Η λίστα ιστολογίων μου

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

ΣΤΗ ΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ (ΠΕΝΗΝΤΑ ΠΕΝΤΕ ΧΑΪΚΟΥ)

Επιλογές από την πρώτη συλλογή της Ευσταθίας Δήμου (Νέος Αστρολάβος/ Ευθύνη, 2011). Ποιήματα εικόνων και στοχασμών.
2.
Δεν φταίει η θλίψη
του δειλινού, μα οι στίχοι
που γι' αυτή μιλούν.
13.
Νεαρή κόρη
στολίζει τα μαλλιά της
μ΄άνθη μοναξιάς.
14.
Βροχή ο χρόνος.
Αυλάκια ανοίγει στη
ρόδινη σάρκα.
19.
Εύθραστη πόλη
στ' αγκάλιασμα του ήλιου
θρυμματίζεσαι.
30.
Βαθιά ρυτίδα
στο μέτωπο στεφάνι
χαράκτη χρόνου.
36.
Ο ήλιος δύει.
Κόκκινος και φλογερός
βουτά στο νερό.
52.
Κόπασε ο αέρας
ξεψυχισμένο τώρα
σκάει το κύμα.
55.
Άδεια η πλατεία.
Κι η λάμπα νυσταγμένη.
Φθίνει το φως της.

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

Ο ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΟΛΙΨΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΠΕΖΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΖΕΦΗΣ ΔΑΡΑΚΗ

ΜΑΡΘΑ ΣΟΛΚΕΡ/ ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ/ ΚΕΔΡΟΣ

Γοητευτικό, σαγηνευτικό και με στοιχεία ρομαντισμού το έργο αυτό της Ζέφης Δαράκη, στηριζόμενο σε μεγάλο βαθμό στον αισθητισμό -αν και δεν παραμελείται η πλοκή-, όχι μόνο ως προς τα μέσα και τον τρόπο έκφρασης, αλλά και ως προς την οπτική γωνία που αντιμετωπίζουν οι δυο ήρωές της τη ζωή, πετυχαίνοντας έτσι εναρμόνιση μορφής και περιεχομένου. Είναι έτσι απομακρυσμένο από κάθε διδακτισμό ή πρόθεση διδασκαλίας και στηριζόμενο στη μεταφορική και εικονοπλαστική γραφή, κάνοντας χρήση, αλλά όχι κατάχρηση, επιθέτων, η αφήγησή της ξετυλίγεται με ποιητικότητα και μειλίχια συναισθηματική φόρτιση, και μας οδηγεί στην απόλαυση, παρασύροντάς μας στον ιδιαίτερο κόσμο της.
Στο κατά βάση αφηγηματικό και ψυχογραφικό κείμενο, παρεμβάλλονται σκόρπιοι διάλογοι, που διακόπτουν τις λυρικές εξάρσεις και μας επαναφέρουν στη συνείδηση και στην ήρεμη εξέλιξη του έργου.
Η Μάρθα Σόλκερ, μέσα στη μοναξιά και την αποξένωση, πλάθει στο νου της ένα δικό της κόσμο, με την προσήλωση και τη λατρεία των λεπτομερειών και της κάθε κίνησης, τις έμμονες και συχνά παράλογες ιδέες και σκέψεις της, τα πάθη, τις φοβίες και τις ανασφάλειές της, και παρασυρόμενη τόσο πολύ από αυτόν, τον βιώνει μόνο εσωτερικά και προσωπικά, με ιδιόμορφη ένταση και δεν τολμά να τον διαταράξει. Βυθίζεται έτσι σταδιακά στη σχεδόν ονειρική της πραγματικότητα, που τροφοδοτείται με παραισθήσεις και αυταπάτες. Διαλέγει να εκφραστεί με ένα διακριτικό ψιθύρισμα, μια συστολή, ένα φοβισμένο βλέμμα προς τα όντα, που μοιάζουν να την τρομάζουν, καθώς προσπαθεί συνεχώς να τα πλησιάσει, να τα αφουγκραστεί και έτσι να τα οικειοποιηθεί, καθώς εξ’ αρχής μοιάζουν ξένα και ακόμα και τα πιο συνηθισμένα φαντάζουν πρωτόγνωρα, γιατί ενίοτε συνταιριάζονται με την αναζωογονητική δύναμη τού έρωτα και τους ανθρώπους, οι οποίοι τους δίνουν το δικό τους νόημα, τη δική τους παρουσία ή απουσία -κατά μια υπαρξιστική αντίληψη-, βυθίζονται έτσι και ξαναβγαίνουν από το χώρο τής ονειροφαντασίας, στον κόσμο της ατομικής ιδιαιτερότητας και χρωματίζονται με συναισθήματα και κινήσεις, με το απλό και συνάμα μαγευτικό ανθρώπινο μυστήριο.
Οι αντιθέσεις εξομαλύνονται, κατευνάζονται, εξευγενίζονται, γίνονται γλυκές και τρυφερές, σαν εφηβικό ρομαντικό τραγούδι και το κείμενο αποκτά την αίσθηση και την υφή ποιήματος.
Η Μάρθα Σόλκερ κατά βάθος φοβάται τα ταξίδια, φοβάται τις νέες εμπειρίες, την εκδήλωση του έρωτα, τις άμεσες κρίσεις και είναι άτολμη προς οποιαδήποτε αλλαγή. Είναι βυθισμένη στις σκέψεις της και στην «αυτάρκη και φλογερή ροή» των ονείρων της (σελ56) και αρνείται να τις εγκαταλείψει, ακόμα και υπό την πρόσκληση του πραγματικού και απόλυτου έρωτα.
Για τη Ζέφη Δαράκη ο έρωτας δεν είναι κραυγαλέος, αλλά δειλός, διακριτικός και ανασφαλής, συχνά υπαινικτικός, αλλά με έντονα ρομαντικά και σαγηνευτικά στοιχεία, σύνθετος στις αντιδράσεις του, αλλά απόλυτος και σαρωτικός ψυχικά, κάτι που αντανακλά μια γυναικεία ψυχολογία, τρυφερή και ήρεμη. Ουσιαστικά δεν παρέχει λύσεις ή λύτρωση στη Μάρθα Σόλκερ, παραμένει ως εσωτερική παρόρμηση, μέθεξη, ηδονή, αγάπη, λατρεία, αλλά και εγκλωβισμός στο ανεκπλήρωτο, στην εσωτερική εμπειρία τής ψευδαίσθησης και της μελαγχολίας, γιατί είναι ιδεαλιστικός, με σαφή εξωπραγματικά και υποκειμενικά στοιχεία και συχνά σιγοτρώγεται από την αμφιβολία και την ανασφάλεια.
Η γερμανόφωνη μορφή των ονομάτων (Μάρθα Σόλκερ και Γιόχαν Βάλερ), μας παραπέμπει έμμεσα στον γερμανικό ιδεαλισμό και κάποτε στον σολιψισμό, που φαίνεται να αποτελούν τη βάση του έργου, μια και οι Ιδέες του «έρωτα», της «ομορφιάς» και του «ταξιδιού», μοιάζουν απόμακρες και εξιδανικευμένες, μπρος στην πραγματικότητα των ηρώων, και στέκουν ανεκπλήρωτες και απρόσιτες, μέσα στον ιδιαίτερα προσωπικό τρόπο που αντιλαμβάνονται τον κόσμο, που εξαρτάται και διαμορφώνεται από αυτούς, τους συνεπαίρνει και, περισσότερο στην περίπτωση της Μάρθας Σόλκερ, τους κυριεύει, ενώ μόνο ο «Νους» και το «Εγώ» τους μοιάζουν ανεξάρτητα και αυτοτελή. Έτσι από τον προσωπικό της χώρο, στον οποίο κινείται η ποίηση της -όπως παρατηρεί η κριτική (π.χ Κ Γ Παπαγεωργίου «Η Δεύτερη Μεταπολεμική Γενιά»/ Σοκόλης 2002)-, οδηγούμαστε σε μια πεζογραφική γενίκευση, που συνεπικουρείται από τη χρήση του τρίτου προσώπου αφήγησης, και φτάνουμε σε πιο καθολικές μορφές, μια και η υποκειμενική αντίληψη των όντων μεγεθύνεται. Αυτό βέβαια δε σημαίνει, κατ’ ανάγκη, ότι η συγγραφέας υιοθετεί τις φιλοσοφικές αυτές θέσεις ως κοσμοθεωρία ή με την απόλυτη συνειδητή λογική, αλλά τα πεζά της και σε κάποιο βαθμό η ποίησή της, αποτελούν φορέα έκφρασής της, τουλάχιστον με τον τρόπο που βιώνεται ο κόσμος, μια και η υποκειμενική αντίληψη είναι αδιαχώριστη με την πραγματικότητα.
Όλος αυτός ο υποκειμενικός και παράξενος τρόπος αντίληψης των πραγμάτων, που αγγίζει στιγμιαία το παράδοξο, φτάνει ως το διακριτικά κωμικό και κωμικοτραγικό, δίνοντας μια ξεχωριστή υφή στο έργο.
Ψυχογραφικός, ψυχολογικός και ιδεαλιστικός είναι επίσης και ο έρωτας της Μάρθας Σόλκερ και του Γιόχαν Βάλερ, υπαινικτικός, ευγενικός και διακριτικός, θυμίζει μια άλλη εποχή, ρομαντική και πολύ δειλή, μας περιφέρει στις λεπτομέρειες και στα «μικρά» πράγματα, που μεγεθύνονται στα μάτια μας, παίρνοντας σχεδόν μαγικές διαστάσεις, εισχωρώντας στον εσωτερικό κόσμο των ερωτευμένων, αποκτούν απροσδόκητη σημασία και αξία, ενώ κάποια άλλα σβήνουν και ατονούν. Ο διακριτικός τους έρωτας ακροβατεί μεταξύ της δειλίας, της λατρείας και της έκφρασης και μοιάζει σχεδόν εφηβικός και πρωτόγνωρος. Σε παλιότερες ρομαντικές εποχές μας παραπέμπει και ο πληθυντικός που χρησιμοποιεί προς τον αγαπημένο της, ο οποίος εκφράζει και την απόσταση από την υλοποίηση τής ερωτικής οικειότητας και πράξης, με το σιωπηρό όνειρο και τη φαντασία να είναι μια διέξοδος διαφυγής από την πεζή πραγματικότητα, το ανικανοποίητο τής επιθυμίας και τη δειλία μπρος στην ανάληψη δράσης.
Επίσης οι διαρκείς σκιαγραφήσεις των ψυχικών καταστάσεων και διακυμάνσεων των ηρώων της, παρουσιάζουν λεπτοκοπιά, ενώ καταφανής είναι η αναλυτική σκέψη τής συγγραφέως.
Η Ζέφη Δαράκη διαλέγει να τελειώσει το έργο της, με μια σειρά εκδοχών, που όπως λέει ταιριάζουν στο χαρακτήρα της Μάρθας Σόλκερ και αποτελούν ημιτελή επιμύθια που «περιμένουν» την υποκειμενική αντίληψη του αναγνώστη.

Η ΟΝΕΙΡΟΣ/ ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ/ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ»

Η απόλαυση τής ανάγνωσης του βιβλίου στηρίζεται στην ονειρώδη λεπτομερειακή περιγραφή, με μυστηριακά στοιχεία, που αγγίζουν τη μεταφυσική. Μέσα σ’ αυτόν τον ιδεαλιστικό, παράξενο και συχνά παράδοξο κόσμο, «Η Όνειρος» μας κάνει να βιώνουμε τα πράγματα μ’ ένα τελείως διαφορετικό τρόπο, απ’ ότι η απλή ρεαλιστική εμπειρία θα μας προσέφερε, με βάση μια πολύ προσωπική, ιδιωτικά τρυφερή ματιά, ενώ τονίζεται και η αναζήτηση της φυσικής ομορφιάς, μέσα από το παραμορφωτικό βλέμμα τής αφηγήτριας, που εξιδανικεύει ωραιοποιώντας τα όντα, φτάνοντας παροδικά στο σολιψισμό, που είναι αποτέλεσμα της ονειρώδους καταστάσεως. Αυτό πετυχαίνεται με τη χρήση αντιφάσεων, παραδοξολογιών, εκτεταμένων και έντονων μεταφορών και φανταστικών περιγραφών -στοιχεία που χρησιμοποιούνται και στην ποίησή της-, που δημιουργούν ένα σχεδόν παραμυθικό μαγευτικό κλίμα, που κινείται μεταξύ πραγματικού και εξωπραγματικού.
Εκείνο που ζητά η Όλια, είναι τελικά ένα κομμάτι του ίδιου της του εαυτού, όπως περιγράφεται, με ονειρικά μεταφυσικούς όρους, στην τελική συνάντησή της με τον ξένο, που είναι νέος και ταυτόχρονα γέρος, που τον κοιτά και την κοιτά, και κατ’ ουσία απλώς μόνο της φαίνεται ότι υπάρχει. Το κείμενο είναι ένα μεταφυσικό ταξίδι υποκειμενικού μυστηρίου και αγωνίας, προς αναζήτηση του άλλου μισού που φαίνεται να λείπει από την ανθρώπινη ύπαρξη και μπορεί να είναι το χαμένο παρελθόν, η αναμονή του ταξιδιού τής ζωής ή ακόμα και το μέλλον, ή οτιδήποτε θα μπορούσε να λείπει σε κάποιον, καθώς το κείμενο υπόκειται σε ηθελημένη ασαφή γενικότητα. Ο νέος που περιμένει η Όλια, αντιπροσωπεύει τη διαρκή αναμονή κάποιου γεγονότος ή ανθρώπου, που ίσως την βγάλει από την ανία, τη στασιμότητα και της δώσει κάποια λύση και που τελικά ποτέ δεν έρχεται «πραγματικά». Μοιάζει να βλέπει τον εαυτό της από ποικίλες οπτικές γωνίες, από τα έσω, αλλά από μια εξωτερική απόσταση (π. χ σελ41 «Σαν να σηκώθηκε μέσα στο ίδιο της το όνειρο και από το βάθος του ύπνου της σαν ν’ ανασήκωσε κάποιο γράμμα του αγνώστου της» ή σελ15 «Αλλά έτσι όπως έσκυβε και τον παρατηρούσε, ήτανε σαν να ανέβαζε εκείνη το νερό και σάμπως εκείνος να το ανέβαζε για χάρη της»).
Προσεγγίζεται έτσι μια ονειρική παραισθησιογόνα εμπειρία, στην οποία το «δρων» πρόσωπο και είμαστε και δεν είμαστε εμείς και τα πράγματα και το «Είναι» μας βρίσκονται σε σύγχυση. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα στην αρχή του έργου, το οποίο συνοψίζει αυτή την κατάσταση: «Όταν χτυπήσεις την πόρτα το βράδυ δεν θα ’μαι/ μέσα/ Θα είμαι από πίσω σου/ κι όταν ανοίξομε μαζί την πόρτα θα δούμε τους δυο μας/ καθισμένους/ μπροστά στα ίδια πρόσωπα τού ονείρου».
Η ηρωίδα κινείται μειλίχια, βιώνοντας με όλες τις αισθήσεις της τα όντα, ενώ σε μεγάλο βαθμό έχει ανεπτυγμένη τη διαίσθηση, μέσω της οποίας αισθάνεται μια τελείως διαφορετική προσωπική και ιδιόρρυθμη πραγματικότητα.
Περιλαμβάνονται επίσης μια σειρά αφηγηματικών περιγραφών και κάποια παράπλευρα δρώμενα, τα οποία δε συνεισφέρουν στην εξέλιξη τής δράσης, ωριμάζουν όμως και διαμορφώνουν το μυστηριακό περιβάλλον, καθώς στόχος της Ζέφης Δαράκη είναι η απόλαυση μέσα από τις λέξεις και τις εικόνες και κατά δεύτερο λόγο από την πλοκή, η οποία σαφώς υπάρχει και εκκινεί την περιέργεια και την αγωνία, καταλήγοντας απότομα στο τέλος, αφήνοντας «ανοιχτές» και «μετέωρες» ερμηνείες και εκδοχές, όπως θα συνέβαινε σ’ ένα όνειρο, μέθοδος που ακολουθείται και στο έργο της «Μάρθα Σόλκερ».

Παρακολουθώντας και τα δυο πεζά κείμενα τής συγγραφέως, παρατηρούμε ότι μοιάζουν σαν σπουδή στη «μαγεία» τής λεπτομέρειας και του περιττού, ιδωμένα μέσα από μια άκρως υποκειμενική ματιά. Η τέρψη τους πετυχαίνεται είτε με τη χρήση μεταφορών, σε μια γλώσσα ποιητική, είτε με τη δημιουργία μυστηριακού και αινιγματικού κλίματος, με έντονο το ρομαντικό και το παραμυθικό στοιχείο, διεγείροντας έτσι την περιέργεια του αναγνώστη.
Το «ταξίδι» φαντάζει και στα δυο της πεζά σαν ανεκπλήρωτη επιθυμία και ονειροφαντασία και αποτελεί μοχλό εκκίνησης των ιστοριών, γύρω από τον οποίο περιφέρονται.
Η Δαράκη φέρνει κοντά την πεζογραφία με τον ποιητικό λόγο και έτσι τα πεζά της μπορεί να ιδωθούν μόνο ως συνέχεια και σε συνάφεια με το ποιητικό της έργο.

Πρώτη δημοσίευση: περιοδικό "Πάροδος", τεύχος 32, στα πλαίσια του αφιερώματος στο έργο της Ζέφης Δαράκη.

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011

ΚΟΝΤΑΡΠΟΥΝΤΟ/ ΤΑΣΟΣ ΚΟΡΦΗΣ/ ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ/ ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ 2002

Βιβλίο κυρίως εικόνων και σκηνών, σύντομων μα αδρών και χαρακτηριστικών, που ενέχουν ζωντάνια και συχνά γραφικότητα, σχετική με τους ναυτικούς ή λόγω της ιδιαιτερότητας των χαρακτήρων, δημιουργώντας συναισθήματα στατικά, χωρίς δράση, με μεγάλες δόσεις ποιητικότητας. Μάλιστα τα μικρά αυτά πεζά δεν καταλήγουν πουθενά, σαν να μένουν ανολοκλήρωτα• απλώς εκφράζουν ή διηγούνται κάτι, ένα αποτύπωμα, πολύ έντονα και μένουν εκεί. Αφήνουν έτσι μια απορία στον αναγνώστη, μια και θα προσδοκούσε, ίσως, κάτι άλλο, μια λύση ή έστω μια κατάληξη.
Διάχυτα συναισθήματα, διαποτισμένα με υπαρξιακή θλίψη, με δόσεις ρομαντισμού και νοσταλγικές μνήμες. Γεμάτα ένταση, συχνά ερωτική παραφορά, ή με τη συγκλονιστική θλίψη της απώλειας και την αδρότητα της μνήμης. Ο αφηγητής μοιάζει έντονα ερωτευμένος και αυτό προβάλλεται διαρκώς με διαφορετικούς τρόπους.
Ποιητικές περιγραφές, με έντονη χρήση του μεταφορικού λόγου, στιγμιότυπα και αφηγήσεις περισσότερο κλίματος –του εκάστοτε- και ύφους, που μεταβάλλεται ανάλογα και αυτό δείχνει και τις ικανότητες του συγγραφέα.
Τα κείμενα παρουσιάζουν μια στατικότητα που μετατοπίζεται χρονικά, αποτυπώνοντας τα συναισθήματα και την κατάσταση κάποιων χρονικών στιγμών ή περιόδων των ηρώων, μια, δυο ή τρεις φορές μέσα στο αφήγημα. Δηλαδή «τι αισθανόταν τότε», «τι μετά» και «τι πιο μετά», τις στιγμές που εστιάζει ο φακός του πρωτοπρόσωπου αφηγητή, και μέσα από τη θύμηση ή τον εσωτερικό μονόλογο συμπληρώνεται το νόημα και η υπόθεση του πεζού, που κάποτε είναι θολή. Όλη αυτή η τεχνική συνταιριάζεται με την συναισθηματική φόρτιση και είναι στρεβλωτική ως προς την οπτική του αναγνώστη, που μοιάζει να «βλέπει» τα όντα μέσα από τους ήρωες και όχι καθάρια.
Χαρακτηριστικό και θετικό του βιβλίου είναι ότι διανθίζει την κάθε στιγμή της ζωής των ηρώων του –και πολλές φορές και τους ίδιους-, μοιάζει να την τονίζει, να της δίνει ύφος και στυλ, στήνοντάς την, κάνοντάς την ιδιαίτερη, σαν να φωτίζεται με ένα στιγμιαίο προβολέα, που σύντομα σβήνει ή στρέφεται αλλού, διαρκώς, κάνοντας το πεζό να είναι διάσπαρτο από μικρά φωτισμένα σημεία ή περιοχές.

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

ΞΕΦΩΤΑ ΧΡΟΝΟΥ/ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΡΟΜΠΟΤΗΣ/ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ 2001

Βολοδέρνει η αγάπη μας
ανήμπορη
στις μαύρες και στις άσπρες πέτρες.

Αίγινα, Αύγουστός 1978

ανέκφραστα τα πρόσωπα, διστακτικά τα χέρια•
μόνο τα λουλούδια ανοίγουν τα πέταλα
να δεχθούν τη βροχή.

Ποιήματα κυρίως ερωτικά, γραμμένα με «γρήγορες» κοφτές φράσεις που αποδίδουν την αίσθηση της συγκεκριμένης κατάστασης. Η επιθυμία, η ανάμνηση, η νοσταλγία, ο ανολοκλήρωτος ή ατελέσφορος έρωτας, η απώλεια, η απογοήτευση και η φθορά και η οδύνη του χρόνου είναι οι κινητήριοι άξονες του έργου. Η θλίψη είναι διάχυτη, η γλώσσα απλή με εφηβικό πάθος και διάθεση, που τους δίνει ζωντάνια.

Κυριακή 4 Σεπτεμβρίου 2011

Απ’ το ίδιο ποτήρι/ Μισέλ Φάις/ Καστανιώτης 1999

Με σύγχρονη γραφή

Χρησιμοποιώντας απλούς, καθημερινούς, ενίοτε λαϊκούς, ανθρώπους ως ήρωές του και μια γραφή ρεαλιστική με ύφος νευρώδες, περιπαικτικό και σαρκαστικό, ο Μισέλ Φάις κατασκευάζει μια ζωντανή και εύθυμη συλλογή. Ακόμα και στα τραγικά γεγονότα και στον θάνατο, συνήθως, δίνει μια διασκεδαστική χροιά και καθόλου δεν πληγώνουν, σε ένα έργο που κρατά ευδιάθετο τον αναγνώστη.
Η γραφή του είναι άμεση, μιμείται χαρακτήρες και ιδιώματα, αλλά κάποτε γίνεται και ελλειπτικός. Η ελαφρώς αφαιρετική αυτή οπτική, χρησιμοποιείται ως ρυθμιστικός παράγοντας των συναισθημάτων που γεννά το κείμενο, διαμέσου της τμηματικής αποκαλύψεως, του τονισμού συγκεκριμένων στιγμών, που ενώ συχνά μοιάζουν ανούσιες και, κάποτε, φλύαρες, εντούτοις η εξέλιξή τους, είτε ως σφαιρικότητα, είτε ως προς τη σημασιολογική θέση που αποκτούν στην πλοκή, τις δένει οργανικά με το κείμενο, ενώ άλλες συμπληρώνουν το κλίμα, είτε σταθεροποιούν τη σκιαγράφηση χαρακτήρων και την ψυχολογία τους.
Καμία δικαίωση ή λύτρωση δεν περιμένει στο τέλος των αφηγήσεων, παρά μόνο μια ανακούφιση -μερικές φορές εν είδη εκπλήξεως- από την κατανόηση των καταστάσεων, τη σφαιρική ολοκλήρωση τού νοήματος της ιστορίας και της ψυχολογίας των ηρώων.
Ο ρεαλισμός του είναι απλός, λιτός, κατανοητός και γι’ αυτό αγγίζει, αν και οι χαρακτήρες του μοιάζουν ασυνήθιστοι και, ίσως κάποτε, εξωπραγματικοί, διατηρώντας όμως την πειστικότητά τους, μέσα στο εν γένει πλασματικό μυθιστορηματικό κόσμο, και αυτό γιατί είναι καλοδουλεμένοι. Άλλωστε, ως γνωστόν, συχνά η λογοτεχνική παραγωγή έχει αφηγηθεί τα πιο παράλογα πράγματα με τον πιο αληθοφανή και πειστικό τρόπο. Τμήματα όμως της προσωπικότητάς τους είναι τόσο οικεία, που αναγνωρίζονται μέσα σε πραγματικές καταστάσεις και συμπεριφορές. Συχνά, με χαρακτηριστική συντομία, θίγονται μεγάλα κομμάτια σύγχρονων κοινωνικών συμπεριφορών και καταστάσεων.
Πολλές φορές προσπαθεί να ερεθίσει το νου και να τραβήξει την προσοχή με γεγονότα και φράσεις παράξενων ή εξτρεμιστικών καταστάσεων και ύφους ιδιότυπου και περιπαικτικού, όπως και με τη χρήση ελαφρώς αργκό γλώσσας, που μοιάζει να «χοροπηδά» μεταξύ γεγονότων και περιστατικών, λόγω της ζωντάνιας, χωρίς στρωτή συνεχή ροή, όπως για παράδειγμα στις έντονα πρωτότυπες καταστάσεις του διηγήματος «Χαλιμά, Δυσδαιμόνα, Μπουμπού». Οι αφηγήσεις συμβάντων μοιάζουν αποσπασματικές, σύντομες και ελλειπτικές και είναι πολύ μεγάλο το πλήθος των πληροφοριών που αναφέρονται, με αστραπιαία ταχύτητα, εν είδη βομβαρδισμού. Ξαφνιάζει με τις απρόσμενες μεταφορές και παρομοιώσεις του, αποφεύγοντας έτσι τις κοινοτυπίες. Π. χ. «Καθηγητής ήταν, που μιλούσε σα να έγλειφε μαντολάτο» (σελ. 12), «Σα να γράφεις σε νερό είναι οι κουβέντες μας», σελ. 15. Έντονος είναι και ο σαρκασμός του που αναμιγνύεται με το χιούμορ και με τις μεταφορές.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό είναι η αφήγηση γεγονότων και όχι η περιγραφή συναισθημάτων και κρίσεων. Αυτά είναι τόσο αδρά, καθαρά και γλαφυρά περιγραφόμενα, που δημιουργούν δευτερογενώς τα συναισθήματα.
Η γλώσσα του είναι άμεση, καθημερινή, νευρώδης και προσπαθεί να «ερεθίσει» την προσοχή. Το βάρος δεν δίνεται στο μανιερισμό, αλλά στο ουσιώδες νόημα, ενώ οιαδήποτε τεχνική λειτουργεί μόνο ως εργαλείο. Οι προτάσεις του επί το πλείστον είναι μικρές και κοφτές, εμφατικές ως προς το περιεχόμενο, χωρίς να μπερδεύουν τον αναγνώστη. Σέβεται τον διαβάζοντα και γι’ αυτό τον κερδίζει.
Το χιούμορ του είναι αφοπλιστικό και πηγαίο και κυμαίνεται από ξεκαρδιστικό ως ευφυές και λεπτό. Συνήθως στην αρχή των διηγημάτων αφήνει τον πρωταγωνιστή να μιλήσει σε πρώτο πρόσωπο και αυτό δίνει μια νότα ζωντάνιας και ευθύτητας, ενώ στη συνέχεια, ξετυλίγει την υπόθεση με ευθύ τρόπο, χωρίς περιττές φιοριτούρες, αλλά με πληθώρα καταιγιστικών γεγονότων και αφηγήσεων, που στόχο έχουν να «δέσουν» την υπόθεση, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο. Τα συμπεράσματα και οι επεξηγήσεις αφήνονται στον αναγνώστη, ακόμα και όταν αποτελούν τραγικά συμβάντα, κάτι που συμβαίνει συχνά, π. χ. «Τίποτα. Την Τετάρτη φέρανε κλειδαρά. Μπήκανε μέσα με το γιατρό και το γιο του. Ο γιος του έβαλε τις φωνές. Του είπε διάφορα. Πως τον είχε κουράσει, πως πρέπει να σταματήσει τα πείσματα και να συνεργαστεί, πως μια ζωή έκανε τα ίδια. Ε, τι να κάνει ο άλλος, σκεπάστηκε με το σεντόνι και ξεψύχησε». (σελ. 106, τέλος κεφαλαίου!).
Ξεκινώντας τα διηγήματα επιδιώκεται το αιφνίδιο ξάφνιασμα, αλλά και γενικότερα χρησιμοποιείται η μέθοδος της έκπληξης μέσα από την πρωτοτυπία, την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, τους μονολόγους, τις λαϊκές και αργκό εκφράσεις, τις εκκεντρικές μεταφορές και με άλλους τρόπους. Το ασυνήθιστο παρουσιάζεται και στους τίτλους, με τρόπο αόριστο, που περιμένει διευκρινήσεις εντός του έργου και συνήθως στο τέλος. Επίσης αναπάντεχη είναι και η χρήση εμβριθών συλλογισμών και κάποτε λόγιων λέξεων ανακατεμένων με λαϊκές εκφράσεις κωμικού και περιπαικτικού ύφους ή απλών εξιστορήσεων. Π. χ. «Ο ίδιος μάλιστα διατείνονταν πως ήταν ο πρώτος που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σε ταινία που συνδύαζε σεξ και καράτε. Για όποιον, πάντως, άπλωνε το κουλό του σαν άπιστος Θωμάς, ο Βάκης διέθετε τους δικούς του τύπους των ήλων.» σελ. 48. Όλο αυτό το λεκτικό και νοηματικό ανακάτωμα ασκεί γοητεία και αποτελεί μια αυθεντική σύγχρονη γραφή.
«Στο Βζζζτ, βζζζτ, βζζζτ», παρακολουθούμε υποθετικά πώς ένας πεθαμένος αντικρίζει τον κόσμο. Βασικά το θέμα της ιστορίας λειτουργεί ως πρόφαση για την κατασκευή ενός νευρώδους, δροσερού, υπαρξιακού κειμένου, που ενώ γλωσσολογικά και νοηματικά θα φάνταζε απλό, εντούτοις είναι βαθυστόχαστο, ουσιώδες και κυρίως πρωτότυπα διασκεδαστικό -αυτό εκκινεί και το αναγνωστικό αισθητήριο και την περιέργεια.
Στο «κτλ» προβάλλεται μια ακατάσχετη φλυαρία ενός λαϊκού τύπου. Επιδιώκεται συνεχώς η πρωτοτυπία, το ξάφνιασμα, ενώ το «μη διακόπτετε» που παρεμβάλλεται συνέχεια, συνδέει την αφήγηση με την αμηχανία και την ανία του αναγνώστη, επιδιώκοντας την άμεση σύνδεση με αυτόν, ενώ θετικό στοιχείο είναι η σταδιακή αποκάλυψη της τρέλας του αφηγητή, που στην αρχή απλώς την υποψιαζόμαστε, όσο και τις πράξεις του.
Στο «Απ’ το ίδιο ποτήρι» παρατηρούμε:
Α) Περιγραφική ψυχολογία μέσα από αμήχανες ή τυπικοφανείς κινήσεις.
Β) Πάλι έχουμε κεντρικό θέμα τον θάνατο, αλλά για αυτούς που μένουν και όχι σαν άρνηση απέναντι στη ζωή, όπως στο «κτλ», ούτε σαν υποθετικά βιωμένη κατάσταση όπως στο «βζζζτ, βζζζτ, βζζζτ».
Γ) Επίσης είναι περισσότερο τεχνοτροπικός ως προς τη δομή των προτάσεων και τη χρήση των λέξεων σε σχέση μα τα δυο προηγούμενα, χωρίς όμως να χάνει τον αυθορμητισμό του.
Βαθιά συγκινητικό, εμφατικό ως προς την απόδοση συναισθημάτων, καθώς τα συμβάντα περιφέρονται γύρω από το κεντρικό θέμα και ειδικά στο τέλος γύρω από το ποτήρι που ήπιε ο νέος πριν αυτοκτονήσει, επιδιώκοντας τον τονισμό του συναισθήματος της απώλειας και της θλίψης της μάνας.
Στο «τέσσερις ώμοι για τον Σάκη», μικρές αποσπασματικές αφηγήσεις που καταλήγουν στην αναφορά του κεντρικού συμβάντος της δολοφονίας του Σάκη από τη γυναίκα του, αφήνοντας έντεχνα κενό στην τελική έκβαση του συμβάντος, που εικάζεται και σταδιακά αποκαλύπτεται, γεγονός που επανατροφοδοτεί διαρκώς την αναγνωστική περιέργεια, κατευθύνοντας τον μύθο.
Η μετανάστευση και ο έρωτας ως ευγενικό αίσθημα θίγονται στο «Άνω και κάτω άκρα». Μέσα στην καματερή πεζή ζωή της μετανάστριας Άννας ο έρωτας, ακόμα και ως ανικανοποίητο συναίσθημα, φαντάζει ως μια τρυφερή και μελαγχολική νότα διεξόδου.
Στο «Από Τυρινή Δεκαπενταύγουστος», μια σειρά από αφηγήσεις γεγονότων οδηγούν στην απελπισία τον ήρωα. Διήγημα κλίματος.
Στο «Στέλιο, είσαι λάθος» υποθάλπει μια παράλληλη υπαρξιακή απόρριψη των ζωών πατέρα και γιου, που μοιάζουν αντίθετα διαφορετικές. Ένας ζει με το παρόν και ένας με το παρελθόν. Και οι δύο όμως συμπεριφορές είναι αντιφατικές. Ο γιος εξιλεώνεται και ξεδίνει με τις ενέργειές του, ενώ ο πατέρας στηρίζεται στη μνήμη του. Το καταληκτήριο λάθος τηλεφώνημα με τη φράση «Στέλιο είσαι λάθος» μας θέτει επί των τύπων ήλων. Συγκαλυμμένα υπαινικτικό. Ίσως δεν αναπτύσσει επαρκώς τους δυο χαρακτήρες, που μοιάζουν σχηματικοί.
Στο «Χειλάκι πετροκέρασο και μάγουλο βερίκοκο» η υποχόνδρια συμπεριφορά και η προετοιμασία και η εμμονή στην ατομική τελειότητα, οδηγεί στη διαστροφή, την απομόνωση και στην απώλεια της αυθεντικής απόλαυσης -που είναι μια απόλαυση εν αναμονή. Αυτή όμως η μεγάλη αναφορά στις γαστρονομικές, συγγραφικές και πάσης φύσεως ενέργειες της Γεωργίας δρα περισπαστικά σε σχέση με την κυρίως υπόθεση και χαλαρώνει την αφήγηση, αν και βρίθει από εφευρετικότητα και κοινωνικές, ιστορικές και γενικότερα πολυδιάστατες γνώσεις, που εκφράζονται λιτά και ουσιαστικά, χωρίς σοφολογιότητες. Αλλά το εντυπωσιακό είναι ότι το παραδέχεται με μορφή αυτοσαρκασμού ο συγγραφέας, «Αρκετά όμως φλυαρήσαμε. Ας μη σώσουμε το φιτίλι της υπομονής του αναγνώστη, ας μην κάψουμε τελείως το λαδάκι της αφηγηματικής οικονομίας» (σελ. 140). Τελικά ο χαρακτήρας του ήρωα είναι αυτός που «δένει» με επιτυχία την ιστορία, που αλλιώς θα έμοιαζε ετερόκλητη.
Στο «Θεία Κλάρα η ξεκαρδισμένη», παρατηρούμε πικάντικες ιστορίες με χιούμορ, αλλά και άψογο μοντέρνο λεξιλόγιο, που μετατρέπονται σε τέχνη, μέσα από κραυγαλέες λεκτικές αντιθέσεις, που κυμαίνονται από την τολμηρή ωμότητα και ρεαλιστικότητα, ως τη λογιότητα.
Στο «Θαμμένη (ζωντανή) ιστορία», ο νοητικός συλλογισμός, με μια αφήγηση χωρίς διαλόγους και με μεγάλες σύνθετες προτάσεις, που ψυχογραφεί πετυχημένα τη σχέση πατέρα-γιου, καταλήγει σε έναν «συλλογιστικό λαβύρινθο», που ασκεί γοητεία, αλλά χρειάζεται και προσήλωση από τη μεριά του αναγνώστη. Εδώ η γλώσσα είναι πιο φορμαρισμένη και μειώνονται οι ζωντανές καθημερινές εκφράσεις που ζωντανεύουν τα προηγούμενα κείμενα. Εξακολουθεί βέβαια να διαθέτει πρωτότυπες μεταφορές, που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον (π. χ. σελ. 179). Χαρακτηριστική είναι η εξονυχιστική ανάλυση των συναισθημάτων των ηρώων του, καθώς ακόμα και η αναφορά συμβάντων αποσκοπεί στην εμπέδωση αυτών και παρουσιάζει κυρίως ψυχολογική και σφαιρική συνάφεια και πολύ λιγότερο δραματουργική. Συχνές είναι και οι αιτιολογήσεις και οι επεξηγήσεις, άμεσες ή έμμεσες, των ψυχικών καταστάσεων, στεριώνοντας τη δομή και τους χαρακτήρες, αλλά χάνοντας σε ζωντάνια και διατηρώντας τη δική του λογοτεχνική αξία. Αλλά μερικές φορές αιφνιδιάζει ευρηματικά με φαινομενικά άσχετες φράσεις που δροσίζουν το κείμενο (π. χ. σελ. 186 «Με αυτό το χέρι...»).
Στο «Μετά τις τελευταίες λέξεις» παρουσιάζεται ο έξω από τα δόντια νευρωτικός και νευρικός διάλογος μιας άνυδρης συζυγικής σχέσης.
Και τέλος στο «Εμποδισμένη ζωή» παρατηρούμε εύγλωττες σκηνές καθημερινού πάθους και τρέλας, είτε εκκεντρικού ύφους, είτε προβαλλόμενου με εκκεντρικό τρόπο. Πολλές από αυτές προκύπτουν από συνειρμούς ή φανταστικές επιθυμίες.
Καταληκτικά θα ήθελα να αναφέρω ότι κατά την ταπεινή μου γνώμη το πιο δυνατό σημείο του βιβλίου του Μισέλ Φάις είναι η ζωντάνιά του και το νεύρο του, κάτι που εκτιμώ στη λογοτεχνία, μια και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλα κρίνονται με μέτρο τον άνθρωπο και στην προκειμένη περίπτωση τον αναγνώστη.

Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΠΟΥ ΜΟΥ ΣΤΕΛΝΟΥΝ (ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΥΡΗΣ)

Η επίθεση των πουλιών

Δεν υπάρχει άνοιξη για όσους
δεν τόλμησαν να πεθάνουν
Custave Roud


Τα χελιδόνια του θανάτου. Σου μήναν μιαν άνοιξη
καινούρια…
Άγγελος Σικελιανός

Δεκάδες άγρια πουλιά
εισήλθαν σήμερα το μεσημέρι
απρόσμενα στο φτωχικό μου
με περίεργες διαθέσεις.
Φτερούγισαν για αρκετή ώρα
μέσα στα δωμάτια
του σπιτιού μου
κάνοντας μεγάλους κύκλους
σαν το μαύρο θάνατο
πάνω από το κεφάλι μου.
Μετά έβγαλαν
ένα δύο φωνές
σαν ανθρώπινες τσιριξιές
και τράβηξαν προς το άγνωστο,
αφήνοντας
σαν κρίνα άσπρα ανθισμένα
από μια μεγάλη κουτσουλιά
απάνω στο στρωμένο
γιορτινό τραπέζι μου.

8/5/2001

Στις πολιτείες των αλλόκοτων πουλιών/ Χρήστος Μαυρής/ 2010


Τα φλεγόμενα πουλιά

Από τα καταφύγια ψηλά
που βρίσκονταν
τα φλεγόμενα πουλιά
πανικόβλητα έβλεπαν
τον δίκαιο ήλιο τους
γκρεμισμένο
μεσ’ τα χαλάσματα
μέρα τη μέρα να βυθίζεται
κάτω από τα ερείπια των σπιτιών τους.

Στις ικεσίες και τις προσευχές τους
παρακαλούσαν τον αγαθό Θεό
ν’ αφήσει χωρίς φως τα μάτια τους
για να μην αντικρίζουν
αυτή τη φρίκη που τα κάλυψε.

23/8/2006, Περβόλι
Στις πολιτείες των αλλόκοτων πολιών/ Χρήστος Μαυρής/ 2010

Κυριακή 3 Απριλίου 2011

ΤΑ ΚΑΡΦΙ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ/ ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΣΤΕΦΑΝΑΚΙΣ/ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ 2010

Η νοσταλγία αυτών που χάθηκαν, η θλίψη, η απώλεια, η μοναξιά και ο φόβος για το χρόνο που πέρασε και περνά ανεπιστρεπτί είναι τα βασικά θέματα της συλλογής. Τα ποιήματα συνίστανται από λυρικές εξάρσεις πόνου μετά από παρεμβολές της θύμησης που τις εκκινούν. Έτσι υπάρχουν κομμάτια νοσταλγικών περιγραφών και συναισθηματικών εκρήξεων μετά ποιητικών μεταφορών. Ο ποιητής φαίνεται εγκλωβισμένος στο παρελθόν, γι’ αυτό και η απώλεια τού είναι τόσο οδυνηρή και ο χρόνος βαραίνει αναπότρεπτα σαρωτικός. Ακόμα και ο έρωτας, όπου υπάρχει, λειτουργεί ως απώλεια και νοσταλγική θύμηση. Η μνήμη έτσι είναι ένα κεντρικό στοιχείο και «βίωμα» κατά την έννοια της υπάρξεως ως ον και ίχνος του παρελθόντος.
Εικονοπλάστης σε πολλά σημεία, κυρίως στη δεύτερη ενότητα, με τίτλο «Εικόνες περιπλάνησης», μας θυμίζει την έτερη ιδιότητα του ως ζωγράφος. Ανθολογώ ενδεικτικά:

ΦΤΕΡΑ ΑΓΓΕΛΟΥ

Τα παράθυρα τις νύχτες
τις μακρινές κι ατέλειωτες ώρες
ώρες της νύχτας
μένουν μόνα

Μόνα
φτερά αγγέλου
στο σώμα της πέτρας

ΑΠΩΘΗΜΕΝΟ

Λένε πως είδανε
στην πόλη της σιωπής
νεκρούς να παίζουν όργανα
νεκρούς να λεν τραγούδια
και χορευτές να πίνουνε
κρασί και να χορεύουν

Όσοι
της αστραπής δεν πρόλαβαν
να κλέψουνε τη λάμψη

ΜΗ ΜΟΥ ΖΗΤΑΣ

Μη μου ζητάς

τζάμι θαμπό με εμποδίζει
να σε δω και να σε πιάσω
έχω χιλιόμετρα να κάνω κάθε μέρα
από την ανάγκη να σε βρω

Γιάννης Στεφανάκις/ Το καρφί του χρόνου/ σελ. 31, 37, 56

Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

ΥΠΟ ΓΩΝΙΑ 90ο / ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΒΑΣΣΗΣ/ ΝΕΑ ΠΟΡΕΙΑ 1976

Επιστρέφω στο παρελθόν γιατί τίποτα στη λογοτεχνία δεν είναι αρκετά παλιό ώστε να μην μπορεί να θεωρηθεί καινούριο. Ο κύριος Κωνσταντίνος Βάσσης πριν λίγες μέρες μου ταχυδρόμησε αυτό το βιβλίο με διηγήματα, δείγμα της χαρακτηριστικής γραφής του, μια και το ύφος της συνεχίστηκε στο «Μια παραπλανητική ιδέα» με λίγο πιο αχαΐζοντα στοιχεία στη χρήση της γλώσσας.
Η κοινωνία είναι το επίκεντρό τους, με μία νοσηρή όμως μορφή. Αλλά κάθε νοσηρότητα αποτελεί ακραία έκφραση μιας πραγματικότητας, και αυτό μας κάνει να τη συνειδητοποιήσουμε, και αυτός είναι ο τρόπος επενέργειας των διηγημάτων του βιβλίου. Οι ήρωές του και οι ενέργειές τους είναι εγκλωβισμένοι στα γρανάζια της κρατικής λειτουργίας και εξουσίας –της Αρχής ή της νοητικής διαπλοκής, επιβολής ή υποβολής-, με ένα νομικο-λογιστικό τρόπο. Τελικά οι νόμοι και η λογικοφάνεια μπαίνουν πάνω από τη λογική και οι εμμονές πάνω από την ελευθερία. Η εξέλιξη του έργου είναι νοητική –ή τουλάχιστον η ουσιαστική εξέλιξή του- και τα ενεργήματα είναι απλώς απόρροιες αυτής. Σ’ αυτό βοηθούν τον συγγραφέα οι άριστες νομικές γνώσεις του και η πολύ καλή κατανόηση της κοινωνικής λειτουργίας και των θεσμών, έτσι ώστε με ευκολία τα ωθεί στα άκρα, δημιουργώντας μια έμμεση αλλά ουσιαστική ειρωνεία.
Ο τρόπος του Κωνσταντίνου Βάσση, ενώ αρχικά μοιάζει παγερός και εκλογικευμένος, τελικά κατ’ ουσία είναι διαβρωτικός και, τολμώ να πω, ανατρεπτικός, με μια τελείως διαφορετική από τη συνηθισμένη έννοια.
Η πλοκή και η ανάπτυξη των διηγημάτων του έχουν μια σαφή απαρέγκλιτη κατεύθυνση και στόχο, κινούνται σε ράγες, και η πειστικότητά τους συνήθως στηρίζεται στην εξονυχιστική ανάλυση λεπτομερειών της διαδικασίας προς τη φορά πλεύσης τους, δημιουργώντας, κάποιες στιγμές, εσκεμμένη αμηχανία στον αναγνώστη. Τα περιβάλλοντα που αρέσκεται να κατασκευάζει, αν και είναι κάπως παράδοξα και συχνά αρκετά τραβηγμένα, εντούτοις στο μυθιστορηματικό πλασματικά πραγματικό λογοτεχνικό χώρο προσομοιάζουν βιώσιμα, μέσα στις αντιφάσεις τους με την κοινή λογική, και ενίοτε θυμίζουν ακραίες προβολές πραγματικών σκέψεων ή αντιδράσεων. Το παράδοξο αυτό στοιχείο στους μύθους προσθέτει έναν ιδιαίτερο τόνο που είναι ενοποιητικός στη συλλογή. Το στοιχείο αυτό συνήθως παρουσιάζεται «δειλά», στην αρχή του διηγήματος, και καταλήγει, με μια σειρά «λογικών» συνεπαγωγών και περιπλοκών σε εκτροπή και συχνά «γάγγραινα» που δηλητηριάζει τις συμπεριφορές. Κατασκευάζει έτσι μια ασυνήθιστη νοητική πλοκή. Κατ’ αυτήν την έννοια φαντασία και ρεαλισμός εμπλέκονται ως συστατικά του βιβλίου. Νοητικές δομές αιτιολογούν το παράλογο, εκλογικεύοντάς το και φτιάχνοντας μια πρωτότυπη μορφή λογοτεχνίας, χωρίς διαλόγους που στηρίζεται στο «λογικό» και όχι στον «θυμικό» κόσμο. Συχνά τα διηγήματα μοιάζουν με «ασκήσεις υποθετικών καταστάσεων» και ως τέτοιες έχουν μελλοντολογικό χαρακτήρα, χωρίς όμως με αυτό να εννοώ την κατά γράμμα εφαρμογή ή πρόβλεψη, καθώς τα παράδοξα στοιχεία αντιτίθενται στην προοπτική αυτή, η οποία έτσι και αλλιώς δεν στοχεύεται. Στο πνεύμα αυτό εντάσσεται η «μαθηματική λογιστική» αντιμετώπιση της κοινωνίας, των καταστάσεων και της οικονομίας, δημιουργώντας ένα νοητικό κατασκεύασμα, που συνδυάζεται με την ειρωνεία των επικαιρικών «λογικών». Για παράδειγμα του κουμουνιστικού προτσές στο «Το 10ετές πρόγραμμα» (σελ. 40). Έτσι μας αναπτύσσει πώς μια εκ πρώτης όψεως σωστή ιδέα εξελίσσεται σταδιακά σε ισοπεδωτικό παραλογισμό, που μέσα από διανοητικές αλληλουχίες και ακροβασίες μπορεί να μοιάζει και πειστικός! Παρατηρώντας τα ιδιαίτερα σουσούμια και τις συμπεριφορές των ανθρώπων και οδηγώντας τα σε παραδοξότητες, συναρμόζοντας τον μύθο, δομεί συχνά τις πρωτότυπες ιστορίες του, εκτρέποντας την κατάσταση από το συνηθισμένο και ξαφνιάζοντάς μας, σε μια «συγγραφική πραγματικότητα» έτερη από την υπαρκτή, που στιγμιαία μόνο ξενίζει, αλλά με τη συνείδηση του αναγνώστη ότι πρόκειται για μυθοπλασία και τη μεστή σφιχτοδεμένη πλοκή του, καταλήγει να διαβάζεται άνετα, ως σύνολο φαντασιωμάτων ανάμικτων με πραγματικά στοιχεία, έχοντας έμμεσα διδακτικό χαρακτήρα. Η συγγραφική αυτή «πραγματικότητα», όπως συχνά στη λογοτεχνία, κερδίζει σε μεγάλο βαθμό την αληθοφάνεια. Στη γεφύρωση αυτής της αντίφασης στο μυαλό του αναγνώστη στηρίζεται ο Κωνσταντίνος Βάσσης. Έτσι σουσούμια όπως το ύψος («Μέχρι ενός ορισμένου ύψους», σελ. 63) καθορίζουν την πλοκή και τη συμπεριφορά του ήρωα. Τελικά η «λογική» καταλήγει ρατσιστική, πιστοποιώντας ότι ο ρατσισμός είναι αποτέλεσμα κάποιου κομπλεξισμού. Έτσι η ανάπτυξη της παράδοξης εμμονής οδηγεί σε ενεργήματα, που μετά από μια σειρά λογικοφανούς αλληλουχίας δεν καταλήγουν σε «λύση» αλλά μπλοκάρισμα, αφήνοντας όμως την ελπίδα να υφίσταται αιωρούμενη. Όλο αυτό το μοτίβο είναι αρκετά επίμηκες, προσπαθώντας να πείσει, προσαρμόζοντάς το στα κοινωνικά δεδομένα και φτάνοντας στα όρια του γκροτέσκο και της επιστημονικής φαντασίας. Έτσι χαρακτηριστικές είναι οι διεισδύσεις στην ανθρώπινη ψυχολογία και προσωπικότητα, μέσω συμπλεγμάτων και εμμονών.
Γενικά προτιμάται η επίπεδη αφήγηση με σκληρή καλά διαρθρωμένη δομή και πλήρη σαφήνεια, που κάνει εντελώς κατανοητό το κείμενο, που παρά ταύτα διαθέτει φαντασία και αφήνει ελεύθερο το πλήθος συνειρμών με την επίκαιρη κοινωνική πραγματικότητα. Έτσι η δημιουργική φαντασία ανατίθεται στο συγγραφέα και οι επεκτάσεις στον αναγνώστη. Οι ρόλοι διαχωρίζονται πλήρως και σαφώς, κάτι που συχνά δεν προτιμάται στη σύγχρονη λογοτεχνία.
Τελικά τα διηγήματα της συλλογής αποτελούν ένα κράμα πραγματικών στοιχείων και συμπεριφορών που φαντασιώνονται σε μη πραγματικές καταστάσεις, που παρ’ όλο το μη εφαρμόσιμό τους γίνονται πειστικές, σε μια λογοτεχνία που σαφώς δεν είναι ουδέτερη.