Η λίστα ιστολογίων μου

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

Ο ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ ΤΟΥ / HIS ARCHILOCHUS

Κυκλοφόρησε το νέο ιστορικό μυθιστόρημά μου, Ο Αρχίλοχός του
The historical novel "His Archilochus" is released by Gavrielidis editions

Διαβάστε το πρώτο κεφάλαιο στο http://fractalart.gr/arxiloxos/ 
Επίσης διαβάστε τον δοκιμιακό του επίλογο στο http://frear.gr/?p=13900

Read the first chapter, in bilingual version (Greek-English), from the historical novel His Archilochus/ Gregory Techlemetzis/ Gavrielidis 2016. The publication is in Greek.

Read the essay epilogue, in bilingual version (Greek-English), from the historical novel His Archilochus/ Gregory Techlemetzis/ Gavrielidis 2016. The publication is in Greek.
 http://frear.gr/?p=13900

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

   Τι θέλει ο Αρχίλοχος από τον Δημήτρη; Γιατί τον επισκέπτεται στα όνειρά του; Γιατί γεγονότα και εικόνες από μια απόμακρη εποχή έρχονται ανεξέλεγκτα στο μυαλό του; Μήπως τρελάθηκε;
   Εκδικούνται τα όνειρα;  
   Ένα ιστορικό μυθιστόρημα, για τη γοητευτική φυσιογνωμία του ποιητή Αρχίλοχου, με φόντο το Αιγαίο και την πολυτάραχη, αποικιακή Αρχαϊκή εποχή.
   Καινοτόμος, τολμηρός, απόλυτα ως ανεπίτρεπτα ανθρώπινος, σκωπτικός, ηδονιστής, βλάσφημος, εκδικητικός, άγαρμπα ειλικρινής,  χωρίς να νοιάζεται για την υστεροφημία του, θέλοντας μόνο να ζήσει απολαμβάνοντας την κάθε στιγμή, γεμάτος κέφι και ζωντάνια, σατίρισε την αριστοκρατική τάξη και τα ιδανικά της κι έστρεψε την ποίηση στον ψυχικό κόσμο του καθημερινού ανθρώπου.
  Ερωτεύτηκε, απογοητεύτηκε, πολέμησε, αγαπήθηκε και μισήθηκε, παραδίδοντάς μας ένα αδρό και σφριγηλό έργο.
   Ταυτόχρονα, ο εγκλεισμός του ανθρώπου στις επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις και η καταπλάκωση των δυνατοτήτων, των ονείρων και των επιθυμιών του, ακολουθώντας τους σύγχρονους κοινωνικούς ρυθμούς και απαιτήσεις.
   Ένα βιβλίο με ποικιλία τρόπων γραφής, που αφομοιώνει παρελθόν και παρόν, δημιουργώντας ένα ενιαίο και ταυτόχρονα αντιφατικό κλίμα.   

 
Το βιβλίο περιέχει 177 χρήσιμες παραπομπές. 


BACK COVER

   What does Archilochus want from Dimitris? Why does he visit him in his dreams? Why do events and images from a distant era come uncontrollably in his mind? Has he gone mad?
   Do dreams take revenge?  
   A historical novel about the charming personality of poet Archilochus, with background the Aegean Sea and the turbulent, colonial Archaic era.
   He was innovative, bold, fully to unacceptably human, sarcastic, hedonist, blasphemous, vindictive, clumsily honest, without caring about his reputation, wanting only to live and enjoy every moment, full of enthusiasm and vitality, he satirized the aristocracy and its ideals and turned his poetry into the mental world of ordinary people.
  He fell in love, got disappointed, fought, got loved and hated, by giving us a generous and vigorous work.
   At the same time, the inclusion of man in professional and family duties and the repression of his capabilities, dreams and desires, following modern social rhythms and requirements.
   A book with a variety of writing ways, which assimilates past and present, creating a unique and at the same time a contradictory climate.  

 
The book contains 177 useful references. 

Μορφές δομών και ανάπτυξης στο βιβλίο Το αιώνιο ρολόι της Νατάσας Κεσμέτη/ Νεφέλη 1987


"... Αλλά τα μάτια είναι τόσο παράξενα όργανα: Αξιολογούν μ’ έναν τόσο ιδιωτικό τρόπο το ορατό και το αόρατο, κρατώντας στο βάθος του σκοτεινού τους αρχείου μια προσωπική οθόνη παλιά και πάνω κει προβάλουν όλο το έργο και κυρίως το άπαιχτο, αυτό που πρόκειται να γυριστεί -κι είναι αυτό που πονάει το πιο πολύ: γιατί όλα τα τυχαία και τ’ ασήμαντα, όλα τ’ ανάξια λόγου στηρίζουν την υπόθεση και μάλιστα τη χαμένη! Και σα να μην έφτανε αυτό όσο γερνάς τόσο πιο παιδικά κοιτάνε, τόσο πιο πίσω γυρνούν." (σ.151/ "Το κρεοπωλείο").

