Η λίστα ιστολογίων μου

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

Η ΛΙΜΝΗ, Ο ΚΗΠΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΩΛΕΙΑ/ ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ/ ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ

Η ποιήτρια αναζητά τον εξαγνισμό της μνήμης της, ωραιοποιώντας την, και την πραγματική αγάπη και τον έρωτα, πνίγεται μέσα στο στατικό, τετριμμένο και ραγισμένο παρόν, το οποίο βυθίζει στην κενότητα τη ζωή της, θλίβεται για την απώλεια τού παρελθόντος, σκορπώντας μια γλυκόπικρη θαλπωρή και ευαισθησία, και εκφράζεται είτε μέσα από τη μυθολογική αλληγορία (π. χ «Πηνελόπη» σελ25, «Περσεφόνη» σελ26), αξιοποιώντας κάποτε τα παραμύθια (π. χ «Ο κοιμισμένος πρίγκιπας» σελ14), είτε καταφεύγοντας σε ιδιότητες υλικών (π. χ «ζυμάρι» σελ9, «χαρτί» σελ13), που αποτελούν πρώτη ύλη μεταφορών, είτε χρησιμοποιώντας εμμονές και συνήθειες οικείων προσώπων της, με αλληγορική, μυθοποιητική και εικονοπλαστική μορφή (π. χ «ο μπαμπάς μου φορούσε πάντα αδιάβροχο/ και κρατούσε μια γκρίζα ομπρέλα για τον ήλιο,/ αγαπούσε γυναίκες κι όλο έφευγε,» σελ7), που σχηματοποιούνται σαν διακριτές ιδιαιτερότητες και μνημονικά στοιχεία. Ο έρωτας έχει τη μορφή σαρωτικού πάθους και της πλήρης παραδόσεως, είναι συγκλονιστικός και φλογερός, ενώ έντονη είναι και η δύναμή του ως «απώλεια» ή ως «αναμονή», καθώς η έλλειψη του τον τονίζει μέσω της λαχτάρας και της μελαγχολικής θλίψης.

Η ποίηση της, κατά βάση, είναι προσωπική και συναισθηματική, αναφέρεται στα εσωτερικά της βιώματα, τη θλίψη, την απογοήτευση και τις ελπίδες της. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν ταυτίζεται με τον αναγνώστη, ο οποίος έχει πιθανόν βιώσει ανάλογες καταστάσεις, η «εισχωρεί» στον προσωπικό της κόσμο, απολαμβάνοντάς τον και βιώνοντας τα συναισθήματά του.

Η ποιήτρια δια-σκεδάζει τον πόνο της, μέσω της νοσταλγίας, της τρυφερής της ματιάς και της αγάπης («σου υπόσχομαι λευκό ατόφιο πόνο» «Πήτερ Παν» σελ30), ενώ συνήθως καταλήγει σε ματαιοπονία και αυταπάτη. Πολλές φορές μας δίνει την αίσθηση ότι θέλει να ζήσει μες στο παραμύθι («ζω μέσα στην κοιλιά μιας φάλαινας που κλαίει» σελ31 «Πινόκιο») και γι’ αυτό το ποίημα αποτελεί μια διέξοδο βιώματος και έκφρασης, μια και ο συναισθηματισμός του, είναι σαρωτικός, επιβλητικός και κάποτε καταβλητικός.

Μέσα από τα παραμύθια αντλεί συναισθήματα, πάθος, πόνο, θλίψη, χαρά, αγάπη και διδαχές, με στιγμές-στιγμιότυπα, μεγεθημένα ποιητικά, να κινούνται στην αχλύ του μύθου, να ταυτίζονται με καταστάσεις, γυρίζοντάς μας στην τρυφερή παιδικότητα και αγνότητα, που μας εξιλεώνει από το φθαρμένο κόσμο μας.

Ταξιδεύει στο παρελθόν, στην παιδική της ηλικία, στην οικογενειακή θαλπωρή, και εκφράζει γλυκιά νοσταλγία και θλίψη για την απώλεια της παιδικής της αγνότητας. Τα ποιήματά της είναι πλημμυρισμένα με πάθος, έρωτα και νοσταλγία και είναι γραμμένα σε κατάσταση γλυκιάς σαγήνης. Ζητά τον έρωτα να τη λυτρώσει από τη μοναξιά, να την κάνει να αγαπήσει τους άλλους , τη ζωή και τον εαυτό της. Η νιότη, οι ελπίδες και η ομορφιά του παρελθόντος, παρέρχονται και μένουν μόνο ως γλυκές μνήμες.

