ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το σύνολο του ποιητικού έργου του
Πατρίκιου είναι ένα διαγραφόμενο χρονικό της πορείας της ζωής ενός αριστερού
αγωνιστή. Ανάλογη πορεία είχαν και πολλοί άλλοι Έλληνες της γενιάς του. Το έργο
του είναι αντιπροσωπευτικό των σκέψεων και της ψυχολογίας των ατόμων αυτών, με
τους αγώνες, την ήττα, την απογοήτευση, την κατάρρευση των ιδεών τους και την
ειλικρινή μεταστροφή κάποιων από αυτούς.
Είναι ένας ποιητικά συναισθηματικός τρόπος έκφρασης, που μας βοηθά να
συνειδητοποιήσουμε την ατομική διάσταση των γεγονότων, διαμέσου του ποιητικού
υποκειμένου.
Διατρέχουμε λοιπόν εν συντομία το έργο του, για να δούμε ποια είναι η
πορεία αυτών των απόψεων του και πώς εκφράζονται.
Τίτος
Πατρίκιος: Ο ποιητής της άμεσης άποψης και πώς η βίωση καθορίζει την πολιτική ποίησή
του.
Η
πολιτική ποίηση είναι μια μορφή τέχνης που συχνά ενέχει έναν σκοπό –στην
περίπτωση του Σόλωνα (6ος π.χ. αιώνας) να αιτιολογήσει τη νομοθεσία
του-,
σχεδόν πάντα την έκφραση και υποστήριξη απόψεων που συνδέονται με τα κοινωνικά
τεκταινόμενα (σε μεγάλο βαθμό εδώ ανήκει η ποίηση του Τίτου Πατρίκιου) και
άλλοτε την παρότρυνση των ανθρώπων για δράση.
Εμφανίζεται από την αρχαιότητα και συνεχίζει
την κατά καιρούς ιστορική πορεία της μέχρι τις μέρες μας. Ας θυμηθούμε για
παράδειγμα τα έργα του Αλκαίου,
με τις αιχμές εναντίον του Πιττακού, ή την ποίηση του Ρήγα Φεραίου.
Συχνή μάλιστα είναι και η εξύμνηση της ελευθερίας, που κατά μια έννοια θα
μπορούσε να θεωρηθεί πολιτική πράξη, ιδιαίτερα όταν συνταιριάζεται με ανάλογες
συνθήκες και εποχές, μια και σε παλιότερες περιόδους δεν μπορούσε να θεωρηθεί
ως δεδομένο αγαθό και συχνά έπαιρνε επαναστατική μορφή. Έτσι, υπό αυτή την
έννοια, η πατριωτική ποίηση του Διονύσιου Σολωμού -για παράδειγμα στον εθνικό
μας ύμνο-μπορεί να θεωρηθεί ως πολιτική πράξη, το ίδιο και η Μασσαλιώτιδα του
Κλαύδιου Ιωσήφ Ρουζέ Ντελίλ, ενώ υπάρχουν και πλήθος ανάλογα ανά τον κόσμο
παραδείγματα. Όμως αυτό το κίνημα που σημάδεψε και καθόρισε σε παγκόσμιο
επίπεδο ένα μεγάλο ρεύμα της, με πλήθος δημιουργούς και επίσης δοκίμασε να
τεκμηριώσει ιδεολογικά το ρόλο της πολιτικής ποίησης μετονομάζοντάς την, κάποτε
με αδικαιολόγητη αυστηρότητα και σκληρή οριοθέτηση, ως στρατευμένη, είναι ο
μαρξισμός ή κάποιοι κύκλοι αυτού. Έτσι, σε παγκόσμιο επίπεδο, έχουμε αριστερούς
λογοτέχνες όπως ο Μπέρτολ Μπρέχτ, ο Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι, ο Πάμπλο Νερούδα και
πολλούς άλλους. Τα σύνορα όμως της πολιτικής με την κοινωνική ή γενικότερα
ιδεολογική ποίηση είναι ασαφή. Πολλές ιδέες, υπό την ευρεία έννοια, μπορεί να
ενταχθούν σε πολιτικά ρεύματα ή στην ευρύτερη λογική τους. Εδώ το θέμα
περιπλέκεται. Αυτό όμως δεν ισχύει για σχεδόν όλη την ποίηση του Τίτου
Πατρίκιου, καθώς και ο ίδιος κατονομάζει τον εαυτό του ως πολιτικό ποιητή.
Ενώ ο Δ.Ν. Μαρωνίτης μας λέει: «Όπως κι αν έχει το πράγμα, πολιτική και ποίηση
συμπλέκονται συνεχώς στην ενδοποιητική του Τίτου Πατρίκιου: άλλοτε και αλλού
συμφιλιώνουν και αλλού συγκρούονται ... Πρόκειται για δραματικό διάλογο και
αντίλογο, στον οποίο τελικά συγχωνεύονται η πολιτική και η υπαρξιακή αγωνία...».
Η Θεοδώρα Μεντή, στη διδακτορική διατριβή
της, Μεταπολεμική πολιτική ποίηση.
Ιδεολογία και ποιητική,
μελετά τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς που παρουσιάζουν στοιχεία
πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού. Σε αυτούς εντάσσει και τον Τίτο
Πατρίκιο.
Ακόμα και στον Λυσιμελή πόθο,
σε μια συλλογή που συγκεντρώνονται τα ερωτικά ποιήματα του Τίτου Πατρίκιου, το
κεντρικό του θέμα διαποτίζεται συνήθως από το πρίσμα του πολιτικοποιημένου
αγωνιστή, μια και ο χρόνος, ο τόπος και τα γεγονότα διαρκώς περιστρέφονται μέσα
στο έργο.
Ο εν λόγω ποιητής σπάνια γράφει για να μας
βυθίσει σε μια περιγραφή ή να αναφέρει ένα ουδέτερο συμβάν, ή αν το κάνει από
πίσω ενίοτε υπάρχει μια θέση, μας οδηγεί σε ένα συμπέρασμα,
συνήθως άμεσα, αλλά και κάποτε πιο έμμεσα. Θέλει να μας εκφράσει κάτι και δεν
ρεμβάζει απλώς ή περιφέρεται με αδολεσχία σε κάποιο ενδιάθετο συναίσθημα. Δεν
το κάνει όμως αυτό με διδακτικό τόνο, αλλά εκθέτοντας απόψεις και περιγράφοντας
καταστάσεις, που απ’ αυτές προκύπτουν διδαχές. Είναι ο ποιητής της άμεσης
εμπειρίας, η οποία εκφράζει και καθορίζει τα δημιουργήματά του και συνήθως
μεταφέρεται με ρεαλιστική ευθύτητα. Διακατέχεται από τη ζωή και δεν αιθεροβατεί
και φαίνεται ότι ο ρόλος της είναι πρωταρχικός και καθοριστικός στην ποίησή του.