   Η συλλογή αυτή διηγημάτων παρουσιάζεται ως αφηγήσεις παρελθοντικών εμπειριών της συγγραφέως, προερχόμενες συνήθως από την παιδική της ηλικία, γραμμένες κυρίως σε πρώτο πρόσωπο και ιδωμένες από την οπτική γωνία ενός παιδιού, κάτι που τις καθιστά άμεσες και υπό μερική εστίαση, πάνω στην οποία στηρίζεται συχνά το σασπένς -όπως για παράδειγμα στο "Το τέρας ή  η ζώσα αγάπη" (σ.38)-, ενώ παρουσιάζουν και πλούσια μεταφορική γλώσσα, τροφοδοτούμενη από τη φαντασία της. Οι μνήμες και η νοσταλγία γεννούν εικόνες αγάπης και πόνου, μέσα από ιστορίες αληθινές ή δυνάμει αληθινές.
   Μια αινιγματική τριχιά (σ.9), ο νεοπλουτισμός του Γιώτη (σ.18), η φαντασίωση ενός τέρατος στο υπόγειο ενός σπιτιού (σ.38), η ζωή που ζηλεύουμε ως εξωτική αλλά δεν τολμούμε να την ακολουθήσουμε (σ.52), πως ο κόσμος μας μπορεί να αλλάξει με ένα "κλικ" (σ.61), ένας χιονοδρόμος μεταξύ ονείρου και μεταφυσικής στα όρια ζωής και θανάτου (σ.68), αρχετυπικές γιαγιάδες (σ.98), ντροπαλά παιδάκια (σ.109), ένα σπίτι που κρύβει ένα μεταφυσικό "εκλαμπρότατο" (σ.129) και ένα κρεοπωλείο εποχής με τους χαρακτήρες που το πλαισιώνουν (σ.141).
   Τα θέματά της αφορούν τους ζεστούς, κατά βάθος τρυφερούς και απλούς ανθρώπους, που κινούνται γύρω μας, ενώ συχνά απορρέουν θαλπωρή. Από τις συμπεριφορές και τα λεγόμενα τους μας αποδεικνύουν ότι μέσα τους υπάρχει αγάπη και ουσία.
   Δεν είναι επιδερμικά τα λόγια, ακόμα και αν δείχνουν ως τέτοια ή αν μοιάζουν σαν απλοϊκά, γιατί τελικά ως σύνολο, με τις κινήσεις, τους χαρακτήρες που παρουσιάζονται και κάποτε τις σιωπές τους, μας μεταδίδουν τη γνώση της ζωής, όπως κάνει η καλή λογοτεχνία. Είναι ένας καθρέφτης -κάποτε πρισματικός- της πραγματικότητας, φωτίζοντας αυτά που θέλει και ξεπερνώντας τις ανουσιότητες, παρουσιάζοντας ακόμα και εκδοχές της, που μέσα από αυτά μπορούμε να αποκομίσουμε πράγματα. Η αφηγήτρια αγαπά και αφουγκράζεται τα όντα, έτσι όπως αναβλύζουν από τις μνήμες της.
   Συχνά η περιγραφή του παιδιού-αφηγήτριας οδηγείται σε μια σειρά μεταφορικών συνειρμών και στην απόλαυση των μικροαντικειμένων, ακόμα και των λεπτομερειών, που αποκτούν μέχρι και λατρευτική αξία, μέσα από μια οπτική που αντιμετωπίζει το περιβάλλον ως πρωτόγνωρο, συναρπαστικό, ανοιχτό ερμηνειών και εκδοχών. Η Κεσμέτη θέλει να δει μέσα απ’ τα αντικείμενα και αυτά ενδύονται με μνήμες, συναισθήματα και συμπεριφορές. Η υποκειμενικότητα είναι καθοριστική και διαμέσου αυτής δημιουργεί σασπένς, τροφοδοτεί την περιέργεια, ξεδιπλώνει με τμηματική αποκάλυψη την υπόθεση, κάποτε θέτει μεταφυσικά ερωτήματα και εγείρει προβληματισμούς, ενώ οι καταστάσεις και τα περιστατικά αντιμετωπίζονται με διαλλακτικότητα.
   Μπορούμε να διακρίνουμε σαφείς επιρροές του μοντερνισμού[1], όσον αφορά την υποκειμενική αντίληψη της πραγματικότητας, την παραβίαση της συνηθισμένης διηγηματικής δομής -με το κεντρικό δίλημμα, τους αντιθετικούς χαρακτήρες, την οργανωμένη πλοκή και την τελική ανατροπή-, την απομάκρυνση συχνά από τη ρεαλιστική αναπαράσταση, με την επέμβαση των μεταφορών, της επίφασης, του φανταστικού -κάποτε και παραμυθικού- και του μεταφυσικού στοιχείου, που μας απομακρύνουν από τις βεβαιότητες. Αυτές οι θέσεις της της δίνουν μεγάλη ελευθερία στους αφηγηματικούς και νοηματικούς αυτοσχεδιασμούς και στην ποικιλία τεχνικών, μέσα από τα οποία καταφέρνει να κερδίσει τον προσεκτικό και ανοιχτό αναγνώστη.
   Έτσι πολλές φορές αποφεύγεται η τελική ανατροπή, οι επεξηγήσεις της υποθέσεως αφήνονται στην ελευθερία του αναγνώστη, καθώς τα συμπεράσματα είναι συχνά αμφίσημα, το "φαίνεσθαι" των καταστάσεων είναι περισσότερο ενισχυμένο από την "ουσία" τους, η έκφραση των όντων, γλωσσική και παραστατική, κυριαρχεί, με αξιοσημείωτη ακρίβεια και άνετους χειρισμούς και μόνο ο αυτοαναφορικός χρόνος της παιδικής ηλικίας της αφηγήτριας-συγγραφέως φαίνεται να αποτελεί σταθερό σημείο του βιβλίου.
