Η λίστα ιστολογίων μου

Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

Οι μεταφορές στο ποιητικό έργο της Γιολάντας Πέγκλη. Της γλυκειάς πατρίδας και εκλογή ποιημάτων/ Μαυρίδης/ Αθήνα 1996.

   Οι μεταφορές είναι οι μετακινήσεις του νοήματος από το ρεαλιστικά άμεσα εκφραζόμενο σε ένα λιγότερο εμφανές, μέσω κάποιας αντιστοιχίας στις ιδιότητες, στην εμφάνιση ή κάπου αλλού. Χρησιμοποιούνται στον καθημερινό λόγο, στην πεζογραφία, ακόμα και στις φυσικές επιστήμες -για παράδειγμα στα μηχανικά ανάλογα ηλεκτρικών φαινομένων, που αποτελούν με την ευρεία έννοια ένα είδος μεταφοράς.
   Ο κατεξοχήν όμως χώρος χρήσης τους είναι η ποίηση, μια και η συναισθηματική φόρτιση και προσέγγιση, η συχνή γενίκευση του περιεχομένου, η έλλειψη επιστημονικής ακριβολογίας και άλλοι παράγοντες τις ευνοούν.
   Ακόμα πιο έντονη είναι η παρουσία τους στη σύγχρονη ποιητική δημιουργία, μια και επηρεάζονται από τις μεθόδους έκφρασης των καλλιτεχνικών της ρευμάτων, όπως ο υπερρεαλισμός, ο μοντερνισμός, ο μεταμοντερνισμός ή κράματα αυτών, αλλά και από τους γενικότερους τρόπους διατύπωσης.
   Η γραφή της Γιολάντας Πέγκλη συγκαταλέγεται σαφώς και ακραιφνώς στις σύγχρονες τεχνοτροπίες και ώς τέτοια έχει έντονη την παρουσία τους. Όταν όμως αυτές αναμειγνύονται με τη σπασμωδικότητα γραφής, τα κομματιάσματα του ψυχικού πόνου, την αγωνιώδη πάλη για αυτοπραγμάτωση, την υπαρξιακή αναζήτηση, τη νοηματική συμπύκνωση, τις απώλειες, την εξπρεσιονιστική γραφή, την αίσθηση της εγκατάλειψης και ανημποριάς μπρος στην έκβαση των πραγμάτων τής εν λόγω ποιήτριας, οδηγούμαστε σε μια ιδιαίτερη και πολύ έντονη έκφραση των στοιχείων τους.
   Έτσι τα ποιήματά της μοιάζουν με σύνολα από μεταφορές, που μετασχηματίζονται σε ποιητικές εικόνες και νοήματα, ισορροπώντας στη λογική και το συναίσθημα -με τις κυριολεξίες να είναι ελάχιστες. Ο συνειρμός που τις "δένει" με το περιεχόμενο είναι κυρίως νοηματικός και λιγότερο εικονοπλαστικός.

"Ο τόπος μου ό,τι μερεμετίζει μέρα
νύχτα να του το σακατεύουν.
Αν και κοιμάται όπως πεθαίνει.
Κι όπως πλαγιάζει να κοιμηθεί να πεθάνει
το σώμα του σβήσει δε σβήσει το φως
λάμποντας χαιρετά όσα ονειρεύτηκε."

(Σελ.39/ "Της γλυκειάς πατρίδας")

   Μέσα από αυτή την τεχνοτροπία βλέπει την αδικία ("Ημιώροφους να σακατεύουν το μπόι"/ σελ.28), τις ματαιώσεις ("Τέτοιον τόπο που μου πριονίζει την πτήση, ούτε από ψηλά να μην εκπέμπω"/ σελ.25), αυτά που δεν γίνανε ("χορτάριασε η κλειδαριά ακούω ευκρινώς τη λέξη ματαιότητα"/ σελ.30), τις θλιβερές και πολύ αυστηρές για τον εαυτό της διαπιστώσεις ("το όνειρό μου όμως σα να ξεπέφτει σε μια χρυσή μετριότητα"/ σελ.33) -στο σημείο αυτό δεν τη συμμερίζομαι-, παρασυρόμενη σε μια ανακυκλωμένη θλίψη, που αποκαλύπτει ξεγυμνώνοντας τον κόσμο και τον εαυτό της. Έτσι τα ποιήματά της σφύζουν από περιεχόμενο και ποτέ δεν είναι κενόλογα.
   Η ποιήτρια γράφει σχεδόν πάντα στο πρώτο πρόσωπο, έτσι τα περιεχόμενα των ποιημάτων της, άμεσα και χωρίς συγκαλύψεις, αποδίδονται στον εαυτό της και από εκεί και πέρα ο μεταφορικός λόγος τα "πλαταίνει" και τους δίνει την ποιητική τους χροιά.
  Η "πρώτη ύλη" των μεταφορών της είναι πολυποίκιλη, αλλά ας προσπαθήσομε να την ομαδοποιήσομε όσο μπορούμε για να διευκολύνουμε τη μελέτη της.
   Παρατηρούμε την "τσακισμένη φύση" και το φυσικό ως αντιπαράθεση με την απώλεια, τη συντριβή, το τεχνητό και αφύσικο, όπως και τη γενικότερη χρήση των δέντρων, των φυτών και ανάλογων περιγραφών, με τα συναισθήματα που απορρέουν από αυτά: "άλλοτε τοίχος με κάρφωνε η αγάπη πεταλούδα" (σελ.55), "Έγινε φλούδα ο τόπος μου μ' έκλεισε στο δέντρο μου." (σελ.34), "Σαν κάτω από χιλιάδες βαττ σε εικοσιτετράωρη βάση το σώμα μου φρίττει" (σελ.32), "Χρειάζεται ένας φεγγίτης για να ματώσει η ταπετσαρία" (σελ.29), "ο ουρανός με τ' άστρα, η γη με τα λουλούδια, η θάλασσα με τα ψάρια, να τι με τύλιγε τι μ' έντυνε τι μ' έγδυνε" (σελ.50), ολόκληρο το ποίημα "Στα μηχανήματα" (σελ.56).
   Ο εγκλωβισμός, η λύπη, η απελπισία και η οδύνη, με ψυχολογικά ή εξωγενή αίτια, αποδίδεται με όρους φυσικούς: "Όταν περπατούσες στην άμμο/ που κατάκαιγε ο ήλιος..." (σελ.78). Χαρακτηριστικές είναι και οι μεταφορές του νοήματος του καιρού και των εποχών: Της άνοιξης (σελ.128, 129), της βροχής (σελ.122), του ήλιου (σελ.127), του αέρα (σελ.120) και της κακοκαιρίας (σελ.129).
   Αξιοσημείωτο είναι ότι η φύση σπάνια χρησιμοποιείται ως ευφραντικό στοιχείο ή ψυχική ανάταση, όπως για παράδειγμα στον Ελύτη, αλλά κυρίως ώς αντίθεση ή παραλληλισμός με τη θλίψη, το λάθος, την αλλοτρίωση ή το αποτρόπαιο.
   Παρατηρούμε επίσης, σχηματισμένες φράσεις της καθομιλουμένης γλώσσας μας ή από λογοτεχνικά και θρησκευτικά κείμενα να μας παραπέμπουν σε άλλα νοήματα ή να ταιριάζουν με καταστάσεις. Εδώ λαμβάνουν χώρα και μικρές τροποποιήσεις που τις προσαρμόζουν στο ποίημα ή επιδιώκουν την πρωτοτυπία: "Από μνήμης ξεπόρτισα, βρέθηκα ίσα στο σήμερον κρεμάται." (σελ.51), (μας φέρνει στη μνήμη το αντίστοιχο τροπάριο της Μεγάλης Παρασκευής), "Συνηθίζεται, δηλώνεις πλατυποδία, αλλού ο κατεργάρης αλλού ο πάγκος του." (σελ.32), "όταν φωνάζω πορτοκάλι, να κρύβεσαι!/ όταν φωνάζω μανταρίνι, να μη βγαίνεις!" (σελ.73).
   Εδώ κάποτε εμφιλοχωρεί και η θρησκευτική αλληγορία, πολύ έντονη στη συλλογή "Προς Φαρισαίους" (1971) και διασκορπίζεται ώς κάποιο βαθμό σε όλο το έργο της [στη συλλογή "Λάζαροι εν αποσυνθέσει" (1964) και αλλού, "καλά που περνούσε απ' τη σάλα ο Χριστός/ άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει, πρόσταξε," (σελ.52)].
   Στα αποσπάσματα από το "Λέηζερ-Στεφανιαία" (1989) χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη τα περί υγείας και ιατρικής. Σώμα και σωματικότητα αποτελούν τα υποστρώματα έκφρασης της συνολικής ύπαρξης. Η απειλή του θανάτου λειτουργεί ως στροφή προς τα υπαρξιακά ερωτήματα και την αξιολόγηση της ζωής (π.χ. "Τα παράπονα", σελ.52). Εκεί, αρρώστια, ψυχολογία, γεγονότα και κρίσεις ανακατεύονται σε ένα πολυδιάστατο μείγμα. Ο "κόσμος" της ποιήτριας, αλλά και γενικότερα, μοιάζει να νοσεί και τον αντιμετωπίζουν με ψυχρότητα, με μια παράλληλη μάλλον κυριολεκτική αρρώστια του υποκειμένου ("Στα μηχανήματα", σελ.56).
   Βλέπουμε το αίμα σαν ζωογόνο δύναμη, "Ώσπου νάρθει πίσω το αίμα της καρδιάς μου" (σελ.59), σαν φορέα "το αιφνίδιο πέρασε στο αίμα/ και στο κεντρικό νευρικό σύστημα/ άλλες περιοχές διεγείροντας, καταστέλλοντας άλλες." (σελ.60), δρών συστατικό "άλλοτε το αίμα που πειραματίζεται στις αορτές μου/ με σπρώχνει με ξανασπρώχνει στο γκρεμό/ ή και με σώζει" (σελ.64).
   Κάποιες άλλες φορές οι μεταφορές της ξεφεύγουν προς μια σουρεαλιστική οπτική, αποσπώνται ώς ένα βαθμό από τα βαρίδια της λογικής, απελευθερώνοντας το "Εγώ" της (π.χ.σελ.132), καθώς χάνουν την άμεση νοηματική επαφή με το θέμα και στηρίζονται καθαρά στα συναισθήματα και τους συνειρμούς, λειτουργούν αποσπασμένες από την αντιστοιχία, επικρατώντας τα κατατετμημένα νοήματα, οι αγχωτικές μεγάλες προτάσεις και κάποτε τα πεζολογικά στοιχεία. Εκεί πλέον δε μιλάμε για μεταφορικό λόγο αλλά για υποσυνείδητες αντανακλάσεις. Η κορύφωση του φαινομένου είναι στη συλλογή "Μην πατάτε τη χλόη" (1981) και μετά φθίνει, ενώ είναι ανύπαρκτο στις πρώτες της δημιουργίες.
   Αλλού τα συναισθήματα, οι καταστάσεις και οι γενικότερες άυλες έννοιες περνούν σε απτές υλικές εικόνες: "Ζωή που σπαρτάρησε σαν παραθυρόφυλλο και κανείς δεν άπλωσε να την τεντώσει στο μάνταλο, ιδού πως ξεπαγιάζεις τίγκα στα ιδανικά." (σελ.28), "Χρειάζεται ένας φεγγίτης για να ματώσει η ταπετσαρία." (σελ.29), "Τώρα που η συναισθηματική μου κρίση διέσχισε τη σάλα με το ξύλινο πόδι της κι όλοι γύρισαν κοίταξαν, ας κοπιάσουν οι εξουσιοδοτημένοι να με καθίσουν στο σκαμνί." (σελ.31), όλο το ποίημα "Της γλυκειάς πατρίδας" (σελ.35) βρίθει από τέτοιες "ενσαρκώσεις", "Ο τόπος μου άνεμος...", "Ο τόπος μου να σ' αγγίζει με χέρι..." κ.τ.λ. Έτσι μια ιδέα και μια ψυχική κατάσταση βρίσκουν υλικό φορέα, κάνοντας πιο άμεσα τα αφηρημένα.
   Η χρήση παράδοξων ενεργειών ή καταστάσεων μας παραπέμπει άμεσα σε ένα κρυφό νόημα ή άλλοτε απλώς σε συναισθήματα. Η πρωτοτυπία και το ασυνήθιστο διεγείρει και το εκμεταλλεύονται συχνά οι ποιητές -όπως κατά κόρον και η Πέγκλη-, δημιουργώντας καινούριους αισθητικούς δρόμους, που όταν πετυχαίνουν τους στόχους τους, οδηγούν σε "μεγάλη ποίηση".
   "Διαδίδω πως έστω και για τις μέσα τούμπες χρειάζομαι άπλα" (σελ.104), "Η ξηρασία είναι το όρος όπου ασκητεύει/ η άδολη μέρα" (σελ.92).
   Όταν χρησιμοποιεί τον πρώτο στίχο ώς άτυπο τίτλο -π.χ. στη συλλογή "Φεβρουάριος"-, ή όταν αποτελεί ένα δίστιχο ή μονόστιχο -στην ενότητα "Της γλυκειάς πατρίδας"-, τότε αποτελεί την κεντρική μεταφορά, νοηματικής απόδοσης, που απλώνει αλλάζοντας μορφές, ή δίνει τη σκυτάλη σε μια σειρά συνειρμούς. Αλλά και στις άλλες περιπτώσεις που χρησιμοποιείται η κλασική τιτλοδότηση και πάλι η επικεφαλίδα δεν αποτελεί κυριολεξία, παρά μια σύνοψη της σειράς των μεταφορών που θα ακολουθήσουν, που παίρνουν συνάμα και πλήθος άλλων κατευθύνσεων.
   Οι επαναλήψεις λέξεων στον "Φεβρουάριο" είναι εμφατικές και αγχωτικές και σαφώς αφορούν και πάλι τις μετακινήσεις νοημάτων, μοιάζουν μάλιστα σαν να προετοιμάζουν το δρόμο για τη χρήση του υπερρεαλισμού στην επόμενη συλλογή της "Μην πατάτε τη χλόη" (1981), ενώ οι αμφιταλαντεύσεις με τη μορφή αλλεπάλληλων καταφάσεων και αρνήσεων συνεισφέρουν στο ανασφαλές κλίμα.
   Η Γιολάντα Πέγκλη δημιουργεί μέσα από τη θλίψη. Είναι η ποίηση της απογοήτευσης και ορισμένες φορές της νηφάλιας οργής ("Για να κατέβει η οργή στις φλέβες έχω ανάγκη από μαρτύρια", σελ.148), ενώ έντονη είναι και η αίσθηση της ματαιότητας και των υπαρξιακών ερωτημάτων. Θυμίζει τον Καρυωτάκη που αναζητά τρόπους έκφρασης της ψυχικής του καταστάσεως και του άξενου περιβάλλοντος, αλλά σαφώς με πιο μεταμοντέρνο τρόπο, προτιμά να μη γίνεται συγκεκριμένη, να μην εστιάζει σε γεγονότα, να μη δίνει ονόματα και να μην περιγράφει το συμβάν αλλά να το υπονοεί.

   Είναι ένα "Εγώ" που συναισθάνεται και αποδίδει τον κόσμο μέσα από την προσωπική βίωση, υπό την επήρεια της ποιητικής έξαρσης. Το αποτέλεσμα, η ποίησή της να είναι εντελώς προσωπική και σχεδόν πάντα σε πρώτο πρόσωπο∙ σφηνωμένη μεταξύ ουρανού και γης (σελ.140), γεννημένη "κάτω απ' τον αστερισμό του πένθους" (σελ.94), "ένα παιδί που τρέχει πίσω απ' το τόπι" (σελ.65), δεν έχει την απάντηση, έχει ένα χρησμό (σελ.38), μα "Πλην των άλλων χορτάριασε η κλειδαριά", ακούει "ευκρινώς τη λέξη ματαιότητα" (σελ.30). Αυτός είναι ο "μαγικός κόσμος" της σπουδαίας αυτής ποιήτριας.

Πρώτη δημοσίευση: Στον συλλογικό τόμο Γιολάντα Πέγκλη Κριτικές&Μελετληματα στα πενήντα χρόνια της ποιητικής της παρουσίας/ Οι εκδόσεις των φίλων/ 2015

Η κοινωνική ποίηση των Κλειδαρίθμων του Κλείτου Κύρου μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι.

   Ο Κλείτος Κύρου ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, που έχει βιώσει τον εμφύλιο και την ήττα, με την κατάρρευση των ελπίδων, τουλάχιστον όσων αφορούν το άμεσο μέλλον. Αυτή η πίκρα και η απογοήτευση, μαζί με το αλλοτριωτικό κατρακύλισμα της κοινωνίας και των ανθρώπων, επαναστατών και μη, διαποτίζει το έργο του.
Κιβωτός του Νώε

Ήταν και η επανάσταση
Πέρα από κάθε κίνητρο
Μια ιδεώδης διέξοδος

Τόσες ζητωκραυγές
Τόσα όνειρα
Τόσες αστραπές
Πού να χωρέσουν

Ύστερα από την καταστολή
Οι θλιβεροί επιζώντες
Είκοσι χρόνια περιφέρουν
Τα λείψανα της πυρκαγιάς...
   Οι "ανιδιοτελείς επαναστάτες" ("Κιβωτός του Νώε"), μετατρέπονται σε "κουρασμένους επαναστάτες" ("Αναβάπτιση"), "σχέδια καταρρέουν" ("Αναβάπτιση"), καταλήγουν "αφηγήσεις ονείρων" και "επιχειρήματα ηττοπαθών" ("Τελευταίο οχυρό"), με ανθρώπους "περιχαρακωμένους" "εκ του ασφαλούς" ("Τελευταίο οχυρό"). Και οι επίγονοι αναλώνονται σε "επενδύσεις κατεξοχήν επωφελείς" -εννοείται γι’ αυτούς-, "σε μετοχικά κεφάλαια" και "τουριστικές επιχειρήσεις" ("Η καμπή"). Οι άνθρωποι δίχως όνειρα ("Φενάκη"), ανικανοποίητοι και ανούσιοι, "ξεχασμένοι από τον ήλιο", κάθε μέρα είναι σαν να πεθαίνουν, κρεμασμένοι σε "νεόκτιστες οικοδομές" -εδώ υπαινίσσεται τον οικοδομικό μετεμφυλιακό οργασμό-, δίνοντας τον εαυτό τους για "αντιπαροχή", γιατί ταυτίζονται με τις ίδιες τις συμπεριφορές τους, που τους καθορίζουν.
    Η ιστορική αυτή κατάληξη-κατάντια, όπως γλαφυρά περιγράφεται, είναι μια πορεία υλιστικής ευμάρειας, αλλά και ιδεολογικής και πνευματικής παρακμής.
   Η εικόνα της σύγχρονής του πραγματικότητας, που άπτεται και έχει πολλές ομοιότητες με τη δική μας, τον πληγώνει. Τα συναισθήματα που του προκαλεί είναι σιωπηρή θλίψη και αίσθηση αδιεξόδου, καθώς αφουγκράζεται τα "σχέδια για ένα ταξίδι που δεν θα κάνουμε" ("Αντιμετάθεση"). Ενδόμυχοι φόβοι, προσωπικές καταρρεύσεις, απογοητεύσεις, προσωπεία, αντιδικίες, περιοριστικά τείχη, όλα σε μια ποίηση κατά βάση ψυχότροπη, καταγραφή της ιστορικής περιπέτειας μέσα στον προσωπικό κόσμο των ανθρώπων και τις αδυσώπητες επιρροές των συνθηκών και του περιβάλλοντος. Τελικά, το ποίημα "Το δίλημμα", μας θέτει ειρωνικά το ερώτημα αν είναι καλύτερο ένα τοπίο που βράζει, καταστρέφει, χωρίζει άλλοτε συντρόφους, αλλά ξεβράζει "ονειροκατασκευές", ανάμεσα σε συντρίμμια και ακρωτηριάζει δέντρα, παρασύροντάς τα, μαζί με "σκοτωμένα αστέρια" και αποχαιρετιστήριες φωνές -ίσως των ξενιτεμένων∙ παρά η αλλότρια εποχή, με την εκβιομηχάνιση, τις συναλλαγματικές, την ανθρώπινη ομοιομορφία ιδεών και ζωών, που φτάνουν να εύχονται να "ξαναβρέξει", μπας και ξεκολλήσουν από το βάλτο. Το ποίημα μάς παραπέμπει σαφώς στην ιστορική πορεία της μεταπολεμικής Ελλάδος, με τον εμφύλιο, τα αποτελέσματά του, διχασμούς, όνειρα, απογοητεύσεις, αποτυχίες, καταστροφές, υποχρεωτικούς ξενιτεμούς στις Ανατολικές χώρες ή αλλού και τελικά στην ισοπεδωτική κατάληξη της αλλοπρόσαλλα αναπτυσσόμενης χώρας. Είναι μια συναισθηματική αντιμετώπιση, και όχι μόνο, των ευαίσθητων ανθρώπων της εποχής, που βίωσαν τόσες δύσκολες καταστάσεις.
   Ο ίδιος μας ο εαυτός ενίοτε μας μεταμορφώνει, μας κάνει να βλέπουμε τα πράγματα όπως εμείς επιθυμούμε και όχι όπως είναι ( "Φίλτρο"). Τελικά δεν μας αγγίζουν με τη ρεαλιστική τους δύναμη, γιατί δεν είμαστε ούτε εμείς όπως πριν, μας έχει αλλάξει η ίδια η στάση μας. Θα έλεγα ότι το συγκεκριμένο ποίημα δίνει μια μικρή αισιόδοξη νότα στο θλιμμένο ύφος της συλλογής.
   Ο συνολικός τίτλος "Κλειδάριθμοι", μας προϊδεάζει ως προς την κρυπτικότητα του λόγου, που δεν φτάνει όμως σε υπερβολή. Είναι οι κωδικοί που μας απελευθερώνουν εικόνες, ανθρώπινες συμπεριφορές και κοινωνικές καταστάσεις, με έναν τρόπο λογικά ψυχολογικό. Είναι αριθμοί αδυσώπητοι, σαν την πικρή πραγματικότητα, που αγγίζουν όνειρα και παράγουν θλίψεις -και αυτό είναι πολύ επώδυνο. Κατά αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε ότι ο Κλείτος Κύρου είναι σαφώς κοινωνικός ποιητής.
   Όμως υπάρχουν και νησίδες θεματικής αποστασιοποίησης εντός της συλλογής. Η "διολίσθηση", η "Έλξη" και εν μέρει "Το χάσμα" -εδώ υπάρχει και άμεση σύνδεση με το κυρίως θέμα της συλλογής-, φαίνεται να αναφέρονται στη συμπεριφορά των ποιητών. "Τότε η Ποίηση/ Διολισθαίνει απ' το ιερατείο/ Κι ακροποδίζοντας έρχεται/ Δίπλα σου να σταθεί" ("Διολίσθηση").
  Η "Έλξη" είναι αυτή προς την "υψηλή" νοητική έκφραση και τη σαγηνευτική "μαγεία" της ποιήσεως, ενώ μάλλον υπαινίσσεται και την φιλοδοξία των καλλιτεχνών, ως προς την αθανασία του ονόματός τους, "Βιάζονται όλοι να φτάσουν τον ουρανό/ Πριν μετουσιωθούν σε λίθους πολύτιμους/ Απολιθώματα και ορυκτά" ("Έλξη"), οι οποίοι συνωστισμένοι -εδώ αναφέρεται στην πληθώρα ποιητών- βιάζονται με αγωνία να φτάσουν στον ουρανό. Εδώ πρέπει να συμπληρώσουν μόνοι τους το νόημα του ουρανού τους.
   Υπάρχει επίσης αναφορά του έρωτα στα ποιήματα "Παραινέσεις", "Αφθαρσία", "Οι Ερινύες ή το τέλος των άγιων ημερών" και στο "Dream factory", αλλά κάλλιστα θα μπορούσαν να διαβαστούν και ως μια μεταφορά που αφορά την ελκυστική ανάμνηση και νοσταλγία παλιότερων εποχών και ανθρώπων που είναι συνυφασμένοι με αυτές, χωρίς να αποκλείω και την έτερη ανάγνωση. Αυτά φαίνονται σαφέστατα στα δυο τελευταία ποιήματα που αναφέρω, ενώ στην "Αφθαρσία" ίσως να κυριολεκτεί, εκτρέποντας και αναμιγνύοντας όμως το τελικό νόημα, ως προϊόν αποτρόπαιων συνθηκών. Οι "Παραινέσεις" θα μπορούσαν να διαβαστούν και με έκδηλο ερωτικό στοιχείο ή ακόμα και καθαρά ερωτικά. Εδώ νομίζω ότι "παίζει" με την αμφισημία της ποιήσεως, μια και μιλάει για "αφιερώσεις αιώνιας φιλίας ή αγάπης".
   Αλλά πιστεύω ότι υπάρχουν φορές που δεν είναι σωστό να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε κατά γράμμα την ποίηση, και με αυτήν τη φράση θέλω να τελειώσω το κείμενό μου.

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Κοράλλι/ τεύχος 6/ Απρίλιος-Σεπτέμβριος 2015