετασχηματίζεται σε μια χαμηλών τόνων ανάγκη αλλαγής, για κάποιους εν είδει επαναφοράς σε μια πρότερη αγνότητα ή συναισθηματική παράδοση στον έρωτα.
Το βιβλίο είναι ένα πολυδιάστατο ταξίδι, όχι μόνο στις προσωπικές ιστορίες των ηρώων του, αλλά διαμέσου αυτών στην ιστορία, στη φιλοσοφία, στην ψυχολογία, στον έρωτα, στην πολιτική και σε πλήθος άλλα αντικείμενα. Συχνά είναι μια έμμεση δοκιμιογραφία -όπως ξέρουν να κάνουν πολλοί καλοί μυθιστοριογράφοι-, που επιρρώνεται από τη θητεία του συγγραφέα στις μελέτες και στο δοκίμιο. Οι ξεχωριστές ιστορίες και δράσεις των προσώπων που εμπλέκονται, μέσα από την παράλληλη αφηγηματική εναλλαγή από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, σπάει την συνεχή αφήγηση, συναρμόζεται όμως τελικά σε ένα ενιαίο σύνολο, που έχει σαφώς μια κατεύθυνση εξέλιξης. Περιττό από πλευράς πλοκής δεν υπάρχει. Κάποτε μόνο εκτρέπεται σε γνωστικά αντικείμενα, ξεφεύγοντας εσκεμμένα από το μύθο.
Επί το πλείστον οι ήρωές του βρίσκονται σε υπαρξιακή κρίση, από την οποία φορτίζονται και στη συνέχεια ενεργούν. Παρουσιάζουν ένα έλλειμμα που προσπαθούν να πληρώσουν με τις ενέργειες και τη συμπεριφορά τους. Τους ταλανίζουν, άμεσα ή έμμεσα, ερωτήματα όπως: «Έκαναν αυτά που πραγματικά ήθελαν στη ζωή τους;», «Μήπως έπρεπε να κάνουν κάτι άλλο;», «Μπορούν να το κάνουν τώρα -στο μυθιστορηματικό χρόνο- ή είναι αργά;», «Η επιστροφή αυτή θα είναι μια λύτρωση;».
Συνδετικός κρίκος των ιστοριών -εκτός της πλοκής- είναι το Αγκριτσέντο, που «δεν είναι απλά μια πόλη», όπως λέει ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο, αντιπροσωπεύει το παρελθόν, διαμορφώνοντας τη Σικελική ιδιοσυγκρασία και σκέψη, ζει μέσα στα μνημεία -που λειτουργούν συνεκδοχικά και κάποτε ασυνείδητα και όχι πάντα ως καθαρές μαρτυρίες-, την ιστορία και τη γενεαλογική μετάβαση. Εκεί είναι το σημείο που θα συναντηθούν αναζητώντας τη λύτρωση και τη ζωή.
Η εγκιβωτισμένη ιστορία της ζωής και της δράσης του Εμπεδοκλή, μέσα από το αφήγημα που συγγράφει ο Παυσανίας Ανκίτε, του δίνει δυνατότητα να ξετυλίξει την ιστορία του τόπου και να κάνει ιστορικές αναφορές που λειτουργούν γνωσιολογικά και αισθητικά. Σαφώς η γνώση επιδιώκεται και απορρέει από αυτό, αλλά και από μια παράθεση παράπλευρων στοιχείων που παρεμβάλλονται στην αφήγηση, έπ’ αφορμή των μνημείων, του τόπου, των συζητήσεων των ηρώων, ακόμα και με άμεση παρεμβολή σκέψεων του αφηγητή-συγγραφέα. Οι παρεμβολές όμως αυτές είναι άριστα προσαρμοσμένες και δεν δρουν αποσπαστικά και με διδακτισμό. Τα Εμπεδόκλεια μάλιστα αποσπάσματα δημιουργούν μια ξεχωριστή νότα στο κείμενο και λειτουργούν ως μικρές ανάπαυλες από τη ροή της πλοκής, καθώς μόνο ελάχιστη και ίσως έμμεση σχέση έχουν με το κείμενο. Η σαγήνη της ανάπλασης του παρελθόντος, είτε του βιωμένου ως μνήμη, είτε του ιστορικού, μέσα από την εικονοπλαστική και περιγραφική ικανότητα του συγγραφέα, συμπληρώνεται με φανταστικά στοιχεία, που συναρμόζονται με τα υπαρκτά και υπόκεινται στο φίλτρο της ωραιοποίησης και της γραφικότητας. Η αναγνωστική απόλαυση έγκειται, εκτός από την πλοκή, στο τουριστικό ρεμβαστικό βλέμμα, στις εμβριθείς σκέψεις και στην «ηδονή» της αποκτούμενης γνώσης. Ο συγγραφέας καταβάλλεται από ένα αίσθημα αγάπης και συμπάθειας προς τον τόπο αυτό και ό,τι έμψυχο αντιπροσωπεύει και τον παρουσιάζει έτσι ώστε να μας οδηγήσει στην αισθητική ικανοποίηση. Ως Έλληνας δείχνει μια ιδιαίτερη ευαισθησία ως προς τα ελληνικά στοιχεία και την ελληνικότητα του τόπου, τα οποία και προβάλλει και τα εντοπίζει τόσο στα μνημεία, όσο και στους ανθρώπους. Η νοοτροπία βέβαια των ηρώων μοιάζει καθαρόαιμα ιταλική, ιδιότυπα σικελική και, φαντάζομαι, ότι έτσι πρέπει να είναι, μια και ο συγγραφέας δεν την αντιμετωπίζει ως Έλληνας, αλλά ως ουδέτερος παρατηρητής. Ο Κώστας Χατζηαντωνίου γράφει ελεύθερος, αλλά μέσα στα όρια του ρεαλισμού, και με την ιδιότητα αυτή κατακτά την αξία του το κείμενο.
Η χρήση της γλώσσας είναι άριστη, συχνά με δοκιμιακό χαρακτήρα, σταθερότητα και ακρίβεια, χωρίς περιττές λογιότητες. Μεστή, ουσιώδης, καλοδουλεμένη, χωρίς περιθώρια ασάφειας και παρεξηγήσεων, είναι ένα αρραγές μίγμα, που απομακρύνεται από το σύγχρονο πρόχειρα επιπόλαιο καθημερινό λόγο. Η παρεμβολή χωρίων που αφορούν τον Εμπεδοκλή ενισχύει τα παραπάνω χαρακτηριστικά.
Οι ήρωές του είναι άνθρωποι με προσωπικότητα, περηφάνια, ολοκληρωμένες οντότητες, που έχουν συνείδηση του κόσμου και της ζωής τους, μοιάζουν σαν πρότυπα μορφών, όχι υποχρεωτικά τέλειων, μα ουσιαστικών. Και να σφάλουν διατηρούν το υψηλό πνευματικό και ηθικό τους επίπεδο, ακόμα και όταν έχουν τη «νουάρ ηθική» των παρανόμων, μια και κάποιοι αποτελούν μέλη παράνομων οργανώσεων. Περιγράφονται πλέρια, χωρίς κενά, στηρίζονται και στεριώνονται πλήρως. Συχνά μοιάζουν διστακτικοί απέναντι στα πράγματα, αφηνόμενοι στη ροή τους. Στους περισσότερους ο δυναμισμός και η αποφασιστικότητα μοιάζουν να έχουν παρέλθει, μαζί με τη χρόνια απογοήτευση από τα ιδανικά τους και τις σχέσεις τους με την πρότερη ζωή, μια και έχουν διαβεί το κατώφλι των σαράντα ετών, ωριμάζοντας ψυχικά και ξεπερνώντας τον ενθουσιασμό της νιότης. Είναι όμως προπαρασκευασμένοι ψυχολογικά να δεχθούν τη συγκίνηση και την αλλαγή. Το Αγκριτσέντο ως μαγιά παρελθόντος είναι εκεί γι’ αυτούς. Συνήθως γίνεται ανάλυση συναισθημάτων των ηρώων και των αιτιών τους -κάνοντας ανάδρομες αφηγήσεις, ψυχογραφικές αναλύσεις, διαλόγους και απευθείας επεξηγήσεις-, όσο και του τρόπου δράσης και συμπεριφοράς τους, ως προς το πού αποσκοπούν ή τι αναμένουν. Οι αναλύσεις αυτές γίνονται παράλληλα με την εξέλιξη της πλοκής και καθιστούν το κείμενο ρεαλιστικά σαφές, οδηγώντας με ευκρίνεια τη σκέψη του αναγνώστη, σε στέρεα και καθορισμένα μονοπάτια, έξω από παρανοήσεις, αφήνοντας την προτεραιότητα στην αφήγηση και την εικονοπλαστική περιγραφή.
Ο ρόλος της ιταλικής μαφίας περιγράφεται τόσο όσο χρειάζεται για την εξέλιξη του μύθου, αποφεύγοντας στοιχεία που, ίσως, θα οδηγούσαν στην ηθική αποδυνάμωση των ηρώων και στη μετατόπισή τους στο χώρο των αντιηρώων, κάτι που δεν προτιμάται, μια και επιδιώκεται η συμπάθεια και η κατανόησή τους. Ούτε κρίνεται, άμεσα τουλάχιστον, ηθικά ο ρόλος της μαφίας και των πολιτικών τεκταινομένων, που αντιμετωπίζονται λίγο γραφικά. Έτσι γίνεται μια πολύ ακαθόριστη, περισσότερο ψυχολογική, παρά λογική, προσέγγιση των ιδεών της και των θυγατρικών ή παρεμφερών οργανώσεών της. Έτσι διαβάζουμε μέσα από τα λόγια του Λουίτζι: «Δεν ήταν μια οργάνωση ό,τι ονομάζουν ‘‘Μαφία’’, δεν είχε σχέση με τα κόμματα, δεν ήταν κλέφτης ή ληστής ο μαφιόζος. Ήταν η αντίσταση μιας ράτσας, η ανυπόταχτη σικελική ψυχή μας. Το αίσθημα περηφάνιας, τιμής και ανυπακοής κάθε Σικελού απέναντι σε κάθε ισχυρό, ενάντια σε κάθε άδικο νόμο. Η συνείδηση της ξεχωριστής μας ύπαρξης. Ίσως μια υπερεκτίμηση της ατομικής δύναμης που θέλουμε να είναι ο μοναδικός κριτής κάθε αντίθεσης και κάθε σύγκρουσης ανθρώπων κι ιδεών. Μια νοσταλγία άγριας, φυσικής ελευθερίας, τότε που ζούσαμε σύμφωνα με τη φαντασία μας» (σελ. 96).
Μέσα από ψυχογραφία προκύπτει η σικελική ιδιοσυγκρασία, το τοπικό, το ιδιαίτερο, αυτό που καθορίζει, ως ένα βαθμό, ενοποιητικά το κείμενο. «Όμορφοι, τολμηροί και αλαζονικοί», όπως λέει για τους ανυπότακτους Σικελούς (σελ. 102). Έτσι οι αναλυτικές και δοκιμιακές ικανότητες τού συγγραφέα αποτυπώνονται ξανά πεντακάθαρα και στο μυθιστορηματικό του στίγμα. Οι Σικελοί σκιαγραφούνται και επεξηγούνται σφαιρικά, τόσο συναισθηματικά, όσο και ιστορικά και αιτιολογικά. Οι κώδικες τιμής και η ιδιότυπη ηθική τους μας παραπέμπει στα φιλμ νουάρ, μια και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αμερικάνικη μαφία -πάνω στην οποία καλλιεργήθηκε έντονα το νουάρ-, έχει τις απώτατες ρίζες της στη σικελική, τόσο λόγω των Ιταλών μεταναστών, όσο και εξ’ αιτίας των συνθηκών της Νέας Χώρας. Έτσι διακρίνω έναν «ηθικό ρομαντισμό» και μια ελαστικότητα, που προσωπικά προτιμώ από την άκαμπτη σκληρότητα των ηθικοφρόνων προσωπείων. Για παράδειγμα παρατηρούμε τον Παυσανία να ανταποδίδει παλιότερη υποχρέωσή του κρύβοντας τον παράνομο Γκαετάνο. Ενώ τοποθετούνται τα συναισθήματα φιλίας πάνω από το νόμο και αποφεύγεται η κατάδοση παρανόμων, παρά μόνο όταν προσβλέπουν στον πλουτισμό του Φράνκο, που δεν γνωρίζει άμεσα τους ήρωες και λειτουργεί τυχοδιωκτικά.
Αυτό που διακατέχει τον Παυσανία Ανκίτε, είναι το πάθος για τη γνώση και την έκφρασή της, ως διάδοση ιδεών, είτε μέσω του γραπτού λόγου, είτε μέσω του προφορικού, όπως καθαρά φαίνεται στο κεφάλαιο 15 στη συζήτησή του με τον Λίνο. Αλλά αυτή η ιδιότητα δεν είναι μόνο του ήρωα του βιβλίου, είναι γενικότερα αρχή της γραφής του συγγραφέα, συχνά βέβαια με πιο έμμεσο τρόπο. Διδάσκει. Θέλει να μας μάθει το παρελθόν μας, να μας δώσει τρόπους σκέψης, να μας παρουσιάσει τοπία και μνημεία, και φτιάχνει με επιτυχία ένα βιβλίο που αποσκοπεί στην τέρψη μέσω της γνώσης, τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό. Δεν ηθικολογεί, δεν κατακρίνει άμεσα, παρά μόνο συμπεραίνει ως απόρροια της σταθερής γνώσης, δηλαδή εξ’ αποτελέσματος.
Το βιβλίο δεν είναι ιστορικό μυθιστόρημα, είναι ένα μυθιστόρημα και για την ιστορία, ως ζωντανό σώμα της σημερινής πραγματικότητας και ως σπόρος μέσα μας. Έτσι πονάει, αγωνίζεται, συμπεραίνει, δηλαδή αναπνέει και ζει.
Ο έρωτας παρουσιάζεται σαγηνευτικός μεν, αλλά όχι κραυγαλέος, σε απόλυτα ανθρώπινα μέτρα, μακριά από ιδεαλισμούς, και δε διστάζει, με τη ρεαλιστική ματιά του τριτοπρόσωπου αφηγητή και κάποτε με δοκιμιακού τύπου άμεσες παρεμβάσεις, που παρεμβάλλονται στην αφήγηση, να τον απομυθοποιήσει (π. χ. «Όσο πιο ηδονική είναι η πράξη, τόσο πιο λίγο σου φτάνει αυτή η ηδονή. Και ζητά να γίνει έρωτας, μια σοβαρή αυταπάτη, λάθος καταστροφικό», σελ. 282). Θίγεται τόσο μέσα από τη συζυγική αγάπη του Παυσανία και της Μπιάνκα, ως μνήμη, αλλά και ως ανολοκλήρωτη παροδική μορφή, μέσα από τη σχέση Λίνου και Ισαβέλλας, δηλαδή σε διάφορες εκφάνσεις και χωρίς συνταγές.
Το Αγκριτσέντο είναι ένα μυθιστόρημα που έχει να δώσει πολλά πράγματα με άριστο τρόπο και αυτό το καθιστά σημαντικό και θα πρέπει να καταγραφεί στα βιβλία που «μένουν».

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Πάροδος τεύχος 48, στα πλαίσια του αφιερώματος στον Κώστα Χατζηαντωνίου

Η ψυχανάλυση στο έργο «Η αλεπού και ο κόκκινος χορός» της Χλόης Κουτσουμπέλη/ Εκδόσεις Γαβριηλίδης

Η Χλόη Κουτσουμπέλη σε αυτή τη συλλογή της γίνεται αναπάντεχα αποκαλυπτική, φτάνοντας ως την αυταπάρνηση, καθώς εκμυστηρεύεται μύχιες σκέψεις της και πράγματα που είναι δύσκολο, ως απίθανο, να παραδεχτεί κάποιος για τον εαυτό του, και αυτό δείχνει μια ξεχωριστή γενναιότητα και δίνει έναν ιδιαίτερο τόνο στο έργο της.
Η ποιήτρια μοιάζει τρυφερά ανήλικη, αλλά με εντυπωσιακή συναίσθηση των όντων, με εφηβικές ερωτικές αντιδράσεις, που ενέχουν μια ένταση και τραγικότητα, μέσα από το απόλυτο «δόσιμο». Στα ποιήματά της ο άνθρωπος μοιάζει να διαχωρίζεται σε δυο υποστάσεις, στο «Φαίνεσθαι» και στο «Είναι», που αλλιώς μεταφράζονται στους ανταγωνιστικούς φροϋδικούς όρους, του «Εγώ», που πιέζεται από το «Αυτό» και το «Υπερεγώ». Έτσι υπό την επιρροή της ποιητικής μέθεξης και του συναισθηματισμού, αναδύονται υποσυνείδητοι φόβοι, θελήσεις και ερωτισμός (π. χ «Ο λύκος» σελ 12), ενώ κάνει και άμεση αναφορά στο Φρόιντ (σελ 36 «Άννα Ο»).
Το σκοτάδι ξεχύνεται σαν σύμβολο ενδόμυχων φόβων και υποσυνείδητων πόθων, ενώ συνήθως στην κατάληξη τού ποιήματος, και συχνά ενδιαμέσως, αναδύεται μια τραγικότητα, που συνήθως είναι σαρωτική ή φλερτάρει με το στοιχείο του θανάτου (π. χ. σελ.12, σελ.19), που συχνά φτάνει στην εξιλεωτική αυτοκαταστροφή και αυτοτυραννία (π. χ. σελ.27), αναμιγμένη κάποτε με ηδονιστικά στοιχεία.
Η γυναίκα παρασύρεται από τον έρωτα, που εκτός από συναισθηματικά σαρωτικός, γίνεται αναπόφευκτα ανεξέλεγκτος και καταστροφικός, συμφυής και αναπότρεπτος, και καθιστά τον άνθρωπο έρμαιό του. Συνήθως το στοιχείο τής αυτοκαταστροφής, παρουσιάζεται σε κορύφωση, κυρίως στο τέλος των ποιημάτων, ακολουθώντας μια γραμμικά «ανηφορική» συναισθηματική πορεία.
Ο κόσμος της συλλογής, είναι ένας κόσμος με λύκους, μάγισσες, πόθους, παράλογες εμμονές, κινήσεις, κάποτε σαν αυτιστικές, που κάνουν το έργο ατμοσφαιρικό. Οι εικόνες διαδέχονται η μια την άλλη, γρήγορα, συχνά ξαφνιάζοντάς μας, έχοντας συνήθως μια «μαγική», αισθησιακή ή «παραμυθική» χροιά, και από αυτές, κυρίως, πηγάζει η απόλαυση που γεννά η ποίησή της, ενώ μας κάνει να νιώθουμε και να ταυτιζόμαστε, με κάθε ενδόμυχη θέληση ή φόβο της, καθώς κατά βάθος, είναι και δικά μας, αλλά δεν έχουμε τη δύναμη να τα παραδεχτούμε άμεσα.
Με σουρεαλιστικά στοιχεία γραφής, προσπαθεί να προσδιορίσει συμπεριφορές, μεταφορικά ή αλληγορικά, έμμεσα και γενικά, συχνά ξεκινώντας από προσωπικά βιώματα και γενικεύοντας στη συνέχεια, ενώ άλλοτε αντλεί συναισθηματικές φορτίσεις από αρχέτυπα (π. χ «Θάνατος», «Μητέρα θεά», «Φόβος του σκοταδιού», «Φόβος για τα άγρια ζώα»), άλλοτε από μυθολογικές αντιστοιχίες (π. χ «Αντιγόνη») και λογοτεχνικές αναφορές (π. χ «Μαντάμ Μποβαρύ»), και έτσι η αίσθηση του ποιήματος είναι περισσότερο πηγαία, παρά άμεσα λογική.
«Η αλεπού και ο κόκκινος χορός» μοιάζει σαν συνέχεια των συλλογών της «Η αποχώρηση της λαίδης Κάπα» και του «Η λίμνη, ο Κήπος και η Απώλεια», καθώς τα μοτίβα επαναλαμβάνονται και ισχυροποιούνται.
Μέσα όμως στο πάθος και τον ερωτισμό της συλλογής, υποθάλπεται ένας εγκλωβισμός, μια απειλή -ίσως ο «άλλος εαυτός μας-, ένα συμφυές αποτύπωμα τής ανθρώπινης μοίρας, μια ακαταμάχητη θέληση, μια συναισθηματική απογοήτευση, μια πληγή, μια πικρία για την αγνότητα, την αθωότητα και την ανεμελιά την οποία ανεπιστρεπτί χάσαμε -πηγή επίσης μιας τραγικότητας-, από τα οποία πηγάζει η ποιητική έμπνευση και έκφραση.

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Πάροδος

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ/ ΝΙΚΟΣ ΔΙΑΚΟΓΙΑΝΝΗΣ/ ΚΑΛΕΝΤΗΣ 2011

Μέσα στο βιβλίο αναπτύσσονται οι υποθετικές αντιδράσεις σε μια σειρά καταστροφών και απειλών, δίνοντας έμμεσα τον παραλογισμό της σημερινής πραγματικότητας, των συμπεριφορών, των θέσεων, των κρίσεων και των συμπερασμάτων της κοινής γνώμης, των φορέων, των δημοσιογράφων και των εν είδει «διανοούμενων». Το στίγμα του βιβλίου είναι ο έμμεσος τρόπος απόδοσης μιας διαμαρτυρίας για τα τρωτά του σύγχρονου κόσμου μας. Η τεχνική αυτή είναι πιο πετυχημένη όταν πραγματοποιείται με διακριτικό ή αλληγορικό τρόπο, παρακάμπτοντας την παγίδα του διδακτισμού, ενώ βάζοντας τις απόψεις στα στόματα των ηρώων του και με τη χρήση του διαλόγου και κάποτε του αντίλογου τους δίνει ευκαμψία και τις μετατρέπει σε ενδεχόμενα. Ξεχωρίζει έτσι η διαμαρτυρία για διάφορες σύγχρονες μάστιγες όπως για την περιβαλλοντολογική καταστροφή, την αποσιώπηση και εγκατάλειψη του νοήματος των μνημείων και της ιστορίας, την κλοπή των ελληνικών αρχαιοτήτων, τον υπερβολικό και στρεβλωτικό ρόλο των μέσων μαζικής ενημέρωσης, τον θρησκευτικό φανατισμό, την ανθρώπινη πλεονεξία και φιλοδοξία και πλήθος άλλες. Πιστεύω ότι λόγω της επιδείνωσης των συνθηκών ζωής, οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντολογικών, όλο και περισσότερο η τέχνη και η λογοτεχνία ειδικότερα, θα παίρνει θέσεις και θα εκφράζει κρίσεις και αυτό –κατά την ταπεινή μου γνώμη- αποτελεί δείγμα υγιών αντανακλαστικών, περισσότερο της νεολαίας, που με βαθιά συνείδηση και ίσως αργότερα με αίσθημα αλλαγής μπορεί να ελπίζουμε ότι θα μετασχηματίσει τον κόσμο και, γιατί όχι, θα κάνει την ανατροπή. Σε καμία βέβαια περίπτωση δεν αναφέρομαι στις μεθόδους της στρατευμένης τέχνης που οδηγούν σε νέο εγκλωβισμό.
Σαν παράπλευρα στοιχεία παρουσιάζονται οι ιστορικές, κοινωνικές, ιδεολογικές, επιστημονικές και καλλιτεχνικές γνώσεις, σύντομα, χωρίς ενδελεχείς επεκτάσεις που θα «βάραιναν» το κείμενο, ενώ η ζωντάνια και η αληθοφάνεια των διαλόγων των νεαρών ηρώων του προσθέτει δροσιά, καθώς τα επικαιρικά στοιχεία μάς προσγειώνουν στη σύγχρονη πραγματικότητα, προσθέτοντας την πινελιά τους στη συνολική σύνθεση. Η γνωσιολογική έτσι συνεισφορά του κειμένου γίνεται μέσα στη λογοτεχνική σφαιρικότητά του, μια και γενικότερα οι καλοί συγγραφείς είναι λίγο απ’ όλα και «τίποτα» το συγκεκριμένο, παρά μόνο ευαίσθητοι και με ευρεία παιδεία άνθρωποι. Κάτω από τη σκιά της απειλής της καταστροφής των αγαλμάτων εκκινούνται και τονίζονται ακόμα πιο έντονα οι σημασιολογικές τους έννοιες και οι συνειρμοί με βάση τους οποίους λειτουργούν και επιδρούν στους ανθρώπους. Τα αγάλματα αυτοκαταστρέφονται μας εγκαταλείπουν, ίσως γιατί πρώτα εμείς παραβλέψαμε την αξία και το νόημά τους, διαμορφώσαμε τον κόσμο μας αγνοώντας τις έμμεσες συμβουλές τους, τους γυρίσαμε την πλάτη και στη συνέχεια έκαναν και αυτά το ίδιο.
Το λευκό είναι σύμβολο της ισοπεδωτικής απελπισίας, της νοσηρότητας, του εγκλωβισμού και της ψυχασθένειας και συνυφαίνεται με το στρεβλωτικά δηλητηριώδες -στην πραγματικότητα ζωογόνο και αναπτυξιογόνο- γάλα της ζωής. Ο συμβολισμός έτσι είναι πολυποίκιλος και επιτυχημένος.
Μια σειρά υποθετικές αντιδράσεις και προβλέψεις στη διαγραφόμενη καταστροφή, δοσμένες ηθελημένα συχνά με ειρωνική υπερβολή, κάνουν το έργο καυστικό, είναι καλοδουλεμένες και στηρίζουν επαρκώς το μύθο και τα συμπεράσματά του. Ο πανικός από την ασθένεια του ύπνου των αγαλμάτων οδηγεί άλλους στην εξαχρείωση, στον ατομισμό, στη μοιρολατρία και στο θρήνο και άλλους στην αλληλεγγύη και στην προσπάθεια ερμηνείας και κατά αυτή την έννοια το έργο γίνεται υποθετικά ψυχογραφικό και μύχιο, μια και μέσα από ακραίες μορφές και μομφές οδηγούμαστε στη σκιαγράφηση της σημερινής υπάρχουσας καταστάσεως. Άλλωστε μην ξεχνάμε ότι οι ψυχολόγοι, κατά ανάλογο τρόπο, χρησιμοποιούν τις ψυχασθένειες ως ακραίες μορφές για τη διερεύνηση των «φυσιολογικών» ανθρώπων. Ας θυμηθούμε τα συμπεράσματα του Φρόυντ.
Τα παραθέματα λογοτεχνών, φιλοσόφων και επιστημόνων που αναφέρονται ως προμετωπίδες στην αρχή των κεφαλαίων δρουν ως μια αποφθεγματική τεκμηρίωση και επέκταση του νοήματος του μύθου.
Υπάρχει μια κλιμάκωση της διαγραφόμενης απειλής και μια περιπετειώδης δράση, που ξεκινά από τα αγάλματα και τα μνημεία και εξελίσσεται σε ανθρώπινη ασθένεια και πανδημία. Έτσι ενυπάρχει η αγωνία, ο τρόμος, η απορία και οι εικασίες. Υπάρχει και το τραγικό στοιχείο αλλά ατονεί μπροστά στην αγωνία και το κείμενο κάθε άλλο παρά λυγμικό είναι. Γενικά είναι γεμάτο ευρηματικές έννοιες, υπαινιγμούς και παραλληλισμούς καταστάσεων και θεμάτων, ώστε να διατηρείται ζωντανό πέρα της πλοκής και της αγωνίας, κάνοντάς μας να σκεφτόμαστε και να προβληματιζόμαστε.
Η γραφή του είναι σύγχρονη, τόσο θεματολογικά, μα και γιατί οι πρωταγωνιστές του είναι σκεπτόμενοι νέοι, αποδίδοντας άριστα τη συμπεριφορά τους, με τη χρήση από μέρους τους του διαδικτύου, τόσο και κοινωνικά –όπως ήδη θίχτηκε-, όσο και από πλευράς της ρεαλιστικής τους γλώσσας, των εκφραστικών τους μέσων και της γρήγορης και συχνά παγκόσμιας ροής των πληροφοριών, των δρώμενων και των κρίσεων.
Η ιστορία τελειώνει με μια σειρά από απανωτούς εγκιβωτισμούς, κάτι σαφώς ευρηματικό και αγωνιώδες, καθώς η «αλήθεια» και η «πραγματικότητα» χάνονται μέσα στο βάθος του ονείρου και της μεταφυσικής και αφήνεται ένα παράθυρο συνέχειας του τρόμου.