Η Χλόη Κουτσουμπέλη «απαλύνει» την πραγματικότητα, ντύνοντάς την με μεταφορές και αλληγορίες, δίνοντάς της μια ονειρική αισθητική διάσταση, μετατοπίζοντας την σε έναν ποιητικό λυρικό κόσμο, καθώς οι μνήμες επιστρέφουν θλιμμένες μα και υπόκωφα νοσταλγικές.

Ξεκινώντας από τον εαυτό της ή το άμεσο περιβάλλον της και στη συνέχεια γενικεύοντας, προσπαθεί να δώσει μια καθολικότητα στις πράξεις, στους χαρακτήρες και τα συναισθήματα, χρησιμοποιώντας τον ξεχωριστό αισθητικό και φορτισμένο τρόπο της και δημιουργώντας μια ονειρική μαγεία (π. χ «Γυναίκα ψάρι», σελ23). Κάποτε βέβαια παραμένει στην αυτοανάλυση τού εσωτερικού της κόσμου ή των δικών της, εμποτίζοντας τα ποιήματα με θλίψη και νοσταλγία και τολμώντας να αγγίξει παλιές πληγές («Η οικογένειά μου», σελ7).

Ένας χαρακτηριστικός τρόπος γραφής της, είναι ο διαρκής προσδιορισμός των υποκειμένων, ενεργειών ή των ιδιοτήτων τους, μέσω κυρίως μεταφορικών και αλληγορικών χαρακτηρισμών, είτε με την άμεση αναφορά τους ως ουσιαστικά (π. χ «Ο μπαμπάς μου φορούσε πάντα αδιάβροχο» σελ7), είτε με τη χρήση προσωπικών αντωνυμιών (π. χ «Αυτή είχε μικρούς καθρέφτες νάρκισσους» σελ42). Αυτή η μέθοδος καθιστά την ποίησή της, κυρίως, «ποίηση αναφορών και προσδιορισμών» και σε μεγάλο βαθμό προσωποποιημένη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το υποκείμενο είναι πάντα κάποιο υπαρκτό πρόσωπο, αλλά μπορεί να υπόκεινται σε ηθελημένη γενικότητα (π. χ «Όλοι οι μνηστήρες φορούν την ίδια μάσκα» σελ25).

Με τη συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη ο αναγνώστης γνωρίζει έντονα πάθη και νιώθει να παρασύρεται από τον χείμαρρο των συναισθημάτων και των εικόνων της.

Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΛΑΪΔΗΣ ΚΑΠΑ/ ΧΛΟΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΕΛΗ/ ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ

Η ποιήτρια διασχίζοντας τη ζωή της, ματώνει, εύθραυστη και ευάλωτη, ζητώντας τη λήθη, την εξιλέωση, την αποχώρηση και την αποδέσμευση. Ο κόσμος της μεταμορφώνεται σχεδόν μαγικά και εκείνη αφήνει πίσω της σημάδια (π. χ ένα «γάντι», «σταγόνα από λεμόνι» σελ14), κομμάτια του εαυτού της, ποιήματα, κατατεμαχίζεται στα μάτια μας, αλλά κάποτε αρχίζει αναπόφευκτα να θυμάται και να θλίβεται. Η πορεία της μοιάζει μοιραία, αναπότρεπτη, ανεξέλεγκτη, καθώς φαντάζει αδύναμη μπρος τη θλίψη και τη μελαγχολία, που κάποτε καταλήγουν σε χαρμολύπη και ηδονική ενατένηση.

Η συλλογή της είναι ένα «ταξίδι». Το λυρικό ταξίδι της ζωής τής ποιήτριας και των ποιητών («Πού πάνε οι ποιητές τις νύχτες;» σελ9), που αποτελεί την πρώτη ύλη της, εκφράζεται και εκφράζει, περιγράφεται μειλίχια, συνήθως θλιβερά, μα πάντα αισθητικά.