   Κόμματα, παύλες, αποσιωπητικά και κοντινές σχέσεις υποκειμένων και αντικειμένων επιστρατεύονται για να μας δώσουν ένα σαφές νόημα, χωρίς να μας οδηγούν σε περιττές προσπάθειες διασαφήνισης, παρόλες τις συχνά μεγάλες προτάσεις, που έχουν όμως εντυπωσιακά καλοζυγισμένη σύνταξη.
   Υπάρχει ροπή προς την παράθεση σκόρπιων εικόνων, ακόμα και περισπαστικών περιγραφών, που μας εγκλιματίζουν σε περιβάλλοντα, εποχές και νοοτροπίες, κυρίως παλαιότροπες, σκιαγραφώντας, στηρίζοντας και χτίζοντας τα διηγήματα -ενέργεια που υπερκαλύπτει την έλλειψη παραδοσιακής δομής.
   Τα αντικείμενα στα διηγήματα της Νατάσας Κεσμέτη συμμετέχουν σε μια τελετουργία απόλαυσης, λειτουργούν μέσω συνειρμών ως αφηγηματικός ιστός, που δομεί τη συνοχή του έργου, σημαίνουν, εκφράζουν εποχές, οι ιδιότητές τους συνδέονται με τους ανθρώπους και απορρέουν από μέσα τους ακόμα και το παραμύθι, όπως το σπίτι της "Χαράς και Νυμφών" (σ.128) περικλείει τον δικό του "εκλαμπρότατο", που έρχεται να μας προβάλει την αξία της ιδιαιτερότητας των όντων. Έτσι στο "κρεοπωλείο" (σ.141), για παράδειγμα, οι σκάλες των σπιτιών (σ.142,143) σημαίνουν και συνδέουν πολλά διαφορετικά πράγματα, έτσι όπως υψώνονται στο μισόφωτο σκοτάδι νομίζεις ότι χάνονται στο βάθος του ουρανού, φέρνοντας στη φαντασία αγγέλους, πεθαμένους και μυστήρια πλάσματα∙ ενώ παρακάτω (σ.143) η ρυτιδωμένη επιφάνεια του αίματος μιας πληγής στο γόνατο παρομοιάζεται με μια οριζόντια κλιμακωτή σκάλα. Και συνεχίζει με τους συνειρμούς των κλιμακωτών σκαλών που ανεβαίνουν στον ουρανό: "Μπορεί να ’ταν η καρδιά μου που ’χε κατέβει στα γόνατα απ’ το φόβο των ουράνιων κλιμάκων και κει χόρευε σαν ένα μικρό αρνί, όπως αυτά λίγο πριν το Πάσχα που είναι άσπρα με μαύρες βούλες και ζουν τεντωμένα λες μέσα στο σγουρομάλλικο μαλακό τομάρι τους, με το μαχαίρι τόσο κοντά στο λαιμό τους που κιόλας το αίμα τους στάζει ακόμα κι όταν τρέχουν, πηδούν ή μασουλάνε πράσινες τούφες ωραίας χόρτου." (σ.143,144).
   Το εντυπωσιακό είναι το πως ανακαλύπτει την ομορφιά και το ενδιαφέρον σε όλα τα πράγματα, ακόμα και στα κρέατα του κρεοπωλείου (σ.145).
   Υπάρχουν πάρα πολλοί τέτοιοι συνειρμοί, που μέσω των αντικειμένων "απλώνουν" προς διάφορες, ακόμα και αναπάντεχες, ή εκ πρώτης όψεως άσχετες κατευθύνσεις, που τελικά, πλέκονται και εμπλέκονται σε οργανικά μείγματα, φτιάχνοντας τα διηγήματα της, ή λειτουργώντας ως εισαγωγές ή εγκιβωτισμένες αφηγήσεις.
   Έτσι παρουσιάζονται και ως μικρές παρενθέσεις, όπως η παρομοίωση της εντύπωσης που προκαλεί μια όμορφη γυναίκα: "σαν τον πόνο του νέου έφηβου όταν πρωτοσυνειδητοποιεί πως ποτέ του δε θα 'χει την ωραία γυναίκα που συναντά, αποκλείεται, πάει, τελείωσε και θέλει να κρατήσει μολοντούτο την πιθανότητα που δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί, παίζοντας με τον ίδιο του τον πόνο γιατί... η εικόνα της του θυμίζει κάτι που δεν μπορεί ν’ απαρνηθεί, ξυπνά μια θολή μνήμη αόριστη, κάτι που στο βάθος του ανήκει." (σ.147, 148).
   Όλα αυτά αποτελούν μια συγγραφική αναπαράσταση της λειτουργίας του νου ενός μικρού παιδιού, που στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί την αφηγήτρια.
   Συχνά ξεκινάει ή και κινείται χωρίς να την ενδιαφέρει εκ πρώτης όψεως η σαφή κατανόηση από τον αναγνώστη, και σιγά-σιγά, με τις περιγραφές της συμπληρώνει και διασαφηνίζει μια θολή εικόνα, αφήνοντας στην κρίση μας αυτά που θεωρεί ότι πρέπει. Με άψογες περιγραφές, ενδελεχείς συχνά, που μας παρασέρνουν στην αφήγηση, και έντονη χρήση μεταφορών χτίζει τα διηγήματα, που δεν στερούνται υποθέσεως ως κεντρικού άξονα, αλλά η ανατροπή -όπως αναφέρθηκε- δεν έρχεται πάντα και τα ενδεχόμενα μένουν ανοιχτά.
   Ενίοτε ο ρεαλισμός εγκαταλείπεται και υποκαθίσταται από ένα παιχνίδι οπτικών υποκειμενικών εντυπώσεων, εμμονών, διαταραγμένης ψυχολογίας και μεταφυσικής φαντασίας. Η οπτική γωνία του αφηγητή είναι το καθοριστικό στοιχείο περιγραφής.
   Ελπίζω να φώτισα, έστω και λίγο, τον τρόπο γραφής της Νατάσας Κεσμέτη, που δεν διέπεται από κανόνες, αλλά η ίδια η ύπαρξη και η ιδιοσυγκρασία της συγγραφέως θέτει τις οντολογικές μορφές που κινείται.


