Η λίστα ιστολογίων μου

Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2009

Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΠΟΥΡΑ

Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΠΩΣΕΙΔΩΝΙΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΠΟΥΡΑ (ΕΡΙΦΥΛΗ 2008)

Η Ποσειδωνίς, η Ατλαντίς και η Λεμορία, αρχαίες καταβυθισμένες ιστορικές, ονειρικές και παραμυθικές χώρες, εξάπτουν τη φαντασία και τον συναισθηματισμό τού ποιητή, συμβολίζοντας τις επιθυμίες, τους χαμένους πόθους και το παρωχημένο πολύτιμο παρελθόν, κρύβοντας μέσα τους ένα άφατο και άρρητο μυστικό («Ατλαντίς» σελ 99), που προσπαθεί να εκφραστεί ως χυμός ζωής, ευτυχία, γαλήνη και απόλαυση, μέσα από τη φυσική ομορφιά, την αγάπη και τη γνώση. Αυτές οι ιδέες, αγγίζοντας συχνά το μεταφυσικό, πλανώνται ενωτικά σε όλη τη συλλογή, είτε υπάρχει, είτε όχι, άμεση αναφορά στις χαμένες πολιτείες, και γι’ αυτό ο τίτλος του έργου «Ποσειδωνίς» εκφράζει και αντιπροσωπεύει εύστοχα τη συλλογή. Η Ποσιδωνίς, το τελευταίο τμήμα της Ατλαντίδας που καταβυθίστηκε, αναφέρεται σε αρχαία ελληνικά κείμενα, ενώ η Λεμουρία, λιγότερο γνωστή μας, πιθανότατα βρισκόταν στον Ειρηνικό ωκεανό, ανέπτυξε και αυτή αρχαίο πολιτισμό και καταβυθίσθηκε επίσης. Αναφορές γι’ αυτή, βρίσκουμε σε αρχαία ινδικά συγγράμματα, αλλά και ελληνικά.

Τα ποιήματά του υμνούν το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και την παράδοση, που χαράχτηκε στην αιωνιότητα, επηρεάζοντας και φωτίζοντας την ανθρωπότητα, καθώς μια σειρά στοχασμοί έρχονται στο νου του συνειρμικά, συχνά αντικρίζοντας τα αρχαία διαφόρων περιοχών. Η απώλεια και η εγκατάλειψη της αρχαίας σοφίας στην εποχή μας, θλίβουν τον ποιητή, ο οποίος ελπίζει, αλλά και μας συμβουλεύει, σε μια αυθεντική αντιμετώπιση της ζωής, μέσω του εσωτερικού φωτός μας, της αυτογνωσίας και της προσεγγίσεως του Θείου. Η διέξοδος αυτή, ως διαρκής αναζήτηση και επιδίωξη, συγκλίνει προς ένα ιδιωτικό όραμα, χαρακτηριστικό των περισσότερων συγχρόνων του ποιητών.

Συχνά η ποίησή του γίνεται διδακτική, χρησιμοποιώντας το δεύτερο πρόσωπο, ενώ κάποτε τελειώνει με την ευχή «Αμήν/ -Γέγονε.», συμπυκνώνοντας και εκφράζοντας έτσι, την ενδόμυχη αγανάκτηση για την ανθρώπινη ολιγωρία, τη επιτακτικότητα δράσης και, ίσως, ένα φόβο ότι τίποτα δε θα αλλάξει, τουλάχιστον έτσι εύκολα, όπως η λογική θα απαιτούσε (πχ «Κάμειρος» σελ12, «Ηλιοβασίλεμα» σελ79, «Άντρον Κύθνου» σελ84).

Υπάρχουν σημεία όπου ο ποιητής συνομιλεί με τον αναγνώστη, προσθέτοντας αμεσότητα στην ποίησή του: «Ποιος σ’ το είπε αυτό; Πού το γράφει;» σε ρωτώ/...» («Στη Μοναξιά των Ατρειδών», σελ 24). Ενώ άλλοτε χρησιμοποιεί πρώτο πληθυντικό πρόσωπο για να ταυτιστεί πιο πετυχημένα με αυτόν: «Και τώρα ας πάρουμε μια ανάσα/ πέρα από πάθη, ψέματα, μνησικακίες,/ Τώρα ας πούμε απλώς «έστω!»/ Κι ας ζήσουμε τη μέρα μας/ Σαν προπαρασκευή για την ανάληψη» («Ανάσα», σελ 14, ή «Ο θησαυρός», σελ19).

Η λατρεία του Απολλώνιου Φωτός («Απόλλων Μουσηγέτης» σελ75) και της αγάπης, υπερνικά το θάνατο και όχι η μωροφιλοδοξία («Νεκυιμαντείον Αχέροντος» σελ65-66) και περιγράφεται με μια παραβολική κατάβαση στον Άδη και με μυθικούς συμβολισμούς, ενώ αποδίδονται διαισθαντικά μεταφυσικές καταστάσεις.