Οι εικόνες της έχουν κάτι το μαγικό και παραμυθικό, σαν να είναι αποσπασμένες από μύθους, παραμύθια, σκηνές ονειροφαντασίας, ή απλώς ποιητικά στιγμιότυπα τής καθημερινής ζωής των ανθρώπων, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου και σε όλες τις αποχές.

Οι λέξεις συχνά αποτελούν ένα έναυσμα για την απόρροια τού ποιήματος (π. χ «Μη» σελ24, «Χωρίς» σελ25, «Μαύρα γυαλιά» σελ21) και από εκεί συχνά, με τη χρήση παρηχήσεων, εννοιολογικών συνειρμών και συναφειών, ή αλληγοριών και μεταφορών, δομείται το λυρικό κλίμα, καθώς εντός τού ποιήματος εμπλέκονται και καταστάσεις και, σπανιότερα, γεγονότα. Τελικά διαμορφώνεται ένα υποβλητικό, συγκινητικό, μαγευτικό και παραμυθικό κλίμα, με συνεχείς αισθητικές εικόνες.

Το τελευταίο της ποιητικό κείμενο, «Το τραγούδι των επτά ημερών», παίρνει την μορφή σχεδόν θεατρικής παράστασης, στην οποία διακρίνονται οι επιρροές του Σαίξπηρ (για παράδειγμα από «Το όνειρο θερινής νύχτας»), καθώς παρουσιάζει και πλούσια ρομαντικά στοιχεία και δραματικότητα, ενώ οι χαρακτήρες θυμίζουν επίσης ρομαντικές εποχές.

Η ποίηση της Χλόης Κουτσουμπέλη, είναι η ποίηση της αναγνωστικής απόλαυσης, της θλιμμένης σαγήνης και του «αρχείου» εικόνων της καθημερινής ζωής και της μνήμης μας, που αναδύονται από το υποσυνείδητο μας, εμποτισμένες με τα συναισθήματα και τις θελήσεις μας.

ΕΡΗΜΟ ΝΗΣΙ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ/ ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ/ ΝΕΦΕΛΗ

Η ιστορία βασίζεται στην έντονη αντίθεση και ανταγωνισμό μεταξύ της αδιαφορίας, της σκληρότητας, του άγχους και της συμβατικότητας των σχέσεων των ανθρώπων της τσιμεντούπολης και της αγάπης, της τρυφερότητας και του αληθινού έρωτα. Οι υποχρεώσεις και η πραγματικότητα αποτελούν τα «βαρίδια» στη σχέση της Αλκμήνης και του Φάνη, που στο τέλος μοιάζουν λυτρωμένοι και απελευθερωμένοι, υπό την επιρροή τής αγάπης και της φιλίας, μετά από τρυφερές και γλυκές «αφηγηματικές βουτιές» στο παρελθόν και τη λυτρωτική συνεισφορά τής παρέας. Η πόλη βραχυκυκλώνεται κάτω από τα σύγχρονα προβλήματα της, που φτάνουν σε ακραία κατάσταση, καθώς η ασυνειδησία ορισμένων πολιτών βασιλεύει, μα το χάος αντιμετωπίζεται από τους πέντε ήρωες σαν ευκαιρία αποτοξίνωσης από το άγχος και τα προβλήματα, σαν ένα εξωτικό ταξίδι στην φαντασία και τη μνήμη, σαν δημιουργία ανθρώπινων σχέσεων και προβληματισμού, που οδηγεί στην τελική «έκρηξη» του έρωτα και της αγάπης. Το παρελθόν αποτελεί μια γλυκιά ηδονική θύμηση, ένα αντικείμενο ρεμβασμού, συχνά μια επιστροφή στην παιδική αγνότητα, που αποτελεί ένα μοτίβο αφήγησης, καθώς αυτά που έζησαν οι ήρωες, τους στοιχειοθετούν και τους καθορίζουν και μέσα από αυτά διαφαίνονται οι ανάγκες και κινούνται οι θελήσεις τους.

Ο Τόλης Νικηφόρου είναι κοινωνικό ων, γι’ αυτό όλη η λογοτεχνία του είναι βαφτισμένη μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις και στην κριτική της κοινωνίας. Ρομαντικά στοιχεία, ειρωνεία, σαρκασμός, δηκτικότητα, χιούμορ, που κάποτε φτάνει στο γκροτέσκο (π. χ στο κεφάλαιο 9), μεταφορική γλώσσα, σφαιρική προσέγγιση χαρακτήρων και καταστάσεων, μετάδοση μηνυμάτων και συμπερασμάτων για την αλλαγή και βελτίωση της κοινωνίας, είναι τα στοιχεία που καθορίζουν τη γραφή του. Τα μηνύματα του είναι οικολογικά, κοινωνικά, εργασιακά, προσωπικών σχέσεων και συμπεριφορών, παρουσιάζοντας καταστάσεις τής σύγχρονης καθημερινής ζωής μας, που μας είναι οικίες, γι’ αυτό και μας «ακουμπούν».

Το έργο, σε μεγάλο βαθμό, οικοδομείται στα διλήμματα του Φάνη και της Αλκμήνης, αν θα πρέπει να θυσιάσουν την προσωπική τους ευτυχία και τον έρωτα, μπρος στην υποχρεώσεις και στην οικογενειακή γαλήνη των παιδιών τής τελευταίας, τα οποία τελικά λύνονται από τη ροή των γεγονότων και τη σαρωτική έλευση του έρωτα, με την συνεπικουρία της φιλίας. Το πρώτο ξάφνιασμα του παροδικά παράλογου στα μάτια μας μποτιλιαρίσματος, διαδέχεται ένας λογικός ρεαλισμός, θυμίζοντας, σε κάπως μικρότερο βαθμό, τις τεχνικές του Ζοζέ Σαραμάγκου, και δείχνει να ξεκινά μια πρωτότυπη περιπέτεια, με κοινωνικό νόημα, που διαβάζεται άνετα, αλλά όχι απροβλημάτιστα. Κατά περίσταση το σκηνικό αλλάζει και ο αναγνώστης βυθίζεται σε γλαφυρές και απολαυστικές μνήμες και ιστορίσεις (τότε που «οι λέξεις κάτι σήμαιναν», σελ 143), μέσα στη αγνότητα, την παιδικότητα και την αγάπη, που ταλέντο και η ευαίσθητη ματιά τού συγγραφέα, τους δίνει ένα γλυκό χρώμα, ενώ ενίοτε επανερχόμαστε στην περιπέτεια και την εξέλιξη του έργου.

Το βιβλίο του Τόλη Νικηφόρου, είναι καλοδομημένο και θεματικά οργανωμένο, στο οποίο αναπτύσσονται επάλληλες ιστορίες, που σε κάποιο σημείο εμπλέκονται και συνδυάζονται, ενώ οι χαρακτήρες είναι καλοδουλεμένοι, χωρίς αντιφάσεις, ρεαλιστικοί και απόλυτα πραγματικοί.

ΧΩΡΙΣ ΜΕΘΟΔΟ/ ΤΖΙΝΑ ΞΥΝΟΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ/ ΚΑΚΤΟΣ

Η μαθηματική λογική στο έργο «Χωρίς μέθοδο» της Τζίνας Ξυνογιαννακοπούλου.

Κεντρικό θέμα της συλλογής είναι η ποίηση, ο ποιητής, η έμπνευση και η εκτέλεση ενός έργου, ποια είναι τα δημιουργικά ερεθίσματά τους, από τι επηρεάζονται, πώς λειτουργούν, τι εκφράζουν και πού στηρίζονται.

Ο στόχος της μοιάζει να είναι η γέννηση και η περιγραφή των συναισθημάτων και η αισθητική αποτύπωση εικόνων και λειτουργιών, και ενώ ξεκινά γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο, περιγράφοντας την αίσθηση και το μόχθο για τη δημιουργία ενός ποιήματος, στη συνεχίζει σε τρίτο, θέτοντας τα θέματά της γενικότερα, περιγράφοντας εξωτερικές καταστάσεις, οι οποίες έχουν φυσικά εσωτερικό αντίκτυπο γι’ αυτή. Έτσι ακόμα και όταν περιγράφει μια εικόνα ή αποβλέπει στην απόλαυση και στην αγαλλίαση, δεν παραλείπεται η αναλυτική ματιά για το πώς λειτουργεί πάνω της ή και γενικότερα. (π. χ στο ποίημα «...είναι μια θάλασσα»: «τ’ ατλάζια σου υλικά παραφοράς/ μ’ αδάμαστες αποχρώσεις φορώντας/ το χρόνο υπνωτίζεις γαλάζια/ το βλέμμα ακυρώνεις/ κι η ματιά αυθυποστασία αποκτά/ να ’ναι η κυριαρχία σου/ στο τοπίο - απ’ το τοπίο»).

Η λογική ανάλυση, που φτάνει συχνά την πληρότητα δοκιμίου, συνδυάζεται με μεταφορικούς, αλληγορικούς και ποιητικούς όρους. Έτσι φλεγματικά συμπεράσματα, με πυκνότητα λόγου, αποδιδόμενα με μεταφορικούς συνδυασμούς και κάποτε με παρηχήσεις, οργανώνονται υπό την πένα τής ποιήτριας.

Συνήθως τα ποιήματά της στηρίζονται σε λογικές συνάφειες, χαρακτηρισμούς και προσδιορισμούς (π. χ «Της αβύσσου αυθαιρεσία/ οι στίχοι» σελ28), ενώ και οι αλληγορίες και τα σύμβολα απορρέουν από συνειρμούς, συνεπαγωγές ή αντιστοιχίες, φτιάχνοντας ένα δεμένο αποτέλεσμα, με μαθηματικές αρετές, όπως, πληρότητα, ακρίβεια και λιτότητα (π. χ μιλώντας στη σελ28 για τους στίχους «φωτιές σπέρνουν/ μ’ αέρα και νερό οργώνουν/ ν’ ανθίζουν σε γη πατρική», παρατηρούμε αλληγορική, λογική αντιστοιχία της φωτιάς, του αέρα και του νερού, με την επενέργεια των στίχων). Έτσι φτιάχνεται ένα καλά οργανωμένο σύνολο, που μπορεί να ακονίζει το μυαλό στην αποκρυπτογράφηση, αλλά όταν αυτή τελεστεί, συμπληρώνεται ένα πλήρες και καθαρό νόημα. Στόχοι, βέλη, πορείες, τρένα, θάλασσες, άνεμοι και άλλα, σχηματοποιούν ιδέες και έννοιες, μας τις κάνουν «χειροπιαστές» και κατανοητές, μέσω των ιδιοτήτων τους, με τη βοήθεια τής μεταφορικής και ποιητικής σχέσης, που αναπτύσσεται με μαθηματική αντιστοιχία.

Στο «Με μαθηματική ακρίβεια» γίνεται πλέον καταφανής και απροκάλυπτη η χρήση των μαθηματικών μεθόδων, σε ένα πρωτότυπο κράμα, καθώς η ποιητικότητα «ζεσταίνει» τη μαθηματική ψυχρή λογική, φτιάχνοντας ένα κυριολεκτικό, ρεαλιστικό και διδακτικό αποτέλεσμα.

Επιστρατεύει συχνά διάφορες τεχνικές, ως προς τα σημεία στίξης, με πρωτοτυπία. Διασπά τις λέξεις με παύλες, κάνοντας λεκτικά και νοητικά «παιχνίδια», πολυσημιών και επεκτείνοντας τα νοήματα και φτιάχνοντας μια εγκεφαλική ποίηση (π. χ «της αγωνίας προ-οπτικές» σελ46, ή σελ 21, 35, 47). Επίσης χρησιμοποιεί και μέσα στο κείμενο τις παύλες ή τα αποσιωπητικά (π. χ σελ15, 28, 33, 44), κομματιάζοντας το λόγο ή επεκτείνοντας τις σκέψεις της αντίστοιχα. Χρησιμοποιεί τις παρενθέσεις διευκρινιστικά και συμπληρωματικά (π. χ σελ13, 39, 40) ή λογοπαίζοντας και υπαινικτικά (π. χ σελ34).

Η γλώσσα της είναι πλούσια, πολυποίκιλη και απροκατάληπτη, χρησιμοποιώντας ακόμα και μαθηματικά σύμβολα (π. χ dt σελ34, ή «εντός εκτός κι εναλλάξ α-γωνίες» σελ35).

Συμπερασματικά η Τζίνα Ξυνογιαννακοπούλου χρησιμοποιεί ένα δικό της ξεχωριστό τρόπο στην ποίησή της, χωρίς να μιμείται και να προσποιείται.

ΠΟΛΥΠΤΥΧΟΝ/ ΕΛΛΗ ΣΥΝΑΔΙΝΟΥ/ ΕΡΙΦΥΛΗ/ 317 ΧΑΪΚΟΥ

-Χωρίς συμπαίκτη

τι παίζεις μονάχος σου;

-Παίζω Ποίηση-

(Έλλη Συναδινού/ Πολύπτυχον)

Ευρηματικά ως προς τα νοήματα, τα μέσα έκφρασης και τη χρήση μεταφορικών τύπων, πρωτοτυπούν και «παίζουν» με τις λέξεις, σκαρώνοντας παρηχήσεις, αντιθέσεις, φαινομενικές λεκτικές παραδοξολογίες (π.χ «αεικίνητη-/ στην αιώρα αιώνια-/ και ακίνητη.», σελ56), χρησιμοποιώντας ακόμα και το χιούμορ και συχνά οδηγούν στη γνώση και στην πνευματική εγρήγορση. Έτσι πολλές φορές θυμίζουν αγνό παιδικό παιχνίδι, ανέμελο, άδολο και πλημμυρισμένο με φαντασία, ενώ όταν χρησιμοποιούνται αρχαιοπρεπείς τύποι «βαραίνουν» απρόσμενα.

Παρουσιάζουν θεματική ποικιλία, μιλούν για το χρόνο, την ποίηση και γενικότερα την τέχνη, την αρχαία παράδοση, σοφία και αλληγορία, την «αύρα» του Αιγαίου ή για μια εικόνα ή μέρος που έχει εκτυπωθεί στην ποιήτρια, όπως ένα παλιατζίδικο. Συνήθως κινείται στο νοητικό επίπεδο, με μορφή συνειρμών και σκέψεων, παρουσιάζοντας συχνά μια σπονδυλωτή συνέχεια και μια ομαδοποίηση σε ενότητες, ενώ κάποτε ξεπροβάλουν απρόσμενες εικόνες. Συχνά μια κεντρική ιδέα δίνεται με μια σειρά από συνεχόμενες παραλλαγές, ενίοτε παρεμφερείς, και είναι ομαδοποιημένη μέσα στη συλλογή (π.χ σελ 90,91 «Παιδί ο αιώνας-/...»), ενώ άλλοτε λέξεις διασπώνται για να συνενώσουν φαινομενικά άσχετα νοήματα (π.χ «Παιδί ο αιώνας-/ παίζει βυζαίνει/ τον Γαλα-ξία.», σελ 91). Το μέλλον και το αρχαιοελληνικό παρελθόν, άρρηκτα δεμένα, ζυμώνονται και αναμιγνύονται, και οι αρχαίοι Θεοί αιωρούνται σα σύμβολα και οράματα.

Η γλώσσα της είναι η δημοτική, αλλά χρησιμοποιεί και αρχαίους τύπους λέξεων, από τη μια τραβώντας την προσοχή και από την άλλη ταιριάζοντας τον αριθμό συλλαβών του χαϊκού, που, ομολογουμένως, μορφολογικά είναι πολύ περιοριστικός.

Ο τρόπος που χρησιμοποιεί την παύλα, είναι επηρεασμένος από την αμερικανίδα ποιήτρια Emily Dickinson, όπου μέρος των ποιημάτων της έχει μεταφράσει στο βιβλίο «Το ανεξάντλητα σημαίνον» (εκδόσεις Ιδεόγραμμα). Έτσι εκφράζει μετεωρισμό, δημιουργεί απρόσμενα χάσματα στο λόγο ή αφήνει «ανοιχτή» μια συνέχεια ή ενδεχόμενο.

Τα στοιχεία αυτά καλοζυμώνονται στη συλλογή της Έλλης Συναδινού και δίνουν ένα όμορφο και ιδιαίτερο μείγμα.