Γρηγόρης Τεχλεμετζής

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Εμβόλιμον, τεύχος 75-76, Άνοιξη- Καλοκαίρι 2015, στα πλαίσια των σελίδων για την Νατάσα Κεσμέτη




[1] Νομίζω ότι παρά τις κάποιες διαφορετικές απόψεις πάνω στη χρήση και στις ιδιότητες του όρου, εντούτοις έχει διαμορφώσει κάποια γενικά χαρακτηριστικά, που μας επιτρέπουν την άφοβη αναφορά του.

Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

Οι μεταφορές στο ποιητικό έργο της Γιολάντας Πέγκλη. Της γλυκειάς πατρίδας και εκλογή ποιημάτων/ Μαυρίδης/ Αθήνα 1996.

   Οι μεταφορές είναι οι μετακινήσεις του νοήματος από το ρεαλιστικά άμεσα εκφραζόμενο σε ένα λιγότερο εμφανές, μέσω κάποιας αντιστοιχίας στις ιδιότητες, στην εμφάνιση ή κάπου αλλού. Χρησιμοποιούνται στον καθημερινό λόγο, στην πεζογραφία, ακόμα και στις φυσικές επιστήμες -για παράδειγμα στα μηχανικά ανάλογα ηλεκτρικών φαινομένων, που αποτελούν με την ευρεία έννοια ένα είδος μεταφοράς.
   Ο κατεξοχήν όμως χώρος χρήσης τους είναι η ποίηση, μια και η συναισθηματική φόρτιση και προσέγγιση, η συχνή γενίκευση του περιεχομένου, η έλλειψη επιστημονικής ακριβολογίας και άλλοι παράγοντες τις ευνοούν.
   Ακόμα πιο έντονη είναι η παρουσία τους στη σύγχρονη ποιητική δημιουργία, μια και επηρεάζονται από τις μεθόδους έκφρασης των καλλιτεχνικών της ρευμάτων, όπως ο υπερρεαλισμός, ο μοντερνισμός, ο μεταμοντερνισμός ή κράματα αυτών, αλλά και από τους γενικότερους τρόπους διατύπωσης.
   Η γραφή της Γιολάντας Πέγκλη συγκαταλέγεται σαφώς και ακραιφνώς στις σύγχρονες τεχνοτροπίες και ώς τέτοια έχει έντονη την παρουσία τους. Όταν όμως αυτές αναμειγνύονται με τη σπασμωδικότητα γραφής, τα κομματιάσματα του ψυχικού πόνου, την αγωνιώδη πάλη για αυτοπραγμάτωση, την υπαρξιακή αναζήτηση, τη νοηματική συμπύκνωση, τις απώλειες, την εξπρεσιονιστική γραφή, την αίσθηση της εγκατάλειψης και ανημποριάς μπρος στην έκβαση των πραγμάτων τής εν λόγω ποιήτριας, οδηγούμαστε σε μια ιδιαίτερη και πολύ έντονη έκφραση των στοιχείων τους.
   Έτσι τα ποιήματά της μοιάζουν με σύνολα από μεταφορές, που μετασχηματίζονται σε ποιητικές εικόνες και νοήματα, ισορροπώντας στη λογική και το συναίσθημα -με τις κυριολεξίες να είναι ελάχιστες. Ο συνειρμός που τις "δένει" με το περιεχόμενο είναι κυρίως νοηματικός και λιγότερο εικονοπλαστικός.

"Ο τόπος μου ό,τι μερεμετίζει μέρα
νύχτα να του το σακατεύουν.
Αν και κοιμάται όπως πεθαίνει.
Κι όπως πλαγιάζει να κοιμηθεί να πεθάνει
το σώμα του σβήσει δε σβήσει το φως
λάμποντας χαιρετά όσα ονειρεύτηκε."

(Σελ.39/ "Της γλυκειάς πατρίδας")

   Μέσα από αυτή την τεχνοτροπία βλέπει την αδικία ("Ημιώροφους να σακατεύουν το μπόι"/ σελ.28), τις ματαιώσεις ("Τέτοιον τόπο που μου πριονίζει την πτήση, ούτε από ψηλά να μην εκπέμπω"/ σελ.25), αυτά που δεν γίνανε ("χορτάριασε η κλειδαριά ακούω ευκρινώς τη λέξη ματαιότητα"/ σελ.30), τις θλιβερές και πολύ αυστηρές για τον εαυτό της διαπιστώσεις ("το όνειρό μου όμως σα να ξεπέφτει σε μια χρυσή μετριότητα"/ σελ.33) -στο σημείο αυτό δεν τη συμμερίζομαι-, παρασυρόμενη σε μια ανακυκλωμένη θλίψη, που αποκαλύπτει ξεγυμνώνοντας τον κόσμο και τον εαυτό της. Έτσι τα ποιήματά της σφύζουν από περιεχόμενο και ποτέ δεν είναι κενόλογα.
   Η ποιήτρια γράφει σχεδόν πάντα στο πρώτο πρόσωπο, έτσι τα περιεχόμενα των ποιημάτων της, άμεσα και χωρίς συγκαλύψεις, αποδίδονται στον εαυτό της και από εκεί και πέρα ο μεταφορικός λόγος τα "πλαταίνει" και τους δίνει την ποιητική τους χροιά.
  Η "πρώτη ύλη" των μεταφορών της είναι πολυποίκιλη, αλλά ας προσπαθήσομε να την ομαδοποιήσομε όσο μπορούμε για να διευκολύνουμε τη μελέτη της.
   Παρατηρούμε την "τσακισμένη φύση" και το φυσικό ως αντιπαράθεση με την απώλεια, τη συντριβή, το τεχνητό και αφύσικο, όπως και τη γενικότερη χρήση των δέντρων, των φυτών και ανάλογων περιγραφών, με τα συναισθήματα που απορρέουν από αυτά: "άλλοτε τοίχος με κάρφωνε η αγάπη πεταλούδα" (σελ.55), "Έγινε φλούδα ο τόπος μου μ' έκλεισε στο δέντρο μου." (σελ.34), "Σαν κάτω από χιλιάδες βαττ σε εικοσιτετράωρη βάση το σώμα μου φρίττει" (σελ.32), "Χρειάζεται ένας φεγγίτης για να ματώσει η ταπετσαρία" (σελ.29), "ο ουρανός με τ' άστρα, η γη με τα λουλούδια, η θάλασσα με τα ψάρια, να τι με τύλιγε τι μ' έντυνε τι μ' έγδυνε" (σελ.50), ολόκληρο το ποίημα "Στα μηχανήματα" (σελ.56).
   Ο εγκλωβισμός, η λύπη, η απελπισία και η οδύνη, με ψυχολογικά ή εξωγενή αίτια, αποδίδεται με όρους φυσικούς: "Όταν περπατούσες στην άμμο/ που κατάκαιγε ο ήλιος..." (σελ.78). Χαρακτηριστικές είναι και οι μεταφορές του νοήματος του καιρού και των εποχών: Της άνοιξης (σελ.128, 129), της βροχής (σελ.122), του ήλιου (σελ.127), του αέρα (σελ.120) και της κακοκαιρίας (σελ.129).
   Αξιοσημείωτο είναι ότι η φύση σπάνια χρησιμοποιείται ως ευφραντικό στοιχείο ή ψυχική ανάταση, όπως για παράδειγμα στον Ελύτη, αλλά κυρίως ώς αντίθεση ή παραλληλισμός με τη θλίψη, το λάθος, την αλλοτρίωση ή το αποτρόπαιο.
   Παρατηρούμε επίσης, σχηματισμένες φράσεις της καθομιλουμένης γλώσσας μας ή από λογοτεχνικά και θρησκευτικά κείμενα να μας παραπέμπουν σε άλλα νοήματα ή να ταιριάζουν με καταστάσεις. Εδώ λαμβάνουν χώρα και μικρές τροποποιήσεις που τις προσαρμόζουν στο ποίημα ή επιδιώκουν την πρωτοτυπία: "Από μνήμης ξεπόρτισα, βρέθηκα ίσα στο σήμερον κρεμάται." (σελ.51), (μας φέρνει στη μνήμη το αντίστοιχο τροπάριο της Μεγάλης Παρασκευής), "Συνηθίζεται, δηλώνεις πλατυποδία, αλλού ο κατεργάρης αλλού ο πάγκος του." (σελ.32), "όταν φωνάζω πορτοκάλι, να κρύβεσαι!/ όταν φωνάζω μανταρίνι, να μη βγαίνεις!" (σελ.73).
   Εδώ κάποτε εμφιλοχωρεί και η θρησκευτική αλληγορία, πολύ έντονη στη συλλογή "Προς Φαρισαίους" (1971) και διασκορπίζεται ώς κάποιο βαθμό σε όλο το έργο της [στη συλλογή "Λάζαροι εν αποσυνθέσει" (1964) και αλλού, "καλά που περνούσε απ' τη σάλα ο Χριστός/ άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει, πρόσταξε," (σελ.52)].
   Στα αποσπάσματα από το "Λέηζερ-Στεφανιαία" (1989) χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη τα περί υγείας και ιατρικής. Σώμα και σωματικότητα αποτελούν τα υποστρώματα έκφρασης της συνολικής ύπαρξης. Η απειλή του θανάτου λειτουργεί ως στροφή προς τα υπαρξιακά ερωτήματα και την αξιολόγηση της ζωής (π.χ. "Τα παράπονα", σελ.52). Εκεί, αρρώστια, ψυχολογία, γεγονότα και κρίσεις ανακατεύονται σε ένα πολυδιάστατο μείγμα. Ο "κόσμος" της ποιήτριας, αλλά και γενικότερα, μοιάζει να νοσεί και τον αντιμετωπίζουν με ψυχρότητα, με μια παράλληλη μάλλον κυριολεκτική αρρώστια του υποκειμένου ("Στα μηχανήματα", σελ.56).
   Βλέπουμε το αίμα σαν ζωογόνο δύναμη, "Ώσπου νάρθει πίσω το αίμα της καρδιάς μου" (σελ.59), σαν φορέα "το αιφνίδιο πέρασε στο αίμα/ και στο κεντρικό νευρικό σύστημα/ άλλες περιοχές διεγείροντας, καταστέλλοντας άλλες." (σελ.60), δρών συστατικό "άλλοτε το αίμα που πειραματίζεται στις αορτές μου/ με σπρώχνει με ξανασπρώχνει στο γκρεμό/ ή και με σώζει" (σελ.64).
   Κάποιες άλλες φορές οι μεταφορές της ξεφεύγουν προς μια σουρεαλιστική οπτική, αποσπώνται ώς ένα βαθμό από τα βαρίδια της λογικής, απελευθερώνοντας το "Εγώ" της (π.χ.σελ.132), καθώς χάνουν την άμεση νοηματική επαφή με το θέμα και στηρίζονται καθαρά στα συναισθήματα και τους συνειρμούς, λειτουργούν αποσπασμένες από την αντιστοιχία, επικρατώντας τα κατατετμημένα νοήματα, οι αγχωτικές μεγάλες προτάσεις και κάποτε τα πεζολογικά στοιχεία. Εκεί πλέον δε μιλάμε για μεταφορικό λόγο αλλά για υποσυνείδητες αντανακλάσεις. Η κορύφωση του φαινομένου είναι στη συλλογή "Μην πατάτε τη χλόη" (1981) και μετά φθίνει, ενώ είναι ανύπαρκτο στις πρώτες της δημιουργίες.
   Αλλού τα συναισθήματα, οι καταστάσεις και οι γενικότερες άυλες έννοιες περνούν σε απτές υλικές εικόνες: "Ζωή που σπαρτάρησε σαν παραθυρόφυλλο και κανείς δεν άπλωσε να την τεντώσει στο μάνταλο, ιδού πως ξεπαγιάζεις τίγκα στα ιδανικά." (σελ.28), "Χρειάζεται ένας φεγγίτης για να ματώσει η ταπετσαρία." (σελ.29), "Τώρα που η συναισθηματική μου κρίση διέσχισε τη σάλα με το ξύλινο πόδι της κι όλοι γύρισαν κοίταξαν, ας κοπιάσουν οι εξουσιοδοτημένοι να με καθίσουν στο σκαμνί." (σελ.31), όλο το ποίημα "Της γλυκειάς πατρίδας" (σελ.35) βρίθει από τέτοιες "ενσαρκώσεις", "Ο τόπος μου άνεμος...", "Ο τόπος μου να σ' αγγίζει με χέρι..." κ.τ.λ. Έτσι μια ιδέα και μια ψυχική κατάσταση βρίσκουν υλικό φορέα, κάνοντας πιο άμεσα τα αφηρημένα.
   Η χρήση παράδοξων ενεργειών ή καταστάσεων μας παραπέμπει άμεσα σε ένα κρυφό νόημα ή άλλοτε απλώς σε συναισθήματα. Η πρωτοτυπία και το ασυνήθιστο διεγείρει και το εκμεταλλεύονται συχνά οι ποιητές -όπως κατά κόρον και η Πέγκλη-, δημιουργώντας καινούριους αισθητικούς δρόμους, που όταν πετυχαίνουν τους στόχους τους, οδηγούν σε "μεγάλη ποίηση".
   "Διαδίδω πως έστω και για τις μέσα τούμπες χρειάζομαι άπλα" (σελ.104), "Η ξηρασία είναι το όρος όπου ασκητεύει/ η άδολη μέρα" (σελ.92).
   Όταν χρησιμοποιεί τον πρώτο στίχο ώς άτυπο τίτλο -π.χ. στη συλλογή "Φεβρουάριος"-, ή όταν αποτελεί ένα δίστιχο ή μονόστιχο -στην ενότητα "Της γλυκειάς πατρίδας"-, τότε αποτελεί την κεντρική μεταφορά, νοηματικής απόδοσης, που απλώνει αλλάζοντας μορφές, ή δίνει τη σκυτάλη σε μια σειρά συνειρμούς. Αλλά και στις άλλες περιπτώσεις που χρησιμοποιείται η κλασική τιτλοδότηση και πάλι η επικεφαλίδα δεν αποτελεί κυριολεξία, παρά μια σύνοψη της σειράς των μεταφορών που θα ακολουθήσουν, που παίρνουν συνάμα και πλήθος άλλων κατευθύνσεων.
   Οι επαναλήψεις λέξεων στον "Φεβρουάριο" είναι εμφατικές και αγχωτικές και σαφώς αφορούν και πάλι τις μετακινήσεις νοημάτων, μοιάζουν μάλιστα σαν να προετοιμάζουν το δρόμο για τη χρήση του υπερρεαλισμού στην επόμενη συλλογή της "Μην πατάτε τη χλόη" (1981), ενώ οι αμφιταλαντεύσεις με τη μορφή αλλεπάλληλων καταφάσεων και αρνήσεων συνεισφέρουν στο ανασφαλές κλίμα.
   Η Γιολάντα Πέγκλη δημιουργεί μέσα από τη θλίψη. Είναι η ποίηση της απογοήτευσης και ορισμένες φορές της νηφάλιας οργής ("Για να κατέβει η οργή στις φλέβες έχω ανάγκη από μαρτύρια", σελ.148), ενώ έντονη είναι και η αίσθηση της ματαιότητας και των υπαρξιακών ερωτημάτων. Θυμίζει τον Καρυωτάκη που αναζητά τρόπους έκφρασης της ψυχικής του καταστάσεως και του άξενου περιβάλλοντος, αλλά σαφώς με πιο μεταμοντέρνο τρόπο, προτιμά να μη γίνεται συγκεκριμένη, να μην εστιάζει σε γεγονότα, να μη δίνει ονόματα και να μην περιγράφει το συμβάν αλλά να το υπονοεί.

   Είναι ένα "Εγώ" που συναισθάνεται και αποδίδει τον κόσμο μέσα από την προσωπική βίωση, υπό την επήρεια της ποιητικής έξαρσης. Το αποτέλεσμα, η ποίησή της να είναι εντελώς προσωπική και σχεδόν πάντα σε πρώτο πρόσωπο∙ σφηνωμένη μεταξύ ουρανού και γης (σελ.140), γεννημένη "κάτω απ' τον αστερισμό του πένθους" (σελ.94), "ένα παιδί που τρέχει πίσω απ' το τόπι" (σελ.65), δεν έχει την απάντηση, έχει ένα χρησμό (σελ.38), μα "Πλην των άλλων χορτάριασε η κλειδαριά", ακούει "ευκρινώς τη λέξη ματαιότητα" (σελ.30). Αυτός είναι ο "μαγικός κόσμος" της σπουδαίας αυτής ποιήτριας.

Πρώτη δημοσίευση: Στον συλλογικό τόμο Γιολάντα Πέγκλη Κριτικές&Μελετληματα στα πενήντα χρόνια της ποιητικής της παρουσίας/ Οι εκδόσεις των φίλων/ 2015

Η κοινωνική ποίηση των Κλειδαρίθμων του Κλείτου Κύρου μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι.

   Ο Κλείτος Κύρου ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, που έχει βιώσει τον εμφύλιο και την ήττα, με την κατάρρευση των ελπίδων, τουλάχιστον όσων αφορούν το άμεσο μέλλον. Αυτή η πίκρα και η απογοήτευση, μαζί με το αλλοτριωτικό κατρακύλισμα της κοινωνίας και των ανθρώπων, επαναστατών και μη, διαποτίζει το έργο του.
Κιβωτός του Νώε

Ήταν και η επανάσταση
Πέρα από κάθε κίνητρο
Μια ιδεώδης διέξοδος

Τόσες ζητωκραυγές
Τόσα όνειρα
Τόσες αστραπές
Πού να χωρέσουν

Ύστερα από την καταστολή
Οι θλιβεροί επιζώντες
Είκοσι χρόνια περιφέρουν
Τα λείψανα της πυρκαγιάς...
   Οι "ανιδιοτελείς επαναστάτες" ("Κιβωτός του Νώε"), μετατρέπονται σε "κουρασμένους επαναστάτες" ("Αναβάπτιση"), "σχέδια καταρρέουν" ("Αναβάπτιση"), καταλήγουν "αφηγήσεις ονείρων" και "επιχειρήματα ηττοπαθών" ("Τελευταίο οχυρό"), με ανθρώπους "περιχαρακωμένους" "εκ του ασφαλούς" ("Τελευταίο οχυρό"). Και οι επίγονοι αναλώνονται σε "επενδύσεις κατεξοχήν επωφελείς" -εννοείται γι’ αυτούς-, "σε μετοχικά κεφάλαια" και "τουριστικές επιχειρήσεις" ("Η καμπή"). Οι άνθρωποι δίχως όνειρα ("Φενάκη"), ανικανοποίητοι και ανούσιοι, "ξεχασμένοι από τον ήλιο", κάθε μέρα είναι σαν να πεθαίνουν, κρεμασμένοι σε "νεόκτιστες οικοδομές" -εδώ υπαινίσσεται τον οικοδομικό μετεμφυλιακό οργασμό-, δίνοντας τον εαυτό τους για "αντιπαροχή", γιατί ταυτίζονται με τις ίδιες τις συμπεριφορές τους, που τους καθορίζουν.
    Η ιστορική αυτή κατάληξη-κατάντια, όπως γλαφυρά περιγράφεται, είναι μια πορεία υλιστικής ευμάρειας, αλλά και ιδεολογικής και πνευματικής παρακμής.
   Η εικόνα της σύγχρονής του πραγματικότητας, που άπτεται και έχει πολλές ομοιότητες με τη δική μας, τον πληγώνει. Τα συναισθήματα που του προκαλεί είναι σιωπηρή θλίψη και αίσθηση αδιεξόδου, καθώς αφουγκράζεται τα "σχέδια για ένα ταξίδι που δεν θα κάνουμε" ("Αντιμετάθεση"). Ενδόμυχοι φόβοι, προσωπικές καταρρεύσεις, απογοητεύσεις, προσωπεία, αντιδικίες, περιοριστικά τείχη, όλα σε μια ποίηση κατά βάση ψυχότροπη, καταγραφή της ιστορικής περιπέτειας μέσα στον προσωπικό κόσμο των ανθρώπων και τις αδυσώπητες επιρροές των συνθηκών και του περιβάλλοντος. Τελικά, το ποίημα "Το δίλημμα", μας θέτει ειρωνικά το ερώτημα αν είναι καλύτερο ένα τοπίο που βράζει, καταστρέφει, χωρίζει άλλοτε συντρόφους, αλλά ξεβράζει "ονειροκατασκευές", ανάμεσα σε συντρίμμια και ακρωτηριάζει δέντρα, παρασύροντάς τα, μαζί με "σκοτωμένα αστέρια" και αποχαιρετιστήριες φωνές -ίσως των ξενιτεμένων∙ παρά η αλλότρια εποχή, με την εκβιομηχάνιση, τις συναλλαγματικές, την ανθρώπινη ομοιομορφία ιδεών και ζωών, που φτάνουν να εύχονται να "ξαναβρέξει", μπας και ξεκολλήσουν από το βάλτο. Το ποίημα μάς παραπέμπει σαφώς στην ιστορική πορεία της μεταπολεμικής Ελλάδος, με τον εμφύλιο, τα αποτελέσματά του, διχασμούς, όνειρα, απογοητεύσεις, αποτυχίες, καταστροφές, υποχρεωτικούς ξενιτεμούς στις Ανατολικές χώρες ή αλλού και τελικά στην ισοπεδωτική κατάληξη της αλλοπρόσαλλα αναπτυσσόμενης χώρας. Είναι μια συναισθηματική αντιμετώπιση, και όχι μόνο, των ευαίσθητων ανθρώπων της εποχής, που βίωσαν τόσες δύσκολες καταστάσεις.
   Ο ίδιος μας ο εαυτός ενίοτε μας μεταμορφώνει, μας κάνει να βλέπουμε τα πράγματα όπως εμείς επιθυμούμε και όχι όπως είναι ( "Φίλτρο"). Τελικά δεν μας αγγίζουν με τη ρεαλιστική τους δύναμη, γιατί δεν είμαστε ούτε εμείς όπως πριν, μας έχει αλλάξει η ίδια η στάση μας. Θα έλεγα ότι το συγκεκριμένο ποίημα δίνει μια μικρή αισιόδοξη νότα στο θλιμμένο ύφος της συλλογής.
   Ο συνολικός τίτλος "Κλειδάριθμοι", μας προϊδεάζει ως προς την κρυπτικότητα του λόγου, που δεν φτάνει όμως σε υπερβολή. Είναι οι κωδικοί που μας απελευθερώνουν εικόνες, ανθρώπινες συμπεριφορές και κοινωνικές καταστάσεις, με έναν τρόπο λογικά ψυχολογικό. Είναι αριθμοί αδυσώπητοι, σαν την πικρή πραγματικότητα, που αγγίζουν όνειρα και παράγουν θλίψεις -και αυτό είναι πολύ επώδυνο. Κατά αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε ότι ο Κλείτος Κύρου είναι σαφώς κοινωνικός ποιητής.
   Όμως υπάρχουν και νησίδες θεματικής αποστασιοποίησης εντός της συλλογής. Η "διολίσθηση", η "Έλξη" και εν μέρει "Το χάσμα" -εδώ υπάρχει και άμεση σύνδεση με το κυρίως θέμα της συλλογής-, φαίνεται να αναφέρονται στη συμπεριφορά των ποιητών. "Τότε η Ποίηση/ Διολισθαίνει απ' το ιερατείο/ Κι ακροποδίζοντας έρχεται/ Δίπλα σου να σταθεί" ("Διολίσθηση").
  Η "Έλξη" είναι αυτή προς την "υψηλή" νοητική έκφραση και τη σαγηνευτική "μαγεία" της ποιήσεως, ενώ μάλλον υπαινίσσεται και την φιλοδοξία των καλλιτεχνών, ως προς την αθανασία του ονόματός τους, "Βιάζονται όλοι να φτάσουν τον ουρανό/ Πριν μετουσιωθούν σε λίθους πολύτιμους/ Απολιθώματα και ορυκτά" ("Έλξη"), οι οποίοι συνωστισμένοι -εδώ αναφέρεται στην πληθώρα ποιητών- βιάζονται με αγωνία να φτάσουν στον ουρανό. Εδώ πρέπει να συμπληρώσουν μόνοι τους το νόημα του ουρανού τους.
   Υπάρχει επίσης αναφορά του έρωτα στα ποιήματα "Παραινέσεις", "Αφθαρσία", "Οι Ερινύες ή το τέλος των άγιων ημερών" και στο "Dream factory", αλλά κάλλιστα θα μπορούσαν να διαβαστούν και ως μια μεταφορά που αφορά την ελκυστική ανάμνηση και νοσταλγία παλιότερων εποχών και ανθρώπων που είναι συνυφασμένοι με αυτές, χωρίς να αποκλείω και την έτερη ανάγνωση. Αυτά φαίνονται σαφέστατα στα δυο τελευταία ποιήματα που αναφέρω, ενώ στην "Αφθαρσία" ίσως να κυριολεκτεί, εκτρέποντας και αναμιγνύοντας όμως το τελικό νόημα, ως προϊόν αποτρόπαιων συνθηκών. Οι "Παραινέσεις" θα μπορούσαν να διαβαστούν και με έκδηλο ερωτικό στοιχείο ή ακόμα και καθαρά ερωτικά. Εδώ νομίζω ότι "παίζει" με την αμφισημία της ποιήσεως, μια και μιλάει για "αφιερώσεις αιώνιας φιλίας ή αγάπης".
   Αλλά πιστεύω ότι υπάρχουν φορές που δεν είναι σωστό να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε κατά γράμμα την ποίηση, και με αυτήν τη φράση θέλω να τελειώσω το κείμενό μου.

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Κοράλλι/ τεύχος 6/ Απρίλιος-Σεπτέμβριος 2015