Ο βίος, ο αγώνας και η ιδεολογία του Τίτου
Πατρίκιου «εντοπίζουν» τα ποιήματά του και σαφώς είναι καθοδηγητικά στην
ανάγνωση τους. Μαζί με τα ιστορικά γεγονότα είναι απαραίτητα ως εργαλεία
κατανόησης και ανάλυσης. Τέτοια είναι οι αριστερές ιδέες, ο εμφύλιος και οι
εξορίες. Υπάρχουν βέβαια και μικρότερα ή και μεγαλύτερα παράπλευρα θέματα, που
είναι σύμφυτα εντός του έργου του, οδηγούν στο «πλάτεμα» της οπτικής και
διαμορφώνουν ένα γενικότερο πλαίσιο. Όσο πιο παλιά είναι τα ποιήματά του τόσο
πιο κοντά είναι στις αριστερές ιδέες, τόσο θεματικά όσο και από πλευράς
έντασης, μια και τα συνταρακτικά και καθοριστικά για τις ζωές των ανθρώπων
γεγονότα κυριαρχούν.
Ας διατρέξουμε λοιπόν εν συντομία το έργο
του, για να δούμε ποια είναι η πορεία αυτών των απόψεών του και πώς εκφράζονται.
Ακολουθώ τη σειρά της συγκεντρωτικής εκδόσεως των τόμων των εκδόσεων Κέδρος.
Χαρακτηριστικό αυτών των συγκεντρωτικών
εκδόσεων είναι ότι κάτω από τα ποιήματα αναγράφονται οι ημερομηνίες γραφής τους
και ο τόπος. Αυτό είναι καθοδηγητικό για τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν
αλλά και για τα γεγονότα της προσωπικής ζωής του ποιητή, με τα οποία η ποίησή
του είναι άρρηκτα συνδεδεμένη.
Όπως πολύ εύστοχα και εμπεριστατωμένα μας
λέει ο Παναγιώτης Νικολαΐδης:
«[...] στην πρώιμη ποιητική του παραγωγή [...] αναγνωρίζεται εύκολα ο
αυθόρμητος, άμεσος και ρεαλιστικός τρόπος μεταφοράς στην τέχνη των εμπειριών
μιας τραχιάς ιστορίας, η ενατένιση της ζωής και η έκφραση της νεανικής πίστης
στο κοσμοθεωρητικό όραμα της Αριστεράς, και η συνειδητή δημιουργία μιας
απολύτως μεταπολεμικής θεματικής περιοχής».
Έτσι αρχικά στις συλλογές τα Πρώτα ποιήματα (1943) και Επιστροφή στην ποίηση (1948-1951) ακολουθεί με την πένα του, και όχι μόνο, τα
παιδιά που αφήνουν τα θρανία και κατεβαίνουν σε διαδηλώσεις. Ένας μεγάλος
αριθμός ποιημάτων αυτής της περιόδου αναφέρονται στην παιδική ηλικία και στην
πολιτική στράτευση (π.χ. «Δον Κιχώτης»). «Οι ξινές ρόγες ωρίμασαν απότομα», θα
μας πει.
Η σκλαβιά, η
λευτεριά και
οι θάνατοι των φίλων
είναι μερικά από τα θέματά του. Αυτά συμβαδίζουν με τα βιώματα της νεανικής
ηλικίας του Πατρίκιου, μια και γράφτηκαν 1943-195, που ήταν 15 με 23 χρονών. Τα
ποιήματα σαφώς έχουν διαλέξει στρατόπεδο, άλλωστε η εποχή ήταν φλεγόμενη και
θυελλώδης. Διακατέχονται από αγωνιστική διάθεση, και στην συνέχεια από την
απογοήτευση της αποτυχίας του κινήματος και τους θρήνους της απώλειας οικείων
προσώπων του. Το αίσθημα παρακμής πλανιέται διαρκώς εντός τους, ακόμα και σε
ποιήματα που εκ πρώτης όψεως δεν μοιάζουν πολιτικά («Ώρα να κλείνουμε», «Η
κατάκτηση του Έβερεστ», «Το γλυκό και το αλμυρό νερό»). Η ατομική βίωση των
θυελλωδών ιστορικών γεγονότων και τα συναισθήματα που γεννούν είναι αυτά που
κινούν την πένα του.
Μελετά τον Μαρξ, κάτι που είναι κοινός τόπος
με τους φίλους του. Βλέπουμε έτσι ότι στο ποίημα «Ανοιχτά σύνορα»,
ως προμετωπίδα γράφει: «Θυμάμαι είχαμε κάνει την ίδια υπογράμμιση στο ίδιο
βιβλίο του Μαρξ».
Ακολουθεί το Largo
(Αθήνα 1951), που το μοτίβο των σκόρπιων, κατακερματισμένων εικόνων, που
συμβάλλουν στη συνολική αίσθηση της διαλύσεως και της ανουσιότητας της ρουτίνας,
είναι κυρίαρχο.
Οι καταστάσεις αυτές μπορούν να εκληφθούν ως
ψυχολογική απόρροια της αποτυχίας της αριστερής παράταξης στον εμφύλιο. Άλλωστε
και ο ίδιος κάνει αυτή τη σύνδεση: «Δεν θα χάσουμε το δρόμο./ Θα μας οδηγούν οι
φωνές/ από μια παλιά διαδήλωση/ η μνήμη των σκοτωμένων μας συντρόφων/ η ανάσα
των εργαζομένων» («VI»). Ενώ όσο
προχωράει το σπονδυλωτό αυτό ποίημα η σύνδεση αυτή γίνεται πιο εμφανής.
Στη συνέχεια παρεμβάλλεται μια μακροσκελής
ερωτική σύνθεση (Μεγάλο γράμμα, 1952),
προσαρμοσμένη στο εφιαλτικό τοπίο των σκουριασμένων συρματοπλεγμάτων, των
καμένων δέντρων, των πολυβόλων και των λεωφορείων, των γεμάτων με εργάτες.
Όλα αυτά εντάσσονται σε ένα σύνολο από σκόρπιες εικόνες, που ταλαντεύονται
ανάμεσα σε τρυφερές, ευφρόσυνες και όμορφες προβολές, σε αντιπαραβολή με άλλες
σκληρές, κάποτε αποτρόπαιες, προσγειώνοντάς μας στην εξωτερική πραγματικότητα.
«Μπορείς να γνωρίσεις ένα πρόσωπο/ όταν τα
χείλια σου ανακαλύπτουν/ τις αλλεπάλληλες επιφάνειες που σώρευσαν οι καιροί» («VI»), θα μας πει χαρακτηριστικά, συνδέοντας τον έρωτα με
την σκληρή πραγματικότητα της εποχής του, η οποία πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη μας
ότι ήταν έντονα πολιτικοποιημένη. Τελειώνοντας μάλιστα τη σύνθεση, θα μας
σημειώσει ότι γράφτηκε στην εξορία στον Αη-Στράτη, Ίουλιο-Δεκέμβρη 1952.