Βαθιά εγκεφαλική η ποίηση του Κωνσταντίνου Μπούρα, με τις διαρκείς μυθολογικές, φιλοσοφικές και ιστορικές «παραπομπές» της, με συνεχείς κυριολεκτικούς, αλληγορικούς και μεταφορικούς παραλληλισμούς, φτάνει σε σημεία μεγάλης νοηματικής πυκνότητας και σε δοκιμιακής μορφής συμπεράσματα και αναλύσεις. Ενδεικτικά αναφέρω: «...του Κακού,/ Που ισοδυναμεί με το σκότος της Άγνοιας,/ Τη μισαλλοδοξία που έχει τη ρίζα της/ Στην ανασφάλεια/ Στην απληστία από το φόβο της έλλειψης/ Υλικών αγαθών/ Στη λαιμαργία που είναι συνώνυμο της πείνας,/ Στο φόβο του θανάτου που έχει/ Τη ρίζα της στη δυσπιστία/ Απέναντι στο Αόρατο...» («Πανσέληνος στη Δήλο», σελ77). Αξιοποιούνται έτσι αρχαιοελληνικοί φιλοσοφικοί όροι (πχ «πεμπτουσία, σελ7, «Παραβολή του σπηλαίου», σελ 34), γίνονται αναφορές και αναλύσεις αρχαίων φιλοσοφικών στοχασμών (πχ του Πυθαγόρα και του Ηράκλειτου σελ44), αλλά και πιο σύγχρονων (πχ το «Συλλογικό ασυνείδητο» του Γιουνγκ, σελ11 και σελ52, οι «μεταστοιχειώσεις» των αλχημιστών, σελ12) και μυθολογικών στοιχείων (Ο Φαέθωνας, ο Ήλιος με τους γιους του Λίνδο και Κάμειρο, οι Ατρείδες και το θυέστιο γεύμα, η δολοφονία του Αγαμέμνονα κ.τ.λ). Η φιλοσοφία όμως αντιμετωπίζεται πέρα από ακαδημαϊσμούς, όπως αρμόζει σε έναν ποιητή, μέσα από την καθημερινή οπτική εφαρμογή και πραγματικότητα, μέσα από την αλληγορία, με παραγωγική συνήθως μέθοδο. Σε αυτήν τη γενικότερη προσπάθεια εντάσσονται και οι παραφθορές μύθων και εννοιών (πχ «ψυχρό πυρ» σελ27, «Την Κίρκη αφήνω πίσω μου,/ και το γιο που απέκτησα μαζί της...», σελ69).

Για αυτόν η ζωή του ανθρώπου είναι χαρά (σελ13), πόθοι, εμμονές και επιδιώξεις, που διακόπτονται από το θάνατο που μας λυτρώνει από τις επιθυμίες και μας απεγκλωβίζει από τη φυλακή του σώματος, χωρίς να δίνεται έτσι έμφαση στην έννοια της Σωτηρίας, τουλάχιστον με την αυστηρή Χριστιανική αντίληψη, μα περισσότερο στην αυτοκάθαρση και τον αυτοπροσδιορισμό, που οδηγεί στην πλήρη τέρψη τής αποδέσμευσής και της ένωσης με το Θείο, και έτσι έχει περισσότερο τις ιδιότητες του βουδιστικού θανάτου, με σαφείς επιρροές από τη θεωρία της μετεμψύχωσης, που έχει ρίζα και στις πλατωνικές και πυθαγόρειες θεωρίες. «Πόσον καιρό μετά το θάνατο του σώματος/ Λυτρωνόμαστε από το σαράκι/ Της αδιέξοδης επιθυμίας;» («Πολυδιαστασιακή πύλη», σελ22), «Για να γεννηθείς/ Ξανά/ Σε κορμί καμηλοπάρδαλης/ Στρουθοκαμήλου/ ή παγώνας...» («Η σιωπή», σελ16, ή σελ55). Η μετά θάνατο κατάσταση τής ψυχής, περιγράφεται ως διάλυση (ένωση) με μια υπερπρωσοπική οντότητα («κατειλημμένες από ψυχές αδέσποτες,/ Από εκείνες που αρνούνται/ να διαλυθούν στο Ύστατο φως,», «Λίνδος», σελ8), ενώ μιλά και για τη «φαινομενική πραγματικότητα» («Ασίνη», σελ74), απόψεις καθαρά βουδιστικές.

Η ζωή είναι «προπαρασκευαστική» για την ανάληψη (σελ14), «φυτώριον ψυχών» (σελ21) και το σώμα αντιμετωπίζεται ως φυλακή («Ηλιακός λόγος», σελ10), ο άνθρωπος αναζητά τη Θεία λύτρωση («Ζητείς ν’ αναληφθείς/ Εις το πέραν...», «Φως Ιερόν» σελ21), εντούτοις θα πρέπει να απολαμβάνει τη ζωή του με όλες τις αισθήσεις του («Ο προβολέας του Φαέθοντος», σελ15), ενώ κάποτε μοιάζει να εικονίζεται η Αποκάλυψη (σελ37 «Ατλαντίς- αισιοδοξία»), ή αλλού αναφέρεται η πτώση από τον Παράδεισο («Η Πύλη», σελ52), απόψεις χριστιανικές και άλλων θεολογικών δογμάτων, τείνοντας συχνά στην πανθεϊστική οπτική γωνία, καθώς ο Θεός λειτουργεί περισσότερο σαν ανώτερη «Ιδέα», πανεπόπτης («Ο θησαυρός», σελ19), σαν ύστατη λύση στα ανθρώπινα αδιέξοδα («Παράδοσις», σελ 26-27) και βρίσκεται στο εσωτερικό του ανθρώπου σαν μίτος αυτογνωσίας και καθοδήγησης (σελ35). Όμως αν και χρησιμοποιούνται ολύμπιες θεότητες, έχουν το νόημα των ιδιοτήτων τους και αυτών που αντιπροσωπεύουν και «Όχι για να λατρέψουμε αρχαίους Θεούς/ -δεν το έχουν ανάγκη,...» («Ποσειδών- Απόλλων», σελ42).

Ο ποιητής αισθάνεται σαν παιδί της Γαίας και του Ουρανού, σύμβολα που εκφράζουν τη διττή φύση του ανθρώπου και τις ασυνείδητες ή συνειδητές επιρροές που καθοδηγούν την πορεία του. (πχ «Φως» σελ21, «Γαία» σελ45). Έτσι προσπαθεί να «αγγίξει» το άφατο και το άπιαστο, στα οποία δίνεται τόσο συναισθηματική όσο και μεταφυσική χροιά {«αιθεροβάμονες», «Της ύλης καταφρονώντας τις πτυχές», κοιτώντας κατάματα τον ήλιο και ας πέσουμε σαν τον Ίκαρο από τη θερμότητα του («Χαιρετισμός», σελ104-105)}.

Παρατηρώ επίσης διαρκείς εναλλαγές θετικών και αρνητικών καταστάσεων, εικόνων ή προτύπων, έτσι ώστε κάτι που προβάλετε, στη συνέχεια παρουσιάζεται το αντίθετό του ή η λύση του και με αυτόν τον τρόπο τονίζεται, ενώ μοιάζει το ποίημα να κάνει διάλογο με τον εαυτό του επιχειρηματολογώντας (πχ «Νόστος» σελ31, «Χάος και Τάξις» σελ17, «Jelalludin Rumi» σελ33, ή «Νόστος» σελ31).

Η φύση παρουσιάζεται μαγευτική, αλλά προπαντός αποτελεί εφαλτήριο σπουδής, συμπερασμάτων και προβληματισμού, κάτι ανάλογο που συμβαίνει και με τη θέα των αρχαίων μνημείων (σελ63, σελ60, σελ58, σελ56).

Ευαίσθητος δέκτης ο ποιητής θλίβεται και αγανακτεί από τις καταστροφές των πυρκαγιών και τους άδικους θανάτους που προκάλεσαν και σαρκάζει την αντιμετώπιση τού θέματος από την «εικονική πραγματικότητα» των ειδήσεων («Καμμένη Νήσος» σελ95).

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι ένα κράμα της καθομιλουμένης, με λόγια και συχνά αρχαιοπρεπή στοιχεία, που ενίοτε τονίζουν κάτι, είτε το επισημοποιούν, είτε διευκολύνουν τη σύνδεση και τη μετάβαση σε παρελθούσες έννοιες και εποχές. Πολύ συχνές είναι οι σύνθετες λέξεις, μερικές φορές φτάνοντας στη λέξηπλασία, που εκτός από την έμφαση, μας βοηθούν να δούμε συνολικά, με μια μόνο ανάγνωση, μια εικόνα ή μια κατάσταση και με την πρωτοτυπία και κάποτε την εκκεντρικότητά τους, ευνοούν την ποιητική αίσθηση του κειμένου.

Συνοψίζοντας, θα ήθελα να πω ότι, η ποίησή του Κωνσταντίνου Μπούρα, είναι ουσιώδης και φιλοσοφημένη, μας συνδέει με την παράδοσή μας και μας διδάσκει εποικοδομητικά μέσω αυτής.

Γρηγόρης Τεχλεμετζής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου