Η λίστα ιστολογίων μου

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2012

Η ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΩΣ ΠΗΓΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΡΟΥΚ



Συνειδητοποιώντας τις σωματικές πληγές της[1] και στρεφόμενη προς τον ψυχικό της κόσμο, χρησιμοποιώντας παραγωγικά τις προσωπικές της εμπειρίες, αλλά και επεκτεινόμενη στο εξωτερικό περιβάλλον –συχνά φυσικό-, καταλήγοντας σε μια σειρά από γενικότερα συμπεράσματα, που κάποτε λόγω της συντομίας της ποιήσεως φτάνουν ως τον αποφθεγματικό χαρακτήρα, η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ φτιάχνει ένα πρωτότυπο δικό της ύφος. Η έλλειψη, η ατέλεια, η ανικανότητα να αγγίξει την ομορφιά, τις θελήσεις και τα ιδανικά της, τουλάχιστον με απόλυτο τρόπο, αποτελούν κινητήρια δύναμη και έμπνευσή της (Κυκλωμένη απ’ όλες τις χαρές/ που δεν μπορεί ν’ αγγίξει,/ παλεύει με την παράλυτή γλώσσα της/ τουλάχιστον να τραγουδήσει την ελιά, Άδεια φύση, 1993, σελ. 13). Έτσι μεταπηδά συνεχώς από το γ΄ πρόσωπο του γενικού στο α΄ πρόσωπο του ατομικού βιώματος και αντίστροφα, εξασφαλίζοντας ποικιλία έκφρασης και κινητικότητα. Είναι μια διαρκής εξατομίκευση του γενικού και καθολίκευση του ατομικού, συνήθως συνειρμική, αλλά και κάποτε με οργανωμένη θεματολογική και πιο άμεση συνάφεια. Κινείται από το συναίσθημα στη λογική, από το εξωτερικό ενίοτε φυσικό περιβάλλον στις διαθέσεις της και από τις προσωπικές διαπιστώσεις στους γενικούς κανόνες.
   Λαμβάνοντας υπ’ όψη μας την αυτογνωσία της, την άριστη ψυχραιμία στη διαχείριση και στην παρουσίαση του εσωτερικού της κόσμου, καθώς «ο διάχυτος  συναισθηματισμός δεν ξεπέφτει στη μελοδραματικότητα»[2] και δεν αφήνεται να συντριβεί υπό το βάρος της κατάθλιψης και των περιστάσεων, και τη γενικότερη κατανόηση των όντων διαισθητικά και με τη χρήση περισσότερο της εμπειρίας και σε δεύτερο χρόνο να εκκινείται η λογική που την συμπληρώνει, ενώ ακόμα και όταν προηγείται είναι φορτισμένη και φαίνεται ότι αποτελεί προϊόν εσωτερικής διέγερσης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κινείται σαφώς και επιτυχώς περισσότερο με συναισθηματική νοημοσύνη[3]. Δεν γνωρίζω προσωπικά την ποιήτρια, με αποτέλεσμα να μην ξέρω κατά πόσον αυτά τα χαρακτηριστικά επεκτείνονται στις διαπροσωπικές της σχέσεις και την επιτυχή έκβαση και διαχείριση της ζωής της, για να αιτιολογήσω ίσως πλήρως τη συναισθηματική νοημοσύνη της σε συνδυασμό με το έργο της, αλλά πιθανόν κάπως έτσι θα είναι. Για παράδειγμα στο ποίημα «Λυπιού- Προοίμιο» φαίνεται η πλήρης συναίσθηση και ο έλεγχος της καταστάσεώς της: Ένα τόπο επινόησα/ για να πηγαίνω όταν είμαι λυπημένη,/…/ Εδώ όλες οι αποτυχίες της νιότης/ γίναν σιωπηλές πλατείες/ τα κουτσουρεμένα πάθη, σύδεντρα σκοτεινά/ κι οι τελευταίοι κακόμοιροι έρωτες/ σκύλοι κακοταϊσμένοι που πλανιόνται στα σοκάκια. Η Κ. Α. Ρουκ δεν έχει μόνο κατανοήσει και συνειδητοποιήσει τον εαυτό της, αλλά και έχει συμφιλιωθεί μαζί του, τον έχει κάνει ποίηση και πηγή ζωής. Ακόμα και οι ελλείψεις την θρέφουν (Ό,τι μου  λείπει με διδάσκει, «Η ευλογία της έλλειψης», από τη συλλογή Η ανορεξία της ύπαρξης, 2011)· άλλοτε την οδηγούν σε γλυκιά ενατένηση του εαυτού της (Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν/ έγινε φίλη καλή/ μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία του Χρόνου, όπως πριν), ενώ αλλού αντιμετωπίζονται ως ήρεμη θλίψη, απόρροια  της παραδοχής, πάντως ποτέ τα συναισθήματά της δεν είναι εντελώς ανεξέλεγκτα, αλλά διατηρούν πλήρη ψυχραιμία μέσα από την επίγνωση.
   Συχνά μας αφηγείται κομμάτια της ζωής της που ενδύονται με τα ανάλογα συναισθήματα και έμμεσες ή άμεσες επεξηγήσεις της επιρροής τους στο έργο της, που αναδύονται από τη μνήμη και όπως πάντα το συναίσθημα φορτίζει τη λογική οδηγώντας την σε συνειδητά ή ασυνείδητα μονοπάτια, κάνοντας συχνά ασκήσεις αυτογνωσίας. Πολύ καθαρά φαίνονται αυτά στη συλλογή Επίλογος αέρας (1990) στην ενότητα «Η διήγηση του εγώ», όπου μιλά για τη σωματική της διάπλαση[4], την Αίγινα[5] που παραθέριζε, τη Βιέννη[6], τις σχολικές της εκδρομές[7] και πλήθος άλλα.
   Ενίοτε διαλέγει ένα θέμα και το αναπτύσσει συναισθηματικά και λογικά (Τα όνειρα απλώνονται/ επάνω μας τη νύχτα/ με όλο τον τρόμο της ζωής·), στη συνέχεια προσωπικά και συναισθηματικά (με σφίγγεις με φωνάζεις/ πνιγμένοι π’ αγκαλιάζονται/ στο τελευταίο κύμα «Ο ύπνος», από τον  Ενάντιο έρωτα, 1982). Το μοτίβο αυτό συνεχίζεται σε όλο το ποίημα.  Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πολύ καλά οργανωμένη δομή και ανάπτυξη στην ενότητα «ημερολόγιο πολέμου», στη συλλογή Άδεια φύση (1993).
   Η λογική στο έργο της ποιήτριας εκφράζεται και μέσα από τη συμμετοχή της φύσης στα συναισθήματά της, όχι μόνο ως μέσο έκφρασης ή πηγής μεταφορικού ή αλληγορικού λόγου –κάτι που είναι συνηθισμένο σε πολλούς ποιητές-, αλλά, και εκεί έγκειται η ιδιοτυπία της, ως αυτόνομη σοφία, κάτι σαν φυσική λογική, που ενσαρκώνεται και ενσταλάζεται εντός του ανθρώπου και στην προκειμένη περίπτωση του «ποιητικού Εγώ». Έτσι ο άνθρωπος είναι μέρος και συνέχεια της φύσης, το ίδιο και το μυαλό του. Ειδικά το βράδυ (Προς το βράδυ η φύση βρίσκει τρόπο/ κι ανάβει τη σκοτεινιά της, Άδεια φύση, 1993, σελ. 52), που οι αντιστάσεις ατονούν και το συναίσθημα υπερισχύει[8]. Περνώντας όμως από τη φύση στο υποκείμενο και στο σώμα σαν έκφραση, συχνά μέσα από τις γνωστές ιδιαιτερότητες της διαπλάσεώς της, όλη αυτή η λογική παίρνει μια άλλη ουσία και σημασία, καθώς συχνά εκφράζει θέσεις και κάποτε κρίσεις. «Αίσθηση- έκφραση- λογική» είναι ενωμένα σε ένα αδιαχώριστο τρίπτυχο, σε συμπεράσματα που ο αναγνώστης «βιώνει» και ελάχιστα τα σκέφτεται. Έτσι η ποίησή της διδάσκει χωρίς να είναι άχαρα και άγαρμπα διδακτική, λέει χωρίς να το κάνει αυτοσκοπό, άλλα για να στηρίξει το νόημα και την αισθητική του ποιήματος και απλώς σημαίνει. Μαζί με αυτά ενοποιούνται και οι διαθέσεις. Υπάρχουν μάλιστα ποιήματα που εκφράζουν μεταφορικά με εικόνες και ποιητικότητα μια ψυχική κατάσταση και εκεί μέσα παρεμβάλλονται έμμεσα ή άμεσα ανάλογες αποφθεγματικές απόψεις. Αυτό το μίγμα διαθέσεων και κρίσεων αλλάζει μετατοπιζόμενο προς τη μια ή την άλλη μεριά, λιγότερο ή περισσότερο, ανάλογα το ποίημα.
    Συχνά η ποίησή της μοιάζει με άσκηση ερμηνείας του περιβάλλοντός της μέσα από τη χρήση του εαυτού της (Ας μη μιλήσω πάλι/ για τη θεσπέσια φωνή του/ τη λίγη πρωτοτυπία του/ που τον έκανε αιώνιο απ’ την αρχή,/ αλλά για μια αλλαγή/ μια λαμπερή κλωστή/ μέσα μου./ Περιμένοντας φτάνω στην ουσία/ του εαυτού μου, «Οι μνηστήρες», Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης, 1977). Ενώ παρακάτω με αυτοπειθαρχία λέει: Μια σοβαρότητα αρχίζει από μένα/ και πιάνει όλη τη φύση/ αν η πορεία συνεχιστεί/ κι ο θάνατος θα είναι/ μια αξία,/…/ Ακούω κάτω τους αλαλαγμούς,/ ήμουνα κάποτε κι εγώ/ με λάσπες στο κεφάλι/ λεμονανθούς στ’ αυτιά/ φώναζα παθιασμένα/ «λευτερωθείτ’ απ’ τα δεσμά!»/ μα τα δεσμά είναι βαθιά/ μια συμπεριφορά/ που παίζει ο εαυτός/ τον εαυτό του. Αλλού κάνει γενικότερες διαπιστώσεις ξεκινώντας από προσωπικές εμπειρίες (ακούω με τη δική σου τη φωνή/ π’ ανεβαίνει από τα βάθη/ εκεί που η χολή και η ψυχή/ ομόφωνα αρνιούνται να πεθάνουν, «Στο δάσος», Ενάντιος έρωτας, 1986).
   Χαρακτηριστικό  επίσης είναι ότι χρησιμοποιεί διαμεσολαβητικά ιστορικά ή μυθολογικά πρόσωπα, π.χ. την Πηνελόπη και τους μνηστήρες[9], τον Σολωμό[10], ή έννοιες όπως η φύση, το δάσος[11] κ.τ.λ. για να επεκτείνεται σε μια μετάβαση από το προσωπικό ή σωματικό στο καθολικό.
   Ο έρωτας αντιμετωπίζεται με ρεαλιστικό μεν τρόπο, μέσα από πραγματικά συμβάντα, καταστάσεις, αναλύσεις και συναισθήματα, αλλά δεν αγνοείται και η ιδεαλιστική του φύση (Αναρωτήθηκα τότε/ αν είχα καλά ποθήσει/ τις συμβατικές εκείνες/ φιγούρες του ελκυστικού,/ κάτι ανάμεσα στο ουσιαστικό σώμα/ και στον κενό λόγο…/ Ο έρωτας είναι το μόνο θεϊκό βλέμμα/ που θα πέσει πάνω σε μας/ τους άπιστους, έλεγα, Άδεια φύση, σελ. 10). Κάποτε μάλιστα γίνεται και πιο ενδελεχής η διερεύνησή του, όπως στη συλλογή Άδεια φύση, στην ενότητα «Τρία ποιήματα της καρδιάς»,  εξετάζοντας «πώς λειτουργεί;», «πώς επιδρά πάνω μας;», «πώς μας μαγεύει;», «πώς μας υποβάλλει;» και πλήθος άλλοι τρόποι και τόποι του. Μοιάζει σαν μια υπο-επιστημονική ανάλυση μέσα, διαμέσου και κάτω από την αισθητική επήρεια της ποιήσεως. Χαρακτηριστική μάλιστα είναι η θέση του θανάτου σε αυτόν (γιατί πατώ/ στην αθέατη του έρωτα πλευρά,/ το θάνατο, Άδεια φύση, σελ. 10). Το σαρκικό αποτελεί μεν τρόπο έκφρασης, αλλά είναι φθαρτό και κάποτε αντιπαρατίθεται με το ιδεαλιστικό, την ποιητική καθαρότητα και το απόλυτο του ονειρικού «βιώματος» (Θέλω να γράψω ένα ποίημα/ για την πραγματικότητα/ αυτή που δεν έζησε ποτέ κανείς/ αφού ο καθένας/ στη δική του βρέθηκε φυλακισμένος/ αιώνες τεντώνοντας τα χέρια προς τα έξω./ Την πραγματικότητα/ που ίσως γνωρίζουν οι πεθαμένοι/…/ Την πραγματικότητα/ που αν σ’ άγγιζε ποτέ/ θ’ αναγνώριζες αμέσως σαν τη μόνη αλήθεια/ έξω απ’ της δικής σου επιβίωσης/ τις φαντασιώσεις, «Θέλω να γράψω ένα ποίημα», από τη συλλογή Στον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα, 2005.). Σε γενικές όμως γραμμές η ποιήτρια είναι δεμένη με τη βιωμένη κατάσταση, στην οποία δίνει προφανώς προτεραιότητα, χωρίς να αιθεροβατεί, σε απόλυτη ισορροπία με την πραγματικότητα. Οπότε παρατηρούμε έναν ελεγχόμενο ιδεαλισμό, στα πλαίσια της λογικής, που δεν ξενίζει.
   Μπορούμε να πούμε ότι πλήθος θέματα ανακύπτουν μέσα από την ποίηση της Κ. Α. Ρουκ, μια και εντός της υποβόσκει διαρκώς ένα δοκίμιο, καθώς μοιάζει να διαλέγει θέματα και να τα προσεγγίζει πολύπλευρα, κυριαρχώντας μια αξιοσημείωτη τάξη[12], με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο, αλλά θα αρκεστώ στις αναφερόμενες αναλύσεις.


[1] Στη συνέντευξή της στην ΕΡΤ-1 στο Δαυίδ Ναχμία (2005) λέει ότι: «Μια από τις βαθιές μου πεποιθήσεις είναι ότι για την ποίηση, ίσως και για όλη την τέχνη, αλλά εγώ μόνο για την ποίηση μπορώ να λογοδοτήσω, δεν μπορώ για όλη την τέχνη, η πηγή, η ρίζα της, η εκκίνησή της είναι πάντα μια πληγή. Εμένα η πληγή μου ήταν εμφανής, σωματική, η αναπηρία του ποδιού μου. Αλλονών οι πληγές είναι πολύ κρυφές, πολύ πιο ψυχολογικές, αλλά κάποια πληγή πρέπει να έχει το ποίημα για να ακουμπήσει, για να αναπτυχθεί.»
[2]  Παρουσίαση της Κ. Α. Ρουκ.  από την  Άντεια Φραντζή, Ανθολογία- Γραμματολογία, Εκδόσεις Σοκόλης, τόμος στ΄.
[3] Συναισθηματική νοημοσύνη (E.Q.- Emotional Quotient): η ικανότητα (κάποιου) να ελέγχει τα συναισθήματά του, να ανταπεξέρχεται στη συναισθηματική πίεση, να αναπτύσσει τις ικανότητές του σε τομείς όπως η φαντασία, η καλλιτεχνία, η ανθρώπινη επικοινωνία κ. ά. Λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτη, Κέντρο Λεξικολογίας.
   Οι βασικές ικανότητες των ανθρώπων με συναισθηματική νοημοσύνη είναι (επιγραμματικά): Γνώση των συναισθημάτων τους, αυτοεπίγνωση, έλεγχος των συναισθημάτων, εξεύρεση κινήτρων για τον εαυτό τους, αναγνώριση των συναισθημάτων των άλλων και  χειρισμός των σχέσεων. Η συναισθηματική νοημοσύνη, Daniel Goleman, Ελληνικά Γράμματα 1998, σελ.78, 79.
[4]  Σελ. 16.
[5]  Σελ. 22, 25.
[6]  Σελ. 29.
[7]  Σελ. 20.
[8] «Την περίοδο αυτή εμφανίζονται στην ποίηση της Κ. Α. Ρουκ και άλλα δύο μόνιμα μοτίβα που θα την ακολουθήσουν σ’ ολόκληρη την ποιητική της διαδρομή. Η φύση και η απόλυτη, θα λέγαμε θρησκευτικού χαρακτήρα πίστη της ποιήτριας στην σοφία της, αλλά και η προέκτασή της, το ζωικό βασίλειο.» Αλέξης Σταμάτης, Περιοδικό ΕΛΙΤΡΟΧΟΣ, Καλοκαίρι 1998, για τις συλλογές Λύκοι και σύννεφα (1963), Ποιήματα 63-69 (1969), πηγή το site του Ε.ΚΕ.ΒΙ.  
[9]  Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης, 1977.
[10] «Σε ένα ταρατσάκι ο Σολωμός», Άδεια φύση, 1993.
[11] «Το δάσος», Ενάντιος έρωτας, 1986.
[12] Για παράδειγμα ο διαχωρισμός σε θεματικές ενότητες των συλλογών Άδεια φύση και Επίλογος αέρας.

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Νέο Επίπεδο, τεύχος 1, στα πλαίσια του αφιερώματος στην Κατερίνα Αγγελάκη  Ρουκ.