Στη συλλογή Ασκήσεις (1952)
αναφέρεται στην εμπειρία του από την εξορία στον Αη-Στράτη (1952-1953), με τις
αντίστοιχες περιγραφές εικόνων που μας καταβάλλουν, με άμεσο ρεαλισμό,
εμποτισμένες όμως με συναισθήματα, Εδώ, σπάνια χρησιμοποιεί πιο μεταφορικό λόγο
(π.χ. «Συμβαίνει, 1952».
Ακολουθεί Ο χωματόδρομος (1952-1954),
μια συλλογή για την οποία γράφτηκαν πολλές κριτικές την εποχή που εκδόθηκε. Το
έργο πηγαινοέρχεται μεταξύ ρεαλιστικής αποτύπωσης και έντονα μεταφορικού λόγου,
και ταυτόχρονα, όπως σχεδόν πάντα, ακολουθεί τους στέρεους λογικούς
συλλογισμούς του. Υπάρχουν σαφείς αλλαγές από τις προηγούμενες συλλογές του και
μοιάζει να τοποθετείται σε μια πιο σύγχρονη τεχνοτροπία.
Έχουμε την περιγραφή ενός απόξενου αλλά
μαγευτικού τοπίου, με τη φτώχεια να το διαποτίζει και τη θάλασσα να κυριαρχεί.
Αναφέρονται η μητέρα, η αγάπη, το ταξίδι της ζωής, μα πρώτα απ’ όλα ο
βιοπορισμός. «Μα πιο μπροστά από την αγάπη του ταξιδιού/ είναι το στάρι των
ανθρώπων». Η
πρόταση αυτή είναι καθαρά ορθολογική.
Απευθύνεται στη μητέρα, γιατί το πρόσωπο
αυτό είναι που πάντα μας κατανοεί, μας νιώθει και μας χαρίζει ανιδιοτελώς την
αγάπη του, μια και αυτή είναι από τα κεντρικά ζητούμενά του.
Αλλά μέσα σε όλα αυτά μας λέει: «Βάψε το σε
μια καινούργια αισιοδοξία σφυρηλατημένη από το σήμερα».
Ενώ η στέρεα δόμηση του μαθηματικού ποιητικού θεωρήματος, όπως προαναφέρθηκε,
δεν στερείται τελικής λύσεως. «Ένας καινούργιος φίλος/ ένας καινούργιος χτύπος
στην καρδιά του αύριο/ ένα διάπλατο παράθυρο στην ευτυχία...// ελπίζοντας,
ελπίζοντας// Μια τέτοια νύχτα/ ακούς το βήμα του κόσμου/ που προχωράει».
Τα
χρόνια της πέτρας (1953-1954) αποτελούνται από ποιήματα περιγραφής
αποσπασματικών βιωμάτων του από την εξορία και τις σκέψεις που αυτά γεννούν, με
τη νοσταλγία της ερωμένης να παρουσιάζεται συχνά, ως προσπάθεια διαφυγής από
τις ασχήμιες. Σε κάποιες σελίδες υπάρχουν και μερικά ποιήματα ποιητικής σε
συνάρτηση με τη στάση του απέναντι στη ζωή. Έτσι, ακόμα και αυτά, ενέχουν μια
τοποθέτηση.
Οι μεταφορές είναι σαφώς λιγότερες σε αυτήν
τη συλλογή.
Περνώντας στον δεύτερο τόμο, ποιήματα II (1953-1959), διαβάζουμε στο Τέλος καλοκαιριού (1953-1954)
ένα ερωτικό ποίημα σε δέκα μέρη.
Στα Κοιτάσματα του χρόνου (1954)
βλέπουμε την Ελλάδα της εποχής εκείνης και τους κατοίκους της. Τα ποιήματα
έχουν μια τραγικότητα που άπτεται των τεκταινομένων. Είναι μια σειρά τραγικών εικόνων
και μεταφορών. Αλλά εντός τους βασιλεύει το σπέρμα της ομορφιάς και της
ελπίδας: «Χρώματα μεταμφιεσμένα ασπρόμαυρα».
«Μέσα στο καμένο δάσος των μεγάλων πράξεων/ που κάποτε θα ξαναβλαστήσουν».
Και το πείσμα για να τις δικαιώσουμε: «Ακόμα κι αυτά που παρασιωπούμε/ δε θα τα
εγκαταλείψουμε/ όσο και να περάσουν χρόνια,/ τα πράγματα που δε χάθηκαν/
ξαναζούν μέσα μας».
Επίσης η αναγκαιότητα να συνεχίσουμε ευτυχισμένοι: «Πρέπει να βρούμε το γέλιο μας».
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η σύνθεση αυτή
έχει συγκεκριμένη κατεύθυνση και αφηγηματική ανέλιξη, «οι καταστροφές», «η
μνήμη», «η ελπίδα», «ο αγώνας» και «το τελικό συμπέρασμα».
Στις Αντιδικίες (1955) χαρακτηριστικές είναι οι
αντιστίξεις. Οι ησυχασμένες απαντήσεις που δεν μπορούν να τον χορτάσουν
και η αίσθηση της τελμάτωσης και του αποκλεισμού σε ένα αποκριάτικο βράδυ.
Υπάρχουν βέβαια και οι εναντιώσεις σε πράγματα που τον ενοχλούν, τον αηδιάζουν
και τον βαλτώνουν, όπως και οι διαπιστώσεις.
Γενικά, η συλλογή είναι θεματολογικά πολυποίκιλη,
ενώ τα ποιήματα είναι τοποθετημένα σε υφολογικές και θεματικές μικρές ομάδες,
χωρίς να διαχωρίζονται, διευκολύνοντας όμως τη μελέτη.
Στη Μαθητεία (1956-1959), στην ενότητα «Χρόνια
της ασφάλτου», ακούμε τον απόηχο των δυσάρεστων, την κατακτημένη Κύπρο
(«Κρεμάλες στη Λευκωσία», Μαθητεία, 1956-1959), τη βία της διαδήλωσης
(«Διαδήλωση», ό.π.), τη στασιμότητα και τον συμβιβασμό («Αθηναϊκό καλοκαίρι στα
1956», ό.π.) και από την άλλη την άρρωστη οικονομική ανάπτυξη («Οικονομική
ανάπτυξη», ό.π.), που αντιμετωπίζεται ειρωνικά, καθώς η ειρωνεία είναι ένα από
τα όπλα του ποιητή.
Συνάμα, η θλίψη της φτώχειας διαπερνάει τη
συλλογή, είτε σαν άμεσο θέμα («Οικογένεια ανέργων», ό.π.), είτε ως παράπλευρο
(«Μνημόσυνο, 1», ό.π.). Ο τρόπος που την αντιμετωπίζει αποτελεί έμμεσα μια
ένταξη σε μια κοινωνική τάξη. Τη ζει ως κατάσταση και πουθενά δεν διαφαίνεται η
«υπόσχεση της ατομικής καπιταλιστικής επιτυχίας».
Στην ενότητα «Το δάσος και τα δέντρα», τα
ποιήματα μοιάζουν εστιασμένα σε πρόσωπα και πολλές φορές απευθύνονται σε άτομα
(«Ένα πρόσωπο», «Σ’ ένα σύντροφο», «Η άλλη στάση»). Κάποτε μάλιστα μοιάζει να
απευθύνεται στον εαυτό του («Τα χνάρια»), ή αλλού με πιο έμμεσο τρόπο («Αυτό
που έρχεται»), ενώ αλλού μιλά σε β' πρόσωπο και με διδακτικό ύφος («Φωνές»).
Άμεσα κρίνει τον Νίκο Ζαχαριάδη και τον
ιστορικό του ρόλο («Πτώση Νίκου Ζαχαριάδη», Μάης 1956) και εκφράζει απροκάλυπτα
πολιτικές απόψεις («Αυτοκτονία Αλέξανδρου Φαντέγιεφ», «Αποκατάσταση του Λάζλο
Ράιν»).
Ο ποιητής ποτέ δεν είναι ουδέτερος και συχνά
γίνεται καυστικός, επικριτικός και ειρωνικός. Οι αριστεροί ποιητές, όπως για
παράδειγμα ο Ρίτσος ή ο Αναγνωστάκης, σαφώς τοποθετούνται πάνω στα δρώμενα.
Άλλωστε το ζητούμενο της στρατευμένης τέχνης από το Κουμουνιστικό Κόμμα
επηρέαζε σαφώς τους καλλιτέχνες της εποχής. Ο Πατρίκιος δεν διστάζει να
εκφράσει αιρετικές απόψεις και αυτό είναι δείγμα διαλλακτικής σκέψης και
διαφυγής από την πώρωση. Άλλωστε στο ποίημα «Στίχοι 2»
το λέει καθαρά: «Κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες», «Γι’ αυτό δε γράφω πια/
για να προσφέρω χάρτινα ντουφέκια» (Αυτό σημαίνει ότι κάποτε το έκανε), «Μόνο
μιαν άκρη της αλήθειας να σηκώσω». Εδώ σαφώς διαφωνεί ανοιχτά με την «ορθόδοξη»
κουμουνιστική άποψη περί στρατευμένης τέχνης, κάτι το οποίο δεν το έκανε ο
Ρίτσος και ο Βάρναλης, αλλά το υιοθέτησε ο Αναγνωστάκης. Αλλά και από την άλλη
φαίνεται να αντιπαρατίθεται στην άποψη «η τέχνη για την τέχνη». Ονοματίζει τους
«αμιγείς ποιητές», «παροπλισμένα θωρηκτά» και αρνείται τη σκοπιά στο να μένει η
τέχνη μακριά από την κοινωνία («Εποχιακές συγκρούσεις», ό.π.).
Τελικά, το συμπέρασμα που βγαίνει αβίαστα
είναι ότι ο Τίτος Πατρίκιος είναι ένας βαθιά πολιτικός και κοινωνικός ποιητής,
που δεν διστάζει να εμπλακεί άμεσα στα δρώμενα της εποχής και μπορεί τόσο να
κρίνει όσο και να κάνει αυτοκριτική. Το περιβάλλον του είναι αυτό που τον
καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό.
Αλλού μας λέει, ίσως απευθυνόμενος σε
κάποιους συντρόφους του κουμουνιστές, «Ήρθα
κοντά σας τρέμοντας κι ελπίζοντας/ προσπάθησα να γίνω όπως με θέλατε/ μαζί να
πολεμήσουμε την αδικία./ Όμως δεν νοιάζομαι άλλο για τη γνώμη σας […]»
(«Μεταμορφώσεις», ό.π.). Εδώ φαίνεται καθαρά η μεταστροφή του από την
περιχαράκωση, μια και κάτι τέτοιο θα περιόριζε και θα δέσμευε τη σκέψη του και
-όπως ταπεινά πιστεύω- μόνο ο ελεύθερος καλλιτέχνης μπορεί να υπηρετήσει την
τέχνη του. Στο «Μπροστά στους νεκρούς» (ενότητα το «Δάσος και τα δέντρα»)
φαίνεται να προετοιμάζεται, προσπαθώντας να βρει το θάρρος και τη δύναμη, να
μιλήσει για τα λάθη της αριστεράς, παρ’ όλο που το παρελθόν και οι αγώνες, τα
οποία αντιπροσωπεύονται από τους νεκρούς συντρόφους του, ορθώνονται ψυχικά
εμπόδιά του. Τελικά, ο ποιητής βρήκε αυτή τη δύναμη, κάτι πολύ δύσκολο, γιατί
τα βιώματά του ήταν πολύ ισχυρά και δρούσαν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η
συλλογή Μαθητεία πυροδοτεί αυτή τη μεταμόρφωση.
Το ποίημα «Ο τοίχος, Ι, ΙΙ» (ό.π.) αποτελεί
άμεσο πολιτικό μανιφέστο των αναθεωρητικών απόψεων του. Η ευθύτητα του λόγου
είναι χαρακτηριστική, καθώς αποφεύγονται οι μεταφορές, οι αλληγορίες, οι
υπαινιγμοί και τα ανοιχτά ερμηνειών νοηματικά κενά. Τα καθαρά επιχειρήματα
κυριαρχούν. Αυτή η μέθοδος δεν ακολουθείται βέβαια πάντα από τον ποιητή, αλλά,
γενικότερα, προσπαθεί να είναι σαφής.
Διαβάζοντας το ποίημα «Να μαθαίνεις»
παρατηρούμε ότι μέσα από τα ιστορικά γεγονότα, τις ιδεολογικές απογοητεύσεις
και τις μεταστροφές, οδηγούμαστε σε ένα γενικότερο συμπέρασμα, ότι όταν τα
ινδάλματα καταρρέουν, τότε αρχίζει η βαθύτερη και ουσιαστικότερη εξερεύνηση του
εγώ. Τότε ανακαλύπτουμε την αλήθεια, που ίσως η πώρωση ή η ένταξή μας στους
σκοπούς των ιδεών μας μάς εμπόδιζε να τη δούμε. «Μεγάλα λόγια θα μου πεις, κακή
ποίηση» θα μας σημειώσει.
Αυτή η νηφάλια αυτοσυγκράτηση, παρ’ όλη τη
δεσποτεία των συνταρακτικών γεγονότων, είναι η οπτική της ώριμης
αντικειμενικότητας και των συμπερασμάτων που απορρέουν αβίαστα από τα
περιγραφόμενα. Αυτήν την κατάσταση την ονοματίζει «επισφαλή ισορροπία»
και ένας προσεκτικός αναγνώστης διακρίνει αυτό που μέσα του βράζει.
Σε ηπιότερες εποχές, η καθημερινότητα δρα με
φθοροποιό τρόπο πάνω μας («Οι μεγάλες ώρες», ό.π.). Χάνουμε τις αληθινές φιλίες
και βυθιζόμαστε στις πρόσκαιρες, που είναι χωρίς απαιτήσεις.
Σε ανάλογο κλίμα κινείται και το ποίημα «πολυτέλειες»,
με την περιγραφή των αρνητικών αποτελεσμάτων μιας άνετης ζωής. Μην ξεχνάμε ότι
μέχρι τότε ο ποιητής είχε ζήσει μέσα στις διώξεις και τις εξορίες. Αν και τα
ποιήματα αυτά δεν είναι γραμμένα σε β' πρόσωπο εντούτοις έχουν διδακτικό
χαρακτήρα.
Ένα παράπλευρο θέμα, που εκφράζει την
ανασφάλειά του σε σχέση με το ποιητικό του τάλαντο, αποτυπώνεται στη «Λογοδοσία».
Είναι μια από τις σχετικά λίγες περιπτώσεις που σχολιάζει την ποιητική τέχνη,
αντιθέτως με άλλους ομότεχνούς του -για παράδειγμα τον Καρυωτάκη-, μια και τα
γεγονότα της ζωής του και οι εποχές είναι τόσο έντονα που τον εμποτίζουν. «Εμείς
συνεχώς κρίναμε και κρινόμαστε/ διώκαμε και διωκόμαστε», μας λέει
χαρακτηριστικά και
στη συνέχεια, στο «Η πόρτα»,
μας κριτικάρει γλαφυρά την ανουσιότητα που συχνά περιβάλλει την ποίηση, με την
ομφαλοσκόπησή της, όταν αυτή αυτοεγκλοβίζεται και απομακρύνεται από τα κοινωνικά προβλήματα –καθαρά
πολιτικοποιημένη άποψη της αριστεράς- και προχωρώντας στα μετέπειτα φθοροποιά
χρόνια μας λέει: «όλους μας έφθειρε η ανέξοδη αγάπη».
Η ρήση αυτή αποτελεί μια αναστροφή τού «Οι φίλοι στα δύσκολα φαίνονται», ενώ
όταν παρέρχονται αυτά οι φιλίες είναι επιδερμικές και φθείρουν όλη την οπτική
μας. Ο ποιητής δημιούργησε τους πιο ισχυρούς ανθρώπινους δεσμούς στα δύσκολα
χρόνια που πέρασε, κάτι που σαφώς νοσταλγεί, αλλά μοιάζει να έχουν παρέλθει
ανεπιστρεπτί.
Το αίσθημα της ήττας του αριστερού κινήματος
και ο κλονισμός των ιδεών του, μέσα στην απογοήτευση, είναι εμφανή στην ενότητα
«Ρίζες της βροχής» της Μαθητείας ξανά (1959-1962).
Μετά τα γεγονότα έρχεται ο απολογισμός και η κριτική. Η ποίηση ακολουθεί τη ζωή
του λογοτέχνη, που είναι βαθιά ριζωμένη στην εποχή του και στο κίνημα.
Το κατεξοχήν θέμα της συλλογής Θάλασσα Επαγγελίας (1959-1963) είναι ο
έρωτας. Έρωτας στην Αθήνα, στη Σίφνο, στο Παρίσι, παντού. Μαγευτικός ως αλλαγή,
ως ίαση,
ως ανεκπλήρωτη αναζήτηση,
ως χωρισμός και
τέλος,
ως αμφίρροπο παιχνίδι
και ως τόσα άλλα, είτε ως κύρια θέματα είτε ακροθιγώς αναφερόμενα, ακόμα και ως
φανταστική κατάσταση.
Οι εικόνες της μνήμης
τον καταβάλλουν. Γιατί ο έρωτας έχει τρεις διαστάσεις: παρόν, παρελθόν και
δυνητικό μέλλον, και, φυσικά, δεν λείπουν οι κρίσεις,
σε μικρότερο όμως βαθμό.
Στις Παραμορφώσεις (1959-1963) ο
έρωτας είναι αναμιγμένος και εμποτισμένος με τα γενικότερα βιώματα και μνήμες
του, τα οποία διάσπαρτα κατανέμονται μέσα τους. Υπάρχουν ανακατωμένες εικόνες,
εναρμονισμένες στο θέμα και την ψυχολογική διάθεση του ποιητή, ένα μοτίβο που
ξεφεύγει λίγο από αυτό των άλλων συλλογών, που παρουσιάζουν μεγαλύτερη συνοχή
και αφηγηματική συνέχεια. Άλλωστε ο τίτλος Παραμορφώσεις μας προδιαθέτει
για κάτι τέτοιο, μια και οι εικόνες είναι παραμορφωμένες και χρωματισμένες από
αυτό που αισθάνεται. Έχουν τρομαχτική και αποτρόπαια όψη. Αποτελεί αποτύπωση
ενός κόσμου που έχει επικρατήσει πέρα από τα αριστερά οράματα του ποιητή και
τις προσωπικές του επιθυμίες. Οι συνέπιες της αποτυχίας του αγώνα είναι
εμφανείς και ολέθριες, και η κοινωνία της εμπορευματοποίησης έχει επικρατήσει.
Το αίσθημα της τελμάτωσης είναι επίσης εμφανές, τόσο κοινωνικής όσο και
προσωπικής. Μοιάζει να εμφιλοχωρεί η υπαρξιακή κρίση.
Από το 1988 έως το 2002, στον τόμο IV, απομακρύνεται από την έκφραση των αριστερών ιδεών
του, τουλάχιστον με τη στενή έννοια, καθώς τα σκληρά βιώματα του παρελθόντος
υποχωρούν και επιπρόσθετα οι χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού καταρρέουν.
Στους Αντικριστούς
καθρέφτες (1988) φαίνεται ότι υπάρχει ποικιλία στη θεματολογία του.
Κατά βάθος διακρίνεται μια προσπάθεια αποτύπωσης και αποκρυστάλλωσης του ίδιου
του τού εαυτού, πρωτίστως για προσωπική πιστοποίηση και διερεύνηση και κατά
δεύτερο λόγο προς τους αναγνώστες του. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα
«Αλεξάνδρεια η εν Αραχωσία»: «Χώρες μακρινές που τις πίστεψα για δικές μου/ και
βούλιαξαν στη σκοτεινιά συμπαρασύροντας/ τον μισό εαυτό μου. Τι στάθηκε η ζωή
μου;/ Ποιον υπηρέτησα, τι δούλεψα, ποιος ο κόσμος μου;/ Κάθε απολογισμό που
θεωρούσα τελεσίδικο/ τον αναιρούσε πάντα ο επόμενος.» Εδώ φαίνεται καθαρά πόσο
έντονα διακατέχεται από τις ιδέες του, αλλά και το ότι αυτές τις ξεπερνάει αν
το κρίνει απαραίτητο.
Όπως πάντα εξακολουθεί να είναι
αυτοαναφορικός ποιητής και τα γενικευμένα συμπεράσματα είναι στο στόχαστρό του
μόνο ως φυσική απόρροια των βιωμάτων του και του τρόπου που αντιλαμβάνεται ή
κρίνει τις προσωπικές του θέσεις. Έτσι παρακολουθούμε τις αναμνήσεις του,
«Αναμνήσεις από τη Σικελία» και «Αναμνήσεις από την Αθήνα».
Κάποια μάλιστα από αυτά τα συμπεράσματά του παίρνουν αποφθεγματική μορφή
(«Διαιώνιση», «Αντοχή της μνήμης»),
ή εκφράζονται με περιπαιχτικές διατυπώσεις («Έρωτας και πολιτική I», «Έρωτας και πολιτική II»,
«Κλίμακα»).
Νηφάλια κατασταλαγμένη γνώση εμπνέουν τα πιο
πρόσφατα ποιήματά του (1988-2002/ τόμος IV),
κάτι που φαίνεται ότι τον δίδαξε η μακρόχρονη πορεία του και οι πλούσιες
εμπειρίες του.
Η
συλλογή των αναμνήσεων τελειώνει χαρακτηριστικά με το παρακάτω απολογιστικό
ποίημα: «Κάθομαι έναν Αύγουστο ολόκληρο/ κλεισμένος κι ολομόναχος να γράψω./ Να
γράψω τι; Ποιήματα/ ήδη αρχινισμένα, μισοφτιαγμένα/ να τα τελειώσω πια/
ποιήματα μ’ αισθήσεις/ άλλων παλιότερων Αυγούστων./ Του σημερινού Αυγούστου τις
αισθήσεις/ ίσως κάποιον Αύγουστο μελλοντικό/ τελειωτικά ν’ αποτυπώσω στο
χαρτί» («Αύγουστος», ό.π.)
Στο έργο Η ηδονή των παραστάσεων
(1992) ακολουθεί τα ίδια ποικίλα θέματα και μοτίβα με το προηγούμενο.
Αναμνήσεις,
συμπεράσματα, εικόνες από το παρελθόν και περιγραφές. Στο «Το σιτηρέσιο»
μας δηλώνει πλέον απερίφραστα τη νέα θεματολογία του: «Εγώ τουλάχιστον/
μπούχτισα πια να τρέφομαι/ μ’ εκείνες τις μεγάλες/ χορταστικές πτώσεις/
της γενιάς μας», δείχνοντας, για μια ακόμη φορά, μετά την παλαιότερη μεταστροφή
με την υιοθέτηση των αιρετικών κουμουνιστικών ιδεών, όπως προανέφερα, μεγάλη
προσαρμοστικότητα στα δεδομένα των εποχών. Εδώ προφανώς αναφέρεται στους
πολυσυζητημένους «ποιητές της ήττας», στους οποίους οι κριτικοί είχαν κατατάξει
και τον ίδιο.
Πράγματι όμως είναι πολύ δύσκολο να αλλάξεις
τις ιδέες σου, ειδικά όταν τις πιστεύεις με πάθος: «Το ’χα σκεφτεί κι εγώ:/
καλύτερα να ’χα πεθάνει/ όσο ακόμα πίστευα./ Έπειτα το διόρθωσα:/ πιο τυχεροί
εκείνοι που πέθαναν/ όσο ακόμα πίστευαν» («Οι τυχεροί», ό.π.).
Τα λόγια αυτά έχουν μεγάλη ένταση και μιλάνε
ακόμα και για θάνατο! Μου θύμισαν τον πατέρα μου, που έλεγε για τον παππού μου,
ο οποίος είχε ανάλογα αγωνιστικά βιώματα με τον ποιητή, ότι ευτυχώς που πέθανε
το 1988 και δεν έζησε την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Έτσι απελευθερωμένος από την αγκίστρωση στο παρελθόν είναι έτοιμος να πάει
μπροστά, παρ’ όλο που όπως δηλώνει: «Είδα μια δυο γενιές να μετασχηματίζονται
φτάνοντας ως την πλήρη τους κατάργηση».
Οι αναμνήσεις όμως μένουν και τρομάζουν.
Τα αχνάρια τους είναι εμφανή, όπως τα ερείπια του τρομερού λαβύρινθου, μέσα στα
οποία τοποθετεί αίθουσες βασανιστηρίων και άλλοτε στεγασμένους φύλακες, παραπέμποντας
άμεσα στα συμβάντα του παρελθόντος. Όμως ο ποιητής δεν σταματά εκεί. Νέοι
λαβύρινθοι -μας λέει- ότι χτίζονται και τώρα με «καινούργια τέρατα, θύματα,
ήρωες, ηγεμόνες» και προπαντός με «λέξεις», παραπέμποντας στους σύγχρονους
εγκλωβισμούς των ανθρώπων, που μπορεί να μην δέχονται σωματική βία, αλλά
γεύονται άλλες μορφές της. Βέβαια ο ποιητής δεν γίνεται συγκεκριμένος,
αφήνοντάς μας ελεύθερους να προσαρμόσουμε το περιεχόμενο του ποιήματος στα
βιώματά μας («Ιστορία του Λαβύρινθου», ό.π.).
Με αυτό το ποίημα παρατηρούμε ότι ο Τίτος
Πατρίκιος παραμένει σαφώς πολιτικός ποιητής, επιβεβαιώνοντας τα λόγια του, τα
οποία ανέφερα σε προηγούμενη παραπομπή μου. Η μικρή αυτή συλλογή, κατά την
ταπεινή μου γνώμη πολύ αξιόλογη, γεφυρώνει νοηματικά το παρελθόν της χώρας μας
και του ποιητή με το παρόν, εντοπίζοντας πως το πρώτο είναι σύμφυτο με το
δεύτερο.
Στην Αντίσταση
των γεγονότων (2000) θεματολογικά κινείται επίσης σε ποικίλα θέματα. Η
λογική σκέψη και τα πορίσματα εξακολουθούν μα μένουν καθοριστικά. Η ιστορία δεν
μπορεί να αποδώσει πλήρως τα πραγματικά γεγονότα˙ είναι μια «αφαίρεση», ένα
ίσως και στρεβλό κατασκεύασμα. Εδώ κάπου, στο πίσω μέρος του μυαλού του, έχει
τον εμφύλιο και τα μετεμφυλιακά τεκταινόμενα, με τον απροσμέτρητο πόνο που
προκάλεσαν, θεωρώντας τα ατομικά βιώματα σημαντικά.
Ο κόσμος αλλάζει, θέλουμε να τον
ξαναχτίσουμε, αλλά πώς να χειριστούμε το παρελθόν μας; («Φωνάζοντας ρυθμικά»,
ό.π.).
Ο πεθαμένος Τσε έμεινε ίνδαλμά μας, σε έναν
ιδεολογικό τόπο που φθάρθηκε, με τις σοσιαλιστικές ιδέες που σκόνταψαν στην
πραγματικότητα («Ύστερα από τριάντα χρόνια», ό.π.).
Οι νεκροί τον στοιχειώνουν και γι’ αυτό ζητά
να τους αποτυπώσει («Η τέφρα», ό.π.). Το παρελθόν είναι πάντα δυνατό, μα και
δημιουργικό και αυτό έχει τη μεγαλύτερη σημασία, και τον διακατέχει ως σπέρμα,
λιγότερο ή περισσότερο, σε όλη την ποίησή του και ελάχιστες φορές απομακρύνεται
από αυτό, μια και «αντιστέκεται» και δεν χάνεται από μέσα του, αφού είναι ο
ίδιος του ο εαυτός. Γιατί σαφώς αισθάνεται ενεργός, γεμάτος ζωή, με νεανική
θέληση («Τα δάκρυα», ό.π.) και με πρόθεση να πλάσει το μέλλον, μα και την
υστεροφημία του («Το μέλλον», ό.π.).
Η ζωή γι’ αυτόν είναι πιο σημαντική από τα
γραπτά, για αυτό και δείχνει να απολαμβάνει τον κόσμο («Μόλυβδος 2», ό.π.).
Στην πύλη των λεόντων (2002) ο
πολυμήχανος Οδυσσέας που γερνά είναι το alter
ego κάθε ανθρώπου που δημιουργεί και προσπαθεί πάντα να
πραγματώνει τους στόχους στη ζωή του. Ο ποιητής, βλέποντας μέσα εκεί και τον
εαυτό του, δεν σταματά, αλλά τίποτα δεν φέρνει πίσω το παρελθόν, παρ’ όλο που
επιθυμεί να ξαναποδείξει ότι είναι πάλι εραστής, σύζυγος, βασιλιάς, ταξιδευτής.
Οι εμπειρίες είναι πια χρήσιμες για τους άλλους, αλλά αυτός χάνει σιγά-σιγά τις
δυνάμεις του και οι επιθυμίες του μένουν απραγματοποίητες («Τεχνάσματα του
Οδυσσέα», Η πύλη των λεόντων 2002).
Πέντε ποιήματα, με μυθολογικούς και
αρχαιοελληνικούς παραλληλισμούς, απαρτίζουν αυτή τη συλλογή, θέλουν να μας
περιγράψουν το παρελθόν που έφυγε ανεπιστρεπτί, το πώς μας τρομάζει ή μας
επηρεάζει η θωριά του και το πώς δρα υπαρξιακά πάνω μας.
Τελικά, το σύνολο του ποιητικού έργου του
Πατρίκιου είναι ένα διαγραφόμενο χρονικό της πορείας της ζωής ενός αριστερού
αγωνιστή. Ανάλογη πορεία είχαν και πολλοί άλλοι Έλληνες της γενιάς του. Το έργο
του είναι αντιπροσωπευτικό των σκέψεων και της ψυχολογίας των ατόμων αυτών, με
τους αγώνες, την ήττα, την απογοήτευση, την κατάρρευση των ιδεών τους και την ειλικρινή
μεταστροφή κάποιων από αυτούς. Πιστοποιεί όμως έτσι, εξ’ αντιθέτου, και τους
αμετανόητα προσκολλημένους στο κομματικό παρελθόν. Είναι ένας ποιητικά συναισθηματικός
τρόπος έκφρασης, που μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε την ατομική διάσταση των
γεγονότων, διαμέσου του ποιητικού υποκειμένου.
Βιβλιογραφία
Άνευ, τεύχος 19,
Δεκέμβριος-Φεβρουάριος 2006.
Δάλλας,
Γιάννης, Αρχαίοι Λυρικοί Γ΄, Ελεγειακοί, εκδόσεις Άγρα 2007.
Δάλλας,
Γιάννης,
Αρχαίοι Λυρικοί
Β΄, Μελικοί, Η Αιολική και η Ιωνική Μονωδία/ Εκδόσεις Άγρα 2004.
Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος 106-107, Οκτ-Νοεμ 1963.
Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος 110, Ιαν 1964.
Κωστίου,
Κατερίνα, «Ο Λυσιμελής πόθος: μεταφορά ή κυριολεξία», διαδικτυακό poema, ημερομηνία προσπέλασης
Σεπτέμβριος 2015.
Μαρωνίτης
Δ.Ν, Κείμενα του Δ.Ν. Μαρωνίτη για το
έργο του Τίτου Πατρίκιου/ Εκδόσεις Κέδρος 2005.
Μεντή,
Θεοδώρα, Μεταπολεμική πολιτική ποίηση.
Ιδεολογία και ποιητική, διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 1991
Μονόγραμμα, εκπομπή της ΕΡΤ2 για τον Τίτο
Πατρίκιο, παραγωγής 1985.
Πατρίκιος,
Τίτος,
Λυσιμελής πόθος,
εκδόσεις Κίχλη 2014.
Πατρίκιος,
Τίτος,
Ποίηματα
I (1943-1953)/ 1998, Ποιήματα II
(1953-1959)/ 1998, Ποιήματα III (1959-1973)/1998, Ποιήματα IV
(1998-2002)/2007, όλα από τις εκδόσεις Κέδρος.
Γρηγόρης
Τεχλεμετζής
«Ο άνθρωπος αυτός υπήρξε ο Σόλων.
Ένας νομοθέτης και αδιάρρηκτα μαζί του ένας προικισμένος ποιητής συνάμα. Ένας
νομοθέτης-ποιητής, ή μάλλον κήρυκας και απολογητής εκ των πραγμάτων της
προσωπικής νομοθεσίας του», Γιάννης Δάλλας, Αρχαίοι Λυρικοί Γ΄, Ελεγειακοί, εκδόσεις
Άγρα 2007, σ.85.
Για παράδειγμα η ποίηση του Τυρταίου που παρότρυνε τους Σπαρτιάτες για
πολεμική δράση (π.χ. «Πατριωτικές προτροπές Α΄ και Β΄»).
Ο κύριος Γιάννης Δάλλας (Αρχαίοι
Λυρικοί Β΄, Μελικοί, Η Αιολική και η Ιωνική Μονωδία/ Εκδόσεις Άγρα 2004)
μας ταξινομεί αρκετά ποιήματά του στα «στασιωτικά», ενώ μας επισημαίνει:
«Στασιωτικά (από το «στάσις» δεν σημαίνει απλώς πολιτικά ποιήματα, αλλά στην
περίπτωσή του ταξικά και, πιο στενά, κομματικά» (σ.48).
Για παράδειγμα στον Θούριο.
«...την πολιτική ποίηση δεν την
έχω εγκαταλείψει ποτέ.», λέει στη συνέντευξή του (σ.49) στο περιοδικό Άνευ (τεύχος 19/ Δεκέμβριος-Φεβρουάριος
2006).
Δ.Ν. Μαρωνίτης, Κείμενα του Δ.Ν. Μαρωνίτη για το έργο του
Τίτου Πατρίκιου/ Εκδόσεις Κέδρος 2005.
Τίτος Πατρίκιος/ εκδόσεις Κίχλη
2014.
Η Κατερίνα Κωστίου θα μας πει: «Η
εξέλιξη του ερωτικού του λόγου ακολουθεί την ανέλιξη της ιδεολογίας του και τις
εσωτερικές της μετατοπίσεις». Και παρακάτω μας λέει: «Δεν πρόκειται για ερωτικά
ποιήματα που τροφοδοτούνται από τους συνήθεις τόπους της ερωτικής ποίησης (το
ξεχείλισμα του πάθους, την έκρηξη της συναισθηματικής έντασης, την οδύνη της
στέρησης, τον καημό του χωρισμού), αλλά από την εμβέλεια μιας στάσης ζωής, όπου
ο έρωτας γίνεται μια μετωνυμία του αγώνα για την αναζήτηση της αλήθειας» («Ο
Λυσιμελής πόθος: μεταφορά ή κυριολεξία»/ διαδικτυακό poema, ημερομηνία προσπέλασης
Σεπτέμβριος 2015).
«Συχνά τα ποιήματά του χτίζονται
ως αποδείξεις μαθηματικού θεωρήματος. Η έντονη αυτή συλλογιστική λειτουργία
ειδικεύεται και στο λεξιλόγιο που απορροφά άνετα όρους των φυσικών και
πολιτικών επιστημών, κάποτε με πρόκληση, σπάνια με επίδειξη», μας λέει ο Δ.Ν.
Μαρωνίτης (Δ.Ν. Μαρωνίτης, Κείμενα του
Δ.Ν. Μαρωνίτη για το έργο του Τίτου Πατρίκιου/ Εκδόσεις Κέδρος 2005, σ.26).
Όπως μας λέει και ο ίδιος στο
Μονόγραμμα, στην εκπομπή της ΕΡΤ2, παραγωγής 1985: «Από παιδί [...] πιο πολύ
μου άρεσε να φτιάχνω κάποιους καινούργιους ήχους με τις λέξεις και μαζί να βάζω
μέσα σε αυτές τις λέξεις τα πράγματα που με απασχολούσαν, γιατί ποτέ για μένα
οι λέξεις, ούτε τότε, ούτε τώρα, υπήρξαν απλά σύμβολα, απλοί ήχοι, ήταν κάτι
πολύ περισσότερο και κυρίως ήταν κάτι στο οποίο μπορούσα να βάλω ό,τι ζούσα και
ό,τι ένιωθα.»
Ο ίδιος μας λέει: «Αλλά πριν από
την ίδια την ποίηση, αυτό που λέμε ζωή, αίσθηση της ζωής, καθημερινή επαφή και
εμπειρία των συγκεκριμένων πραγμάτων, που μας δίνει η ζωή, αλλά που ταυτόχρονα
φτιάχνουμε και εμείς οι ίδιοι μέσα στη ζωή. Έτσι από αυτή την άποψη πάντα είμαι
έτοιμος να εγκαταλείψω στη μέση κάτι που γράφω, είτε αυτό είναι ποίημα ή
οτιδήποτε άλλο, όπως το ίδιο είμαι έτοιμος να εγκαταλείψω ένα βιβλίο που
διαβάζω όταν πρόκειται να κάνω κάτι που είναι πέρα το διάβασμα και από το
γράψιμο, κάτι που μπορεί να είναι η πιο απλή αλλά η πιο απτή, μα για μένα η πιο
έντονη, βίωση πραγμάτων μέσα στην καθημερινότητα.» ό.π.
Ποιήματα
I (1943-1953)/ 1998, Ποιήματα II
(1953-1959)/ 1998, Ποιήματα III
(1959-1973)/1998, Ποιήματα IV
(1998-2002)/2007.
Περιοδικό Άνευ σ.22, ό.π.
«Παραλλαγές σε δυο θέματα»/ Ποιήματα τόμος I
(1943-1953)/ Kέδρος/
Επιστροφή στην ποίηση.
«IV»/ Μεγάλο γράμμα/ 1952.
Ο Μαρωνίτης θα μας μιλήσει για
τις παράφορες μεταφορές του (Δ.Ν. Μαρωνίτης, Κείμενα του Δ.Ν. Μαρωνίτη για το έργο του Τίτου Πατρίκιου/ Εκδόσεις
Κέδρος 2005, σ.116).
«Προδρομική ύφους και ήθους» την
χαρακτηρίζει ο Μαρωνίτης (σ.111 ό.π.)
Τίτος Πατρίκιος, «Γη και
θάλασσα», Ο χωματόδρομος, (1952-1954).
«Κατάφατσα στον ουρανό», VIII/ ό.π.
Στίχοι από το τέλος της ποιητικής
συλλογής.
V / Τα κοιτάσματα του χρόνου/ 1954.
«Ησυχασμένες απαντήσεις»/ Αντιδικίες
(1955).
«Η πρόβλεψη», «Η δοκιμασία», ό.π.
«Το δάσος και τα δέντρα», Μαθητεία.
Μαθητεία ξανά (1952-1962)/ «Οι ρίζες κι η
βροχή».
«Μισοξεχασμένο ποίημα», ό.π.
«Επισφαλή ισορροπία», ό.π.
«Στοιχεία ταυτότητας», ό.π..
«Όταν κοπάζει ο θόρυβος», ό.π.
«Βραδινή υγρασία»/ Θάλασσα
Επαγγελίας (1959-1963).
«Υπόγειο τρένο», «Όπως οι γάτες»,
«Έβδομο πάτωμα», ό.π.
«Πολιορκημένος χρόνος», ό.π.
Αντικριστοί καθρέφτες 1988.
π.χ. «Ηλικίες των ονείρων»/ Η
ηδονή των παραστάσεων (1992).
Τον όρο εισήγαγε πρώτος ο Βύρων
Λεοντάρης, με αφορμή τις δυο ποιητικές συλλογές: Το Γυρισμό (1963), του
Θανάση Κωσταβάρα και τη Μαθητεία του Τίτου Παρτίκιου (Άρθρα του Β.
Λεοντάρη «Η ποίηση της ήττας», Επιθεώρηση
Τέχνης, τεύχος 106-107, Οκτ-Νοεμ 1963, «Λίγα ακόμη για την ποίηση της
ήττας», Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος
110, Ιαν 1964).
«Η πύλη των λεόντων», Η πύλη
των λεόντων